Πανεπιστημιακή Έρευνα και Άμυνα στην Ελλάδα

52
1183

Είναι κοινά αποδεκτό ότι η συνεργασία των ανώτατων εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων μιας χώρας με την αμυντική της βιομηχανία και τις ένοπλες δυνάμεις της, είτε σε αμιγώς στρατιωτικές εφαρμογές είτε σε ευρύτερες δραστηριότητες και θεματολογία, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επωφελής για όλους ανεξαιρέτως τους εμπλεκόμενους.

Στην Ελλάδα, η συνεργασία των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΕΙ/ΤΕΙ) με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, δυστυχώς δεν απέκτησε ποτέ ουσιαστική δυναμική και ευρύτητα. Υπάρχουν βεβαίως κάποιες γνωστές (π.χ. σχεδίαση αρματαγωγών και περιπολικών ανοικτής θάλασσας) και μερικές άγνωστες (διαβαθμισμένες) επιτυχημένες περιπτώσεις, περισσότερο όμως ως αποσπασματικές και μεμονωμένες προσπάθειες παρά ως κομμάτι μιας οργανωμένης στρατηγικής.

Εφόσον διευρύνουμε την χρονική περίοδο εξέτασης από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, η γενεσιουργός αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί κατά κύριο λόγο στην «δαιμονοποίηση» των Ενόπλων Δυνάμεων και της αμυντικής βιομηχανίας. Η πλειοψηφία του διδακτικού προσωπικού, των ερευνητών και των φοιτητών των ελληνικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με την επίκληση μιας κακώς εννοούμενης και στρεβλής προοδευτικότητας και στα πλαίσια ενός αντιμιλιταριστικού πνεύματος ασύμβατου με τις απειλές που αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει η χώρα, υπήρξαν για δεκαετίας αδιάφοροι έως και εχθρικοί απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις και την αμυντική βιομηχανία, ιδιαίτερα την ιδιωτική. Η προοπτική συνεργασίας αντιμετωπιζόταν όχι μόνο ως αντίθετη στον σκοπό του εκάστοτε ιδρύματος αλλά και ως επικίνδυνη για την ανεξαρτησία του.

Αντίστοιχα, οι Ένοπλες Δυνάμεις, συνεκτιμώντας το διαμορφωμένο αρνητικό κλίμα και επηρεασμένες από μια έντονη εσωστρεφή νοοτροπία λειτουργίας, προτίμησαν να επικεντρωθούν στα στρατιωτικά ερευνητικά κέντρα (ΚΕΤΕΣ, ΚΕΤΑ/ΕΤΗΜ και στο «πολιτικό» ΓΕΤΕΝ). Η κρατική αμυντική βιομηχανία, θέλοντας για λόγους κύρους και διεκδίκησης των σχετικών πιστώσεων να παρουσιάσει μια εικόνα πλήρους ερευνητικής αυτοδυναμίας και καθοδηγούμενη από μια αμιγώς συντεχνιακή λογική, δεν αναζήτησε ουσιαστικές συνεργασίες στην έρευνα. Τέλος, η ιδιωτική αμυντική βιομηχανία θεώρησε το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα πνευματικά δικαιώματα της έρευνας που διεξάγεται εντός των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης απαγορευτικό για ουσιαστική συνεργασία, καθώς αυτό πρακτικά δεν έδινε τη δυνατότητα ή καθιστούσε ιδιαίτερα περίπλοκη την εν συνεχεία εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων.

Στο παραπάνω περιγραφόμενο πλαίσιο, δεν είναι περίεργη η απουσία μιας θεσμοθετημένης και οργανωμένης διεπαφής επικοινωνίας, αφήνοντας την διερεύνηση τυχόν κοινού πεδίου συνεργασίας σε προσωπικές πρωτοβουλίες μελών της επιστημονικής κοινότητας και στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Ουσιαστικά, δεν υπήρξε ποτέ ένας άμεσος, αποτελεσματικός και κυρίως ολοκληρωμένος τρόπος οι Ένοπλες Δυνάμεις να ενημερωθούν για τις δυνατότητες και τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και αντίστοιχα τα ΑΕΙ/ΤΕΙ να αντιληφθούν τις πραγματικές ερευνητικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Άμεση συνέπεια των παραπάνω ήταν να παρουσιάζονται φαινόμενα όπου είχαμε κάποιες περιπτώσεις έρευνας σε αντικείμενα στρατιωτικής μεν θεματολογίας αλλά αδιάφορα για τις Ένοπλες Δυνάμεις ή να ζητείται από πανεπιστημιακά εργαστήρια όχι απλώς να αναπτύξουν επιμέρους εφαρμογές και νέα τεχνολογία αλλά να κατασκευάσουν ολοκληρωμένα αμυντικά προϊόντα, έξω προφανώς από τις δυνατότητες αλλά και τον σκοπό τους. Έτσι, παρά την κατά κανόνα καλή πρόθεση και επάρκεια γνώσεων των ερευνητών, είτε το παραγόμενο έργο έμενε ανεκμετάλλευτο, είτε το τελικό προϊόν υστερούσε σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες, απογοητεύοντας τους συμμετέχοντας και δημιουργώντας αρνητικό προηγούμενο για μελλοντική νέα συνεργασία.

Σύμφωνα και με την διεθνή πρακτική, το εργαστήριο ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος μπορεί να αναλάβει για παράδειγμα την ανάπτυξη ενός πρωτοποριακού ακουστικού μορφοτροπέα (transducer), ενός πολύ γρήγορου ADC ή την βελτιστοποίηση προγραμματισμού ενός Virtex FPGA με στόχο την παραγωγή μιας DRFM. Απεναντίας, είναι ασυνήθιστο και πλήρως αναποτελεσματικό, ένα εργαστήριο π.χ. Πολυτεχνείου να αναλάβει την ανάπτυξη και κατασκευή μιας τορπίλης ή ενός ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικού πολέμου.

Παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω όμως, το τελευταίο διάστημα υπάρχουν κινήσεις που δείχνουν ότι γίνεται μια προσπάθεια να τεθούν οι βάσεις για μια συντονισμένη προσέγγιση και ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας με τις Ένοπλες Δυνάμεις. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 2016, το Πολεμικό Ναυτικό προχώρησε σε υπογραφή μνημονίων συνεργασίας με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Πολυτεχνείο Κρήτης και το Γ’ΣΣ/NRDC-GR με τη Σχολή Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, στο οποίο λειτουργεί ήδη η Έδρα Στρατηγικών Σπουδών του ΓΕΕΘΑ. Παράλληλα, η εχθρότητα της ακαδημαϊκής κοινότητας προς τις Ένοπλες Δυνάμεις έχει περιοριστεί δραστικά και πλέον χαρακτηρίζει ελάχιστες και μεμονωμένες περιπτώσεις.

Κάποιες επιπλέον ενέργειες που, χωρίς ουσιαστικό κόστος, θα ενισχύσουν την παραπάνω προσπάθεια, είναι η ανάθεση στην ΔΑΕΤΕ του ρόλου διεπαφής μεταξύ των ΑΕΙ /ΤΕΙ και των Ενόπλων Δυνάμεων, η χαρτογράφηση των δυνατοτήτων έρευνας των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης μέσα από μια αντίστοιχη διαδικασία όπως αυτή του μητρώου κατασκευαστών αμυντικού υλικού και η ολοκλήρωση της συγκρότησης του ΕΦΑΕΤ (ΚΕΤΕΘΑ) με την πρόβλεψη της στενής συνεργασίας του με την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα της χώρας.

Η οικονομική κρίση που πλήττει την χώρα μας τα τελευταία χρόνια, αποτελεί συγχρόνως τροχοπέδη αλλά και ευκαιρία. Τροχοπέδη λόγω του δραστικά μειωμένου προϋπολογισμού του ΥΠΕΘΑ και ευκαιρία λόγω της επιτακτικής πλέον ανάγκης των Ενόπλων Δυνάμεων να αναζητήσουν πρωτοποριακές και καινοτόμες εγχώριες λύσεις τόσο σε επιχειρησιακά όσο και σε λειτουργικά καθημερινά προβλήματα.