Τα πλοία LCS, οι εναλλακτικές λύσεις και το μέλλον του Στόλου

0
1120

Σύμφωνα με πληροφορίες του αμυντικού τύπου, η Ελλάδα έλαβε την επίσημη επιβεβαίωση παραχώρησης τεσσάρων (4) πλοίων LCS από τις ΗΠΑ, η οποία είχε προαναγγελθεί με την επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Α. Μπλίνκεν προς τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη.  
Καθώς φαίνεται ότι οδηγούμαστε πλέον στην “κορύφωση του δράματος” σχετικά με την απόκτηση των συγκεκριμένων πλοίων από το Πολεμικό Ναυτικό, και το θέμα απειλεί να επιδράσει αρνητικά στη σύνθεση του Στόλου, είναι ανάγκη να επισημανθούν τα ακόλουθα:

1. Είναι δεδομένο ότι οι 13 φρεγάτες του Στόλου βρίσκονται σε κακή κατάσταση, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Το μεγάλο χρονικό διάστημα και οι εσπευσμένες προσθήκες που απαιτήθηκαν προκειμένου να έρθει η φρεγάτα ΥΔΡΑ σε ανεκτό επίπεδο ετοιμότητας για την αποστολή στην Ερυθρά Θάλασσα, δείχνουν εύγλωττα την κατάσταση. Οι λόγοι για τους οποίους έφτασαν οι μεγάλες μονάδες του Στόλου σε αυτό το σημείο παρακμής, οι χαμένες ευκαιρίες, τα λάθη και οι ευθύνες για αυτά, έχουν συζητηθεί και εδώ, αλλά δεν είναι του παρόντος. Στο παρόν κείμενο θα διερευνήσουμε αποκλειστικά τις δυνατότητες βελτίωσης της κατάστασης.

2. Ενώ το ΠΝ διαθέτει 13 παλαιές φρεγάτες, τα μόνα πλοία νέας ναυπήγησης που θα παραλάβει σίγουρα ως το 2030 είναι οι τρεις φρεγάτες FDI, που αναμένεται να αντικαταστήσουν τις τρεις μη εκσυγχρονισμένες φρεγάτες κλάσης “S” (ΚΑΝΑΡΗΣ, ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ, ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ). Οι έξι εκσυγχρονισμένες φρεγάτες τύπου “S” (ΕΛΛΗ, ΛΗΜΝΟΣ, ΑΔΡΙΑΣ, ΑΙΓΑΙΟΝ, ΝΑΒΑΡΙΝΟΝ, ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ) θα πρέπει να αντικατασταθούν με άλλα πλοία, ενώ ερωτηματικό παραμένει αν οι τέσσερις φρεγάτες τύπου ΜΕΚΟ (ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ, ΣΑΛΑΜΙΣ) θα εκσυγχρονιστούν τελικά, ή αν θα πρέπει να αντικατασταθούν και αυτές. Τα παραπάνω δεδομένα συνεπάγονται την ανάγκη απόκτησης 6 έως 10 ακόμη φρεγατών επιπλέον των τριών FDI, και μάλιστα όσο το δυνατόν συντομότερα διότι η γήρανση αρκετών φρεγατών υποσκάπτει την επιχειρησιακή τους λειτουργία, ήδη σήμερα.

3. Δεδομένου ότι είναι αδύνατη η ναυπήγηση τόσων πλοίων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, προβάλλεται ως λύση ανάγκης η αποδοχή της παραχώρησης τεσσάρων πλοίων LCS που αποσύρονται από το US Navy. Όπως έχουμε ξαναγράψει, και όπως αναλύεται λεπτομερώς σε πρόσφατο άρθρο του εξαιρετικού ιστολογίου “Βελισσάριος”, η προοπτική ένταξης των LCS στο Πολεμικό Ναυτικό είναι προβληματική. Εκτός της συμπεριφοράς τους σε κακές καιρικές συνθήκες, του προβληματικού προωστήριου σκεύους και του ελλιπούς οπλισμού, το σοβαρότερο πρόβλημα των LCS για το επιχειρησιακό περιβάλλον του ΠΝ είναι η έλλειψη σόναρ κύτους και άρα βασικών ανθυποβρυχιακών δυνατοτήτων. Η ενδεχόμενη μεταφορά συρόμενου σόναρ ή/και ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων δεν καλύπτει επαρκώς την έλλειψη αυτή, που ενδέχεται να αποβεί μοιραία στο περιβάλλον υψηλής υποβρυχιακής απειλής του Αιγαίου. Είναι αλήθεια ότι το ΠΝ πιέζεται πολύ για την αντικατάσταση των παλαιών φρεγατών του, που έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Ωστόσο τα πλοία LCS δεν μπορούν να αναλάβουν ρόλους κύριων μονάδων επιφανείας, άρα ούτε και να αντικαταστήσουν αξιόπιστα τις υπάρχουσες φρεγάτες.

4. Στα μέσα Ιανουαρίου δημοσιεύθηκε η είδηση ότι το πολεμικό ναυτικό της Αυστραλίας (RAN) έχει θέσει εκτός υπηρεσίας την πρώτη από τις 8 αναβαθμισμένες φρεγάτες του τύπου ΜΕΚΟ (κλάσης ANZAC) και ετοιμάζεται να θέσει εκτός υπηρεσίας δύο ακόμη, λόγω έλλειψης πληρωμάτων. Στις 20 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας R. Marles ανακοίνωσε και επίσημα τον πρόωρο παροπλισμό της φρεγάτας ANZAC (FFH150), μετά από 28 χρόνια υπηρεσίας. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο R. Marles αιτιολόγησε την απόφασή του λέγοντας σε συνέντευξη ότι η φρεγάτα ANZAC (FFH150) ήταν σε κακή κατάσταση (εξεταστέο αν η δήλωση αυτή αληθεύει ή οφείλεται σε πολιτική σκοπιμότητα), αλλά πάντως οι πληροφορίες από τα ΜΜΕ της Αυστραλίας αναφέρουν και επικείμενη απόσυρση δύο ακόμη φρεγατών της κλάσης λόγω έλλειψης πληρωμάτων, και όχι λόγω κακής κατάστασης. Ως επόμενη υποψήφια προς απόσυρση αναφέρεται η φρεγάτα Arunta (FFH151). Αν και η απόσυρση του συνόλου των 8 φρεγατών κλάσης ANZAC δεν αναμένεται πριν τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, το Πολεμικό Ναυτικό θα μπορούσε να επωφεληθεί από τη διαφαινόμενη συντόμευση του χρονοδιαγράμματος και να αποκτήσει τουλάχιστον 2-4 πλοία, που θα ανακούφιζαν το Στόλο πολύ περισσότερο από τα LCS.

5. Οι 8 φρεγάτες κλάσης ANZAC βασίζονται στον ίδιο τύπο (ΜΕΚΟ 200) με τις 4 ελληνικές φρεγάτες κλάσης ΥΔΡΑ, και θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν χωρίς δυσκολία από το ΠΝ, καθώς έχουν παρόμοιο προωστήριο σκεύος (αν και με έναν μόνο αεριοστρόβιλο LM2500 έναντι δύο των ελληνικών πλοίων), και αρκετά κοινά οπλικά συστήματα (πυροβόλο Mk45 των 127 χιλ, Α/Α πυραύλους ESSM, πυραύλους επιφανείας – επιφανείας Harpoon). Οι αυστραλέζικες φρεγάτες τέθηκαν σε υπηρεσία μεταξύ 1996-2006 και έχουν όλες εκσυγχρονιστεί μεταξύ 2011-2017, με προσθήκη ραντάρ CEAFAR1-S και λοιπού ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Οι φρεγάτες ANZAC είναι ολοκληρωμένα πλοία με επαρκές υπόλοιπο ζωής και, σε αντίθεση με τα πλοία LCS, μπορούν να αναλάβουν ρόλους κυρίων μονάδων επιφανείας του Στόλου. Η Ελλάδα πρέπει να διερευνήσει, μέσα από τους κατάλληλους επίσημους διαύλους, την κατάσταση και τη διαθεσιμότητα των συγκεκριμένων φρεγατών, καθώς και το κόστος τους, που πιθανόν να μην ξεπερνά το αναφερόμενο για τα LCS (120-150 εκ. Ευρώ ανά πλοίο). Ακόμη και 2 μόνο φρεγάτες ANZAC θα βοηθούσαν το ΠΝ να καλύψει τα διαστήματα δεξαμενισμού/εκσυγχρονισμού των ελληνικών ΜΕΚΟ, και στη συνέχεια να αποσύρει 2 από τις 6 εκσυγχρονισμένες φρεγάτες τύπου “S”, ώστε να υποστηριχθούν τουλάχιστον οι υπόλοιπες 4 με απάρτια μέχρι την απόσυρσή τους.

6. Επειδή, πάντως, είναι σαφές ότι η αποδοχή των πλοίων LCS προωθείται από την πολιτική ηγεσία στο πλαίσιο στρατηγικού προσανατολισμού σύσφιξης σχέσεων με τις ΗΠΑ, καλό είναι να εξεταστεί και ένα ρεαλιστικό πλαίσιο ένταξής τους στο ΠΝ, αν η ένταξη αυτή είναι τελικά αναπόφευκτη για πολιτικούς/γεωστρατηγικούς λόγους. Η βασική προϋπόθεση για να μη ζημιωθεί το ΠΝ από την ένταξη των LCS είναι να μην αναγνωριστούν ως κύριες μονάδες επιφανείας, να μην τους αποδοθεί τέτοιος ρόλος και να μην θεωρηθεί ότι καλύφθηκε με αυτά η επείγουσα ανάγκη αντικατάστασης των φρεγατών του Στόλου. Η σύνδεση της παραχώρησης πλοίων LCS (ως προσωρινής λύσης) με την παραγγελία (και όχι απλώς επικοινωνιακή εξαγγελία) ναυπήγησης φρεγατών Constellation, θα ήταν η καλύτερη έμπρακτη διαβεβαίωση της πολιτικής ηγεσίας ότι το ΠΝ θα αποκτήσει, έστω σε δεύτερο χρόνο, τις κύριες μονάδες επιφανείας που χρειάζεται και δεν θα “ξεμείνει” με πλοία LCS.

7. Και τι ρόλος θα απέμενε για τα LCS στο ΠΝ, αν δεν θεωρηθούν ως κύριες μονάδες επιφανείας; Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι η Δομή Δυνάμεων του ΠΝ προβλέπει, εκτός των φρεγατών, 6 κορβέτες και 14 πυραυλακάτους (ΤΠΚ). Ως προς τις κορβέτες, θεωρείται βέβαιη η προμήθεια του προϊόντος του προγράμματος Ευρωπαϊκής Κορβέτας Περιπολίας (EPC), στο οποίο συμμετέχει η Ελλάδα – αλλά η παράδοση του πρώτου πλοίου δεν αναμένεται πριν τα τέλη της δεκαετίας. Ως προς τις πυραυλακάτους, θυμίζουμε ότι η Ελλάδα διαθέτει σήμερα μόνο 7 σύγχρονες πυραυλακάτους (κλάσης ΡΟΥΣΕΝ – Super Vita), ενώ οι υπόλοιπες 12 που υπηρετούν (Combattante ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ, S148) έχουν συμπληρώσει 40-50 χρόνια στη θάλασσα. Μόνο 4 από τις παλιότερες πυραυλακάτους (κλάσης ΛΑΣΚΟΣ) έχουν εκσυγχρονιστεί, και δεν διαφαίνεται άλλο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, ούτε ναυπήγησης νέων πυραυλακάτων. Τα πλοία LCS θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κατά συνθήκην αντικαταστάτες των παλαιών πυραυλακάτων του ΠΝ, καθώς είναι μεν μεγαλύτερα από αυτές, αλλά έχουν κοινά σημεία από επιχειρησιακή άποψη: υψηλή ταχύτητα μετάβασης στην περιοχή ενδιαφέροντος, μικρό βύθισμα (που συνεπάγεται ικανότητα προσέγγισης ακτών, αλλά και μέτρια αντοχή σε ταραγμένη θάλασσα), μικρό πλήρωμα, έλλειψη ανθυποβρυχιακών ικανοτήτων, ικανότητα αντιαεροπορικής/αντιπυραυλικής άμυνας σημείου με σύστημα RAM (όπως οι Super Vita), δυνατότητα πολέμου επιφανείας με βλήματα (Harpoon) που αναμένεται να προστεθούν και πυροβόλο υψηλής ταχυβολίας. Δεν θα ήταν ιδανική λύση – θα ήταν όμως μια λύση ανάλογη των δυνατοτήτων τους, που θα επέτρεπε την αντικατάσταση παλαιών μονάδων και δεν θα εξαπατούσε κανέναν ότι καλύφθηκαν οι ανάγκες του ΠΝ σε κύριες μονάδες επιφανείας.

8. Το τελευταίο σημείο αφορά ένα είδος πολεμικού πλοίου που η προβολή του είναι μικρή, αλλά η επιχειρησιακή του αξία είναι αντιστρόφως ανάλογη: τα υποβρύχια. Το Πολεμικό Ναυτικό απέκτησε 4 σύγχρονα υποβρύχια τύπου 214, που όμως είναι τα μισά απ’ όσα απαιτούνταν για την αντικατάσταση των 8 παλαιότερων υποβρυχίων τύπου 209 (1100/1200). Το αποτέλεσμα είναι ότι αναγκάζεται να διατηρεί σε υπηρεσία έξι από τα οκτώ παλαιά υποβρύχια τύπου 209, εκ των οποίων μόνο το ένα (ΩΚΕΑΝΟΣ) έχει εκσυγχρονιστεί. Πρόγραμμα ναυπήγησης νέων υποβρυχίων δεν υπάρχει, πολιτική πρόθεση δεν διαφαίνεται, κι έτσι τα πληρώματα του ΠΝ εξακολουθούν να καταδύονται με υποβρύχια που έχουν κλείσει τέσσερις ή πέντε δεκαετίες στη θάλασσα, με όσους κινδύνους και περιορισμούς συνεπάγεται αυτό. Η πολιτική ηγεσία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ειδικά στο θέμα των υποβρυχίων παίζει με τη φωτιά: εάν βγουν “εκτός” όλα τα ηλεκτρικά συστήματα μιας φρεγάτας από ένα μπλακ-άουτ (το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο), θα υπάρξει μεν πρόβλημα αλλά δεν θα απειληθούν άμεσα οι ζωές του πληρώματος. Σε ένα υποβρύχιο όμως, ένα ανάλογο τεχνικό πρόβλημα μπορεί να καταλήξει σε τραγωδία ή να φέρει την Ελλάδα στην ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια τουρκικών μέσων διάσωσης (δεδομένου ότι η Τουρκία διαθέτει εξειδικευμένο πλοίο διάσωσης υποβρυχίων, ενώ η Ελλάδα όχι). Η ανανέωση του υποβρυχιακού στόλου του ΠΝ πρέπει να δρομολογηθεί άμεσα, και αυτό προϋποθέτει τη διάθεση επαρκών κονδυλίων.

Το Πολεμικό Ναυτικό βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Το πρόβλημα μαζικής γήρανσης μονάδων που αντιμετωπίζει είναι συνέπεια της υποχρηματοδότησης της τελευταίας δεκαπενταετίας, αλλά και των κακών επιλογών στη διαχείριση των λίγων κονδυλίων που διατέθηκαν (π.χ. πρόγραμμα εκσυγχρονισμού αεροσκαφών Ρ-3). Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, και κάποιοι συμβιβασμοί ίσως είναι αναγκαίοι λόγω των οικονομικών και χρονικών περιορισμών. Μερικοί συμβιβασμοί (π.χ. η αγορά μεταχειρισμένων φρεγατών όπως παλιότερα οι ολλανδικές Μ και τώρα οι αυστραλέζικες ANZAC) είναι καλύτεροι από άλλους (όπως π.χ. η αποδοχή των προβληματικών πλοίων τύπου LCS). Το κρίσιμο ζήτημα όμως είναι με ποιο σκεπτικό γίνονται οι συμβιβασμοί: αν τα κονδύλια που θα εξοικονομηθούν σήμερα με τέτοιους συμβιβασμούς, διατεθούν για ένα καλύτερο μέλλον (π.χ. ναυπήγηση μιας νέας γενιάς φρεγατών ή/και υποβρυχίων στην Ελλάδα), τότε οι συμβιβασμοί μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Αν όμως η πολιτική ηγεσία προσανατολίζεται απλώς στην περικοπή δαπανών, την αποδοχή ακατάλληλου υλικού υπό το μανδύα “στρατηγικής σχέσης” και τον εφησυχασμό ότι έτσι καλύφθηκαν οι ανάγκες, τότε θα δρομολογήσει πορεία παρακμής του Πολεμικού Ναυτικού για δεκαετίες – και οι ιστορικές ευθύνες της θα είναι τεράστιες.