Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Απριλίου 2017, 24 αεροσκάφη τύπου F-4E και F-16 της Τουρκικής Αεροπορίας πραγματοποίησαν αιφνιδιαστικά αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε περιοχές του Ιράκ και της Συρίας που ελέγχονται από στρατιωτικά τμήματα φιλικά διακείμενα προς το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK). Συγκεκριμένα, στις 02:00 τα ξημερώματα (τοπική ώρα, 23:00GMT) αεροσκάφη της 171ης και της 181ης Μοίρας έπληξαν με κατευθυνόμενες βόμβες 20 στόχους στην οροσειρά του Sinjar και 19 στο όρος Qarachok, στο βορειοδυτικό Ιράκ και της βορειοανατολικής Συρίας αντίστοιχα, σε βάθος 90km από τα τουρκικά σύνορα.
Στην επίσημη ανακοίνωση του τουρκικού Γενικού Επιτελείου υποστηρίζεται πως η αεροπορική επιχείρηση πραγματοποιήθηκε «στο πλαίσιο των δικαιωμάτων της Τουρκίας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας» με σκοπό να πληγεί η «διαμελιστική τρομοκρατική οργάνωση του ΡΚΚ και τα παρακλάδια της στο Ιράκ και στην Συρία» και να αποτραπεί η «μεταφορά όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών στην Τουρκία», ενώ γίνεται αναφορά στη βομβιστική επίθεση που σημειώθηκε στο κτίριο της αστυνομικής διεύθυνσης στο Diyarbakir στις 11 Απριλίου 2017. [1]
Από τους τουρκικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς επλήγησαν:
- εγκαταστάσεις και υποδομές των Μονάδων Αντίστασης του Sinjar (YBS), μεταξύ των οποίων και ο ραδιοφωνικός σταθμός «Cira», με αποτέλεσμα το θάνατο ενός 13χρονου, ενός μέλους των YBS και 5 Πεσμεργκά της Κουρδικής Περιφερειακής Διοίκησης (KRG) του Ιράκ καθώς και τον τραυματισμό άλλων 9.
- το αρχηγείο, το γραφείο συνδέσμου, ο ραδιοφωνικός σταθμός «Φωνή της Rojava» και λοιπές υποδομές των Μονάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG) του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) κοντά στην πόλη al-Malikiyah (Derik) της Συρίας, με αποτέλεσμα το θάνατο 20 μελών των YPG και τον τραυματισμό άλλων 18.
Υπενθυμίζεται ότι το Sinjar, πατρογονική εστία των Γεζίντι, βρίσκεται 130 χιλιόμετρα δυτικά της Μοσούλης και κατελήφθη από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) μετά τις 3 Αυγούστου 2014, όταν οι 11.000 Κούρδοι Πεσμεργκά εγκατέλειψαν την περιοχή, υπακούοντας στις διαταγές του προέδρου Massoud Barzani που επιζητούσε την προσοχή της διεθνούς κοινότητας. Η επαπειλούμενη εξόντωση των Γεζίντι απετράπη μετά από παρέμβαση των μαχητών του ΡΚΚ και των YPG, οι οποίοι (με την αεροπορική συνδρομή των ΗΠΑ) πέτυχαν να ανοίξουν ανθρωπιστικό διάδρομο και να διασώσουν δεκάδες χιλιάδες Γεζίντι που είχαν εγκλωβιστεί στα υψώματα. Η απελευθέρωση της πόλης του Sinjar κατέστη δυνατή στις 13 Νοεμβρίου 2015 μετά από κοινή επιχείρηση του ΡΚΚ και των Πεσμεργκά, που υποστηρίχθηκε από τις αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Sinjar αποτέλεσε προσωρινό καταφύγιο για τα μέλη του ΡΚΚ μετά τους διωγμούς από το καθεστώς Assad τη δεκαετία του ’90, προκαλώντας ωστόσο την αντίδραση της Τουρκίας και της Κουρδικής Περιφερειακής Διοίκησης. Πλέον η μόνιμη παρουσία μαχητών του ΡΚΚ στο Sinjar θεωρείται στρατηγική επιλογή του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος καθώς η περιοχή αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της Rojava στη βόρεια Συρία και των περιοχών του βορείου Ιράκ όπου βρίσκονται τα στρατόπεδα του ΡΚΚ. Κατά την επίσκεψή του στο Ερμπίλ στις 8 Ιανουαρίου 2017, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Binali Yıldırım ενέτεινε τις πιέσεις προς τον πρόεδρο της KRG, Massoud Barzani, για την άμεση απομάκρυση των δυνάμεων του ΡΚΚ από το Sinjar. Στις 4 Απριλίου 2017, ο πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan δήλωσε ότι «βρίσκονται προσπάθειες για να μετατραπεί το Sinjar σε ένα δεύτερο Qandil (σ.σ. οροσειρά του βορείου Ιράκ όπου βρίσκονται τα στρατόπεδα του ΡΚΚ). Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 2.500 μέλη του ΡΚΚ στο Sinjar ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών.»
Σε αυτό το διάστημα κλιμακώθηκε η επιθετική ρητορική της Άγκυρας, ξεκίνησαν βολές πυροβολικού κατά στόχων του YPG και εντάθηκαν οι τουρκικές ψυχολογικές επιχειρήσεις με διαρροή πληροφοριών στο φιλοκυβερνητικό Τύπο περί ανάληψης νέων επιχειρήσεων του Τουρκικού Στρατού: στο Ιράκ, με την επωνυμία «Ασπίδα του Τίγρη» για την εκδίωξη των δυνάμεων του ΡΚΚ από το Sinjar, και στη Συρία, για την εκδίωξη των δυνάμεων του YPG από την συνοριακή πόλη Tell Abyad, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 90km ακριβώς βορειότερα της Raqqa. Καθόλου συμπτωματικά, το Tell Abyad αποτελούσε το σημείο εκκίνησης των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στην πρόταση που υπέβαλε το η Άγκυρα προς τις ΗΠΑ για την απελευθέρωση της Raqqa, ως εναλλακτική των επιχειρήσεων που διεξάγουν μέχρι σήμερα με επιτυχία οι δυνάμεις των SDF/YPG, και η οποία απερρίφθη. [2].
Αντιδράσεις και κλιμάκωση έντασης
Η τουρκική επίθεση πυροδότησε αντιδράσεις από όλους τους σημαντικούς παίκτες στην περιοχή. Σε επίσημη δήλωση, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ αναφέρει πως «οι επιθέσεις δεν εγκρίθηκαν από το διεθνή Συνασπισμό των κρατών που μάχονται το ISIS. Είμαστε πολύ ανήσυχοι από τις τουρκικές αεροπορικές επιθέσεις. Μεταφέραμε την ανησυχία μας στην τουρκική κυβέρνηση». Από την πλευρά του, το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ εξέφρασε τη δυσφορία του καθώς προσωπικό των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο βομβαρδισμού στη Συρία αλλά και για το γεγονός ότι η Άγκυρα δεν ζήτησε την έγκριση του Αεροπορικού Στρατηγείου του Συνασπισμού που εδρεύει στο Κατάρ, απλώς ενημέρωσε 52 λεπτά πριν την έναρξη της επίθεσης.[3] Σημειώνεται ότι μετά την επίθεση, ανώτερος αξιωματικός των ΗΠΑ επισκέφθηκε τις βομβαρδισμένες περιοχές, συνοδευόμενος από στελέχη των YPG, ενώ πάνω από την περιοχή πραγματοποίησε χαμηλή διέλευση ελικόπτερο του Αμερικανικού Στρατού.
Η Βαγδάτη καταδίκασε άμεσα την επίθεση, δηλώνοντας πως «εκφράζουμε την οργή μας για την τουρκική επιθετικότητα στο Sinjar, στο βόρειο Ιράκ. Αυτή η επιθετικότητα αποτελεί καταφανή παραβίαση όλων των διεθνών συμβάσεων και συνθηκών και είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές της καλής γειτονίας. Αντιπροσωπεύει κατάφωρη παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας του Ιράκ και αντικατοπτρίζει μια απαράδεκτη πολιτική που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Καλούμε τη διεθνή κοινότητα να ενεργήσει αποφασιστικά» ενώ από την άλλη πλευρά, ο Masrour Bazani, γιος του προέδρου της KRG και επικεφαλής των υπηρεσιών Πληροφοριών και Ασφαλείας, μιλώντας στην εφημερίδα New York Times είπε: «Το PKK είναι η αιτία όλων αυτών των προβλημάτων. Εμείς δεν το ζητήσαμε, αυτό τράβηξε την Τουρκία στην περιοχή». Η τουρκική επίθεση καταδικάστηκε και από την Μόσχα.
.@OIRSpox Our partner forces have been killed by #Turkey strike, they have made many sacrifices to defeat #ISIS
— U.S. Central Command (@CENTCOM) April 26, 2017
Άμεση και έμπρακτη απάντηση έδωσαν οι μαχητές των YPG. Σε μια προσπάθεια άσκησης πίεσης προς τη διεθνή κοινότητα, η ηγεσία του YPG/PYD ανέστειλε προσωρινά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του ISIS στο μέτωπο της Tabqa και επανέφερε δυναμικά το αίτημα για ανακήρυξη Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων πάνω από την Rojava. Ταυτόχρονα πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις κατά τουρκικών στόχων, από τις οποίες καταστράφηκαν τουλάχιστον δύο άρματα μάχης Μ60Α3, ένα τεθωρακισμένο όχημα και κινητό σύστημα ραντάρ αδιευκρίνιστου τύπου σε συνοριακά φυλάκια του Τουρκικού Στρατού ανατολικά και δυτικά του ποταμού Ευφράτη.
https://www.youtube.com/watch?v=4JfJ2VtCyFc&feature=youtu.be
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι συνεχιζόμενες τουρκικές αεροπορικές επιδρομές αποσκοπούν πρωτίστως στη δημιουργία ανυπέρβλητων προβλημάτων στη συνεργασία των κουρδικών δυνάμεων με τις ΗΠΑ και στην παρεμπόδιση της επιχείρησης απελευθέρωσης της Raqqa. Χαρακτηριστικό εξάλλου ήταν το απειλητικό μήνυμα του Τούρκου προέδρου στις 29 Απριλίου: «Αν μπορέσουμε να δώσουμε μεταξύ μας τα χέρια, η μεγάλη δύναμη Αμερική, οι συμμαχικές δυνάμεις και η Τουρκία, τότε μπορούμε να μετατρέψουμε την Raqqa σε νεκροταφείο του DAESH. Αν αφήσουμε όμως τα πράγματα να εξελιχθούν, θα εξακολουθούμε να έχουμε θύματα. (…) Εξουδετερώσαμε 210 τρομοκράτες στην περιοχή και χτυπήσαμε τα σημαντικότερα κέντρα τους. Γιατί; Διότι κανείς δεν μπορεί να παίζει με το έθνος. Θα το δούνε όλοι. Όταν έρθει η ώρα, γνωρίζουμε ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε. Μπορούμε να έρθουμε εκεί ξαφνικά σε μια νύχτα!» [4]
To ζήτημα αναμένεται να βρεθεί στην κορυφή της ατζέντας στην κρίσιμη συνάντηση του Recep Tayyip Erdogan με το νέο Αμερικανό προέδρο Donald Trump στις 16 Μαίου στην Ουάσιγκτον όπου η τουρκική ηγεσία θα καταβάλει ύστατες προσπάθειες για στροφή της αμερικανικής πολιτικής στο Συριακό. Η εμφάνιση ωστόσο οχημάτων του Αμερικανικού Στρατού σε περιπολία από κοινού με μαχητές των YPG δίπλα στα τουρκικά σύνορα δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας στην Άγκυρα. Η τουρκική ηγεσία αντιλαμβάνεται πλέον πως η επικείμενη ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στη Raqqa αφενός αποδεσμεύει χιλιάδες εμπειροπόλεμους Κούρδους που θα μπορούν να αναπτυχθούν σε ολόκληρο το μήκος ή την απέναντι πλευρά των συνόρων της αφετέρου θα σηματοδοτήσει την «επόμενη ημέρα» στη Συρία με τις πιθανότητες ανακήρυξης ενός ομόσπονδου κουρδικού κράτους στο μαλακό της υπογάστριο κατακόρυφα αυξημένες.
Σημειώσεις:
[1] Η Άγκυρα αποδίδει το συμβάν στην πυροδότηση περίπου ενός τόνου εκρηκτικής ύλης που τοποθέτησαν μέλη του ΡΚΚ σε υπόγειο τούνελ μήκους 30 μέτρων, το οποίο είχε διανοιχθεί από γειτονικό κτίριο.
[2] Απώτερος σχεδιασμός της Άγκυρας είναι η γεωγραφική διάσπαση των κουρδικών περιοχών στη βόρεια Συρία και η διατήρηση μόνιμης στρατιωτικής παρουσίας. Από το 1974 μέχρι σήμερα, η Τουρκία έχει εισβάλει και διατηρεί μόνιμη στρατιωτική δύναμη σε τρία γειτονικά της κράτη (Κύπρο, Ιράκ, Συρία).
[3] Ο εναέριος χώρος στη βόρεια Συρία ελέγχεται de facto από τις ΗΠΑ (ανατολικά του ποταμού Ευφράτη) και την Ρωσία (δυτικά του ποταμού).
[4] Η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει σε στίχους τραγουδιού, το οποίο έχει συνδεθεί με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, καθώς όταν το τουρκόφωνο πρόγραμμα του ΡΙΚ έπαιζε πριν την εισβολή το ερωτικό τραγούδι «Σε περιμένω αλλά δεν έρχεσαι..», ο τουρκοκυπριακός σταθμός «Η Σημαία» που ελέγχονταν από τους Τούρκους απαντούσε με το τραγούδι «Μπορεί να έρθω οποιαδήποτε νύκτα, εντελώς ξαφνικά…». http://www.hurriyetdailynews.com/us-turkey-collision-course.aspx?pageID=449&nID=112594&NewsCatID=409