Το Leopard 2A4 στη Συρία: Απομυθοποίηση ή εσφαλμένη χρήση;

0
3064
Άρματα Leopard-2A4 του Τουρκικού Στρατού με αυτοσχέδια ράγα αποθήκευσης παρελκομένων στην αριστερή πλευρά του πύργου.

Τα τελευταία 40 χρόνια, το κύριο άρμα μάχης (MBT) Leopard 2 της KraussMaffei Wegmann θεωρείται ότι ενσωματώνει την αιχμή της τεχνολογίας και επιδεικνύει τις κορυφαίες επιχειρησιακές επιδόσεις μεταξύ των σύγχρονων αρμάτων μάχης, θέση που κατά γενική παραδοχή μοιράζεται μόνο με το αμερικανικό M1 Abrams της General Dynamics Land Systems και διατηρεί χάρη στη διαρκή αναβάθμιση των χαρακτηριστικών της θωράκισης και της ισχύος πυρός του. Πέραν της τεχνολογικής υπεροχής του, το Leopard 2 αποτελεί θεαματική εμπορική επιτυχία της κατασκευάστριας εταιρίας, έχοντας τεθεί σε υπηρεσία με τις ένοπλες δυνάμεις 18 κρατών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται 12 ευρωπαϊκοί στρατοί και μεταξύ αυτών ο Ελληνικός Στρατός ο οποίος, με βάση την υπ’ αριθμ. 016A/03 σύμβαση, απέκτησε και αξιοποιεί 170 άρματα της έκδοσης Leopard 2HEL, ειδικά εξελιγμένης γι’ αυτόν και προερχόμενης από την έκδοση Leopard 2A6, έναντι συμβατικού τιμήματος 1,66 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η προγενέστερη έκδοση Leopard 2A4 αποτελεί την πλέον διαδεδομένη από όλες του άρματος Leopard 2, δεδομένου μάλιστα ότι ο Γερμανικός Στρατός παραχώρησε σε τρίτα κράτη μεγάλο αριθμό μονάδων, από τις οποίες η Ελλάδα και η Τουρκία απέκτησαν αντίστοιχα 183 και 354 (εκ των οποίων περί τα 320 είναι ενεργά). Η έκδοση αυτή τέθηκε σε παραγωγή κατά τα έτη 1985-1992 και ενσωμάτωνε πλήρως ψηφιακό σύστημα ελέγχου πυρός και πύργο με νέα θωράκιση τιτανίου-βολφραμίου, της οποίας το επίπεδο προστασίας εναντίον βλημάτων κινητικής και χημικής ενέργειας είναι ισοδύναμο με αυτό τυπικού ομοιογενούς θώρακα πάχους 590-690 και 810-1290 mm αντίστοιχα, ενώ στο πρόσθιο μέρος του πήγματος υπολογίζεται σε 600 και 710 mm αντίστοιχα.

Επιπλέον, το άρμα Leopard 2 συγκεντρώνει αυξανόμενη εμπειρία από τη χρήση του σε πραγματικές πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την αποστολή 28 Leopard 2A5 του Γερμανικού Στρατού στο Κόσοβο το καλοκαίρι του 1999, τα οποία όμως δεν συμμετείχαν σε μάχιμες αποστολές, ακολούθησε η αερομεταφορά στο Αφγανιστάν, στις 16 Αυγούστου 2007, του πρώτου από 20 καναδικά άρματα Leopard 2A6M, μισθωμένα από το Γερμανικό Στρατό, προκειμένου να αντικαταστήσουν παλαιότερα Leopard C2. Τα τελευταία, πριν τη μεταφορά τους στο Αφγανιστάν, είχαν δεχθεί πρόσθετη θωράκιση τύπου MEXAS και προέρχονταν από αναβάθμιση αρμάτων Leopard C1, έκδοχου του Leopard 1A3, η οποία περιλάμβανε την αντικατάσταση του πύργου με εκείνον του Leopard 1A5 και εγκατάσταση νέων θερμικών σκοπευτικών και συστήματος ελέγχου πυρός EMES 18, για το λόγο αυτό αποκαλούνταν Leopard 1A5CAN από ορισμένες πηγές. Τα άρματα αυτά, αν και απέδωσαν ικανοποιητικά, υστερούσαν λόγω αφ’ ενός μεν της έλλειψης κατάλληλου συστήματος κλιματισμού και αφ’ ετέρου της σχετικά ασθενούς θωράκισης και του πυροβόλου διαμετρήματος 105 mm. Όπως υποδεικνύει το επίθεμα “M”, η κύρια διαφοροποίηση του Leopard 2A6M του Καναδικού Στρατού από την έκδοση 2A6 συνίσταται στην εγκατάσταση συνόλου προστασίας εναντίον ναρκών (Mine) στην κοιλιά του πήγματος, η αποτελεσματικότητα του οποίου δοκιμάσθηκε υπό ρεαλιστικές συνθήκες στις 2 Νοεμβρίου 2007, όταν άρμα Leopard 2A6M προσέκρουσε σε αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό (IED), με αποτέλεσμα να υποστεί επιμέρους καταστροφές, όμως το πλήρωμα επιβίωσε χωρίς τραυματισμούς. Μάλιστα ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των Καναδικών Δυνάμεων Rick Hillier απέστειλε επιστολή προς το Γερμανικό Υπουργείο Άμυνας, στην οποία ανέφερε πως πιθανότατα το πλήρωμα δε θα επιβίωνε αν επέβαινε σε άλλο όχημα. Ακολούθησε η αποστολή στο Αφγανιστάν τεσσάρων Leopard 2A5DK του Δανικού Στρατού, από τα οποία ένα προσέκρουσε σε IED στις 26 Φεβρουαρίου 2008, χωρίς άλλες συνέπειες πέραν της καταστροφής της ερπύστριας. Όμως στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, άρμα Leopard 2A5DK προσέκρουσε σε IED, με αποτέλεσμα το θάνατο του οδηγού και τον τραυματισμό των υπόλοιπων τριών μελών του πληρώματος.

Άρματα μάχης Leopard-2A4 του Τουρκικού Στρατού με παραλλαγή ερήμου κατά την πρόσφατη εισβολή στο Afrin της Συρίας.

Μεγαλύτερο ελληνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις «Ασπίδα του Ευφράτη» και «Κλάδος Ελαίας» της Τουρκίας στη Συρία. Η πρώτη ξεκίνησε στις 24 Αυγούστου 2016, με σκοπό την εκκαθάριση περιοχής έκτασης 5.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με συμμετοχή αρχικά αρμάτων M60 που ο Τουρκικός Στρατός διαθέτει στις εκδόσεις M60A1, M60A3 TTS και M60T, από τις οποίες η τελευταία αποτελεί αναβαθμισμένη εκδοχή αρμάτων M60A1, σε 170 από τα οποία εφαρμόσθηκε το σύνολο Sabra MkII της ισραηλινής IMI, που περιλαμβάνει σπονδυλωτή παθητική θωράκιση με δυνατότητα εγκατάστασης θωράκισης εκρηκτικής αντίδρασης (ERA), πυροβόλο λείας κάννης MG253 διαμετρήματος 120 mm και ψηφιακό σύστημα ελέγχου πυρός Knight III της Elbit, ενώ έχει εγκατασταθεί και κινητήρας MTU 881. Στα τέλη Αυγούστου 2016 αναρτήθηκαν βίντεο που εμφάνιζαν την καταστροφή δύο αρμάτων Μ60 από Κούρδους μαχητές, εκ των οποίων το πρώτο με βλήμα BGM-71 TOW, ακολούθησαν δε αναφορές για πλήγματα, καταστροφικά και μη, σε ακόμη τέσσερα άρματα του ίδιου τύπου. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2016, σε βίντεο του Ισλαμικού Κράτους, εμφανίζεται η καταστροφή δύο ακόμη Μ60, κοντά στην πόλη AlRai, πιθανότατα από βλήματα 9M133 Kornet, ενώ την επόμενη ημέρα αναρτήθηκε βίντεο με την καταστροφή ενός ακόμη, στην περιοχή Tal Hawa. Υπολογίζεται ότι περί τα 17 άρματα M60T υπέστησαν καταστροφές από αντιαρματικά βλήματα και IED. Οι αυξημένες απώλειες τουρκικών αρμάτων M60 οδήγησαν σχολιαστές να αναρωτώνται για ποιο λόγο δε χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο σύγχρονα άρματα, υπονοώντας τα Leopard 2A4. Στο ερώτημα αυτό δόθηκαν διάφορες απαντήσεις: Ο τυχόν εξοπλισμός των πλησιέστερων στα σύνορα με τη Συρία μονάδων με άρματα M60T, η έλλειψη πληρωμάτων μετά τις αθρόες συλλήψεις στρατιωτικών που ακολούθησαν την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2015, ο ενδοιασμός αποδυνάμωσης μονάδων της 1ης Στρατιάς, εγγύς των ελληνοτουρκικών συνόρων, η (μετέπειτα διαψευσθείσα) αριθμητική επάρκεια των αρμάτων Μ60Α3 της 5ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας της 6ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας της 2ης Στρατιάς, η έλλειψη πυρομαχικών υψηλής εκρηκτικότητας-θραυσματογόνων (HEFRAG) για άρματα Leopard 2A4 και, τέλος, οι αντιρρήσεις της γερμανικής κυβέρνησης για τη χρήση αρμάτων προέλευσης του εν λόγω κράτους στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

Τελικά, όπως έχει ήδη αναφέρει η eAmyna από τις 27 Δεκεμβρίου 2016, κατά το διάστημα από τις 24 Αυγούστου έως τις 6 Σεπτεμβρίου 2016 μεταφέρθηκαν στο Gaziantep της νοτιοανατολικής Τουρκίας 80 Leopard 2A4 της 2ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας του 3ου Σώματος Στρατού της 1ης Στρατιάς, από τα οποία περί τα 38-45 αναπτύχθηκαν σε συριακό έδαφος. Λίγο αργότερα, διέρρευσε στο διαδίκτυο έγγραφο του Τουρκικού Στρατού που παρουσίαζε τις απώλειες αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων κατά την πολιορκία της πόλης AlBab και στο οποίο αναφερόταν η απώλεια δέκα (10) Leopard 2A4 και ενός M60T, για τα οποία αναφέρονταν οι αριθμοί σειράς, καθώς και οι μονάδες στις οποίες είχαν ενταχθεί. Από τα 10 Leopard 2A4, πέντε φέρονται ότι καταστράφηκαν από αντιαρματικά βλήματα, δύο από νάρκες ή IED, ένα από ρουκέτα ή όλμο και τα υπόλοιπα δύο από αμφισβητούμενες αιτίες. Το πρώτο απ’ αυτά έχει αποσυντεθεί μετά από έκρηξη στην εμπρόσθια και αριστερή πλευρά του, όπου βρίσκεται η αποθήκη πυρομαχικών, ενώ ο πύργος έχει αποσπασθεί. Δεν έχει διευκρινισθεί εάν το άρμα διαλύθηκε συνεπεία προσβολής με αντιαρματικό βλήμα ή μετά από εναέρια προσβολή, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του αντιπάλου. Το δεύτερο εντοπίσθηκε μετά από βίντεο που τράβηξε μη επανδρωμένο εναέριο όχημα (UAV) του Ισλαμικού Κράτους τον περασμένο Δεκέμβριο. Δύο ακόμη Leopard 2A4 απεικονίζονταν κατεστραμμένα σε τοποθεσία δυτικά της AlBab, στην οποία δεν εμφανίζονται πλέον, καθώς έχουν απομακρυνθεί. Τέλος, ένα άρμα εξακολουθούσε να εμφανίζεται στις 7 Φεβρουαρίου 2018 πλησίον δύο ακόμη κατεστραμμένων μονάδων του ίδιου τύπου που εντοπίσθηκαν εγγύς του νοσοκομείου της AlBab.

Παράλληλα, στο διαδίκτυο έχει αναρτηθεί πληθώρα βίντεο, στα οποία απεικονίζονται προσβολές τουρκικών αρμάτων μάχης από μαχητές του Ισλαμικού Κράτους. Τα πλήγματα αυτά φέρονται ότι προκλήθηκαν με βλήματα 9M111 Fagot, 9M113 Konkurs, 9K115 Metis και 9M133 Kornet. Θεωρείται ότι το τελευταίο έχει τη δυνατότητα να διατρήσει τη μετωπική θωράκιση του Leopard 2A4, σε αντίθεση με το πρώτο, ενώ για τα δύο υπόλοιπα η σχετική δυνατότητα αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Όλα όμως είναι πολύ δραστικότερα εναντίον της πλευρικής ή οπίσθιας θωράκισης του άρματος.

Με τη σειρά της, η επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, με την είσοδο αρμάτων μάχης Leopard 2A4 και M60T, καθώς και αυτοκινούμενων πυροβόλων και συστημάτων πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών στην επαρχία Αφρίν της Συρίας, με σκοπό την εκκαθάριση του θύλακα που κατέχουν οι κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) στα περίχωρά της. Την επόμενη ημέρα, το «γραφείο τύπου» του YPG ανάρτησε στο διαδίκτυο βίντεο με την προσβολή τουρκικού Leopard 2A4 από βλήμα 9M113 Konkurs, το οποίο ακολούθησε και άλλο βίντεο, με τη θεαματική, ολοκληρωτική καταστροφή ακόμη ενός άρματος του ίδιου τύπου.

Οι εκτεταμένες απώλειες Leopard 2A4 του Τουρκικού Στρατού, δυσανάλογες με τη δυναμικότητα του αντιπάλου του, προκάλεσαν ερωτηματικά σχετικά με την επιβιωσιμότητα του εν λόγω τύπου, ο οποίος, μέχρι την εισαγωγή σε υπηρεσία του άρματος Altay, θα αποτελεί το πιο σύγχρονο άρμα του. Είναι γεγονός ότι σχεδόν σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, τα άρματα ήταν ακίνητα και δε βρίσκονταν σε θέση κάλυψης πήγματος (hull down) αλλά, αντίθετα, διακρίνονταν εύκολα από μεγάλη απόσταση, με αποτέλεσμα να είναι σχετικά ευχερής η στόχευση και η βολή εναντίον τους. Κατά μία άποψη, το γεγονός αυτό οφείλεται στην εμμονή του Τουρκικού Στρατού να χρησιμοποιεί στις πρόσφατες επιχειρήσεις του τα άρματα μάχης όχι με σκοπό τη διεξαγωγή επιχειρήσεων συνδυασμένων όπλων και ελιγμού αλλά για παροχή πυρών από μακρά ακτίνα, αφήνοντας τη διεξαγωγή των κύριων επιθέσεων σε μονάδες ειδικών δυνάμεων, καθώς και σε μονάδες πεζικού του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA). Ειδικότερα, τα άρματα δε χρησιμοποιούνταν μαζικά, σε ταχείες ενέργειες προέλασης στο συριακό έδαφος αλλά κατακερματισμένα, ενίοτε ακόμη και σε επίπεδο διμοιρίας και συνήθως στατικά, με σκοπό την υποστήριξη των μονάδων του FSA. Με τον τρόπο αυτό τα άρματα παρέμεναν απομονωμένα και ακίνητα, σε ευδιάκριτες και πρόχειρα προετοιμασμένες θέσεις βολής, οι οποίες άφηναν ακάλυπτο τον πύργο και τουλάχιστον μέρος του πήγματος και χωρίς προστασία πεζικού, η παρουσία του οποίου επιπλέον θα μπορούσε να εγγυηθεί τον περιορισμό των τακτικών ενέδρας του αντιπάλου. Τούτο ενώ γίνεται ευρύτερα παραδεκτό ότι ο συνδυασμός πυρός και ελιγμού μπορεί να αποφέρει αποτελέσματα που δεν επιτυγχάνονται με τη χρήση μεμονωμένων όπλων: Το πυρ καθηλώνει τον αντίπαλο, εμποδίζοντάς τον να κινηθεί κι επιτρέποντας στο πεζικό να τον προσεγγίσει, ενώ ταυτόχρονα αποκόπτει τις γραμμές εφοδιασμού του και περιορίζει τις δυνατότητες επανένωσης τυχόν διασπασμένων σχηματισμών. Από την πλευρά της, η κίνηση τον εξαναγκάζει σε αντίδραση: Αν επιχειρήσει να μετακινηθεί σε ευνοϊκότερο έδαφος, καθίσταται ορατός και ευάλωτος στο φίλιο πυρ. Αν πάλι επιλέξει να παραμείνει οχυρωμένος, θα υπερκεραστεί τελικά από τις δυνάμεις ελιγμού. Βεβαίως, το ζήτημα της υιοθέτησης των ενδεδειγμένων κάθε φορά τακτικών για επιχειρήσεις αρμάτων μάχης είναι πολύ ευρύτερο και δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ. Όμως είναι προφανές ότι δεν μπορεί να εξετασθεί σε απομόνωση από την ολοένα αυξανόμενη τάση χρήσης αρμάτων μάχης όχι σε συμβατικές επιχειρήσεις κατά τακτικών στρατών που χρησιμοποιούν άρματα μάχης, υποστηριζόμενα από πυροβολικό και μηχανοκίνητο πεζικό αλλά εναντίον των λεγόμενων υβριδικών απειλών, δηλαδή εναντίον μη κρατικών δρώντων που υιοθετούν τακτικές τόσο συμβατικού όσο και ανορθόδοξου πολέμου, με κύρια χαρακτηριστικά την εντατική χρήση αντιαρματικών βλημάτων, ναρκών, IED και UAV, την ατυπική και ρευστή διάταξη μάχης, τη διασπορά μεταξύ του άμαχου πληθυσμού και την εκμετάλλευση της εικόνας, των ψευδών ειδήσεων και του φόβου.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επιχειρήσεων κατά υβριδικών απειλών αναφέρονται συνήθως αυτές του χερσαίου βραχίονα των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (IDF) εναντίον των μονάδων μάχης της Χεζμπολάχ στο Λίβανο το 2006. Έως τότε, οι Ισραηλινοί επιτελείς πραγματοποιούσαν διάκριση μεταξύ της σύγκρουσης χαμηλής έντασης (Low Intensity Conflict: LIC), ενδεικτικά κατά της ιντιφάντα της PLO ή της Χαμάς και της σύγκρουσης υψηλής έντασης (High Intensity Conflict: HIC) με γειτονικά κράτη, όπως η Συρία και το Ιράν, αφιερώνοντας ποσοστό 75% της εκπαίδευσής τους στην πρώτη και μόλις το υπόλοιπο στη δεύτερη. Έχοντας αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματικοί σε επιχειρήσεις χαμηλής έντασης, οι οποίες εκτελούνταν κατά κύριο λόγο με αεροπορικές επιδρομές από απόσταση (standoff) με επανδρωμένα και μη αεροσκάφη, επιθέσεις κατά στόχων υψηλής αξίας, χρήση συστημάτων έμμεσου πυρός και αποστολές τμημάτων πεζικού και ειδικών δυνάμεων, σε συνεργασία με δυνάμεις ασφαλείας, οι ισραηλινοί επανέλαβαν τις ίδιες τακτικές κατά της Χεζμπολάχ, με πρωταρχικό μέλημα την ελαχιστοποίηση των ανθρώπινων απωλειών και περιφρονώντας την εκτέλεση επιχειρήσεων συνδυασμένων όπλων και ελιγμού. Πλειάδα στελεχών των IDF είχαν αποκτήσει αξιόλογη εμπειρία στην καταστολή τρομοκρατικών ενεργειών από ένοπλα τμήματα της PLO και της Χαμάς, όμως στο Λίβανο δεν ήταν σε θέση να διεξαγάγουν αποτελεσματικά επιχειρήσεις που απαιτούσαν τη συνδυασμένη δράση πεζικού, τεθωρακισμένων, μηχανικού, πυροβολικού και άλλων δυνάμεων υποστήριξης. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση του πυροβολικού και της εναέριας υποστήριξης, δεδομένου ότι αμφότερα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την προσβολή προεπιλεγμένων στόχων και σπάνια για υποβοήθηση του χερσαίου ελιγμού. Με βάση αυτό το δόγμα, τα άρματα μάχης χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την υποστήριξη των πιο πάνω επιχειρήσεων και όχι σύμφωνα με τον προορισμό τους, την υπό θώρακα και παρά το άμεσο εχθρικό πυρ μαζική προέλαση στο πεδίο της μάχης, με σκοπό την κατάκτηση και διατήρηση εδάφους. Από την πλευρά τους, οι δυνάμεις της Χεζμπολάχ, εκτός από επαρκή οργάνωση και πειθαρχία, εκπαίδευση και εμπειρία, δόγμα και τακτικές, διέθεταν υψηλής τεχνολογίας οπλικά συστήματα, στα οποία περιλαμβάνονταν αντιαρματικά βλήματα, προηγμένα αντιαρματικά ρουκετοβόλα, πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών, όλμοι, IED, διόπτρες νυχτερινής όρασης (NVG), φορητά συστήματα αεράμυνας (MANPADS), βλήματα εναντίον πλοίων και UAV, τα οποία προμηθεύονταν από τρίτα κράτη (κυρίως Ιράν και Συρία), ενώ παράλληλα είχαν καταλάβει και προετοιμάσει υπέργειες και υπόγειες αμυντικές θέσεις σε επιλεγμένα σημεία της υπαίθρου και αστικών κέντρων του Λιβάνου, στις οποίες παράλληλα αποθήκευαν όπλα και πυρομαχικά. Το αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν να διεξαγάγουν οι IDF πολεμικές επιχειρήσεις υψηλής έντασης μεν, όμως εναντίον όχι του τακτικού στρατού ενός τρίτου κράτους αλλά μικρών ευέλικτων δυνάμεων μίας ένοπλης οργάνωσης, για τις οποίες δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες. Ειδικά η εκτεταμένη χρήση αντιαρματικών βλημάτων από τέτοιες δυνάμεις ευθύνεται για τα 45 από τα 52 πλήγματα σε άρματα Merkava II, III και IV, από τα οποία 22 υπέστησαν διάτρηση της θωράκισης, πέντε καταστράφηκαν ολοσχερώς, καθώς και δύο ακόμη από IED. Ο αριθμός των αρμάτων που καταστράφηκαν είναι μικρός, όμως τα πλήγματα που δέχθηκαν, ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψη ότι δεν επρόκειτο για σύγκρουση με δυνάμεις κράτους, είναι μεγάλος. Ακόμη μεγαλύτερος ήταν αναλογικά ο αριθμός απωλειών του Τουρκικού Στρατού, ο οποίος μάλιστα έχει πολύ μικρότερη εμπειρία απ’ ό,τι οι IDF στη διεξαγωγή επιχειρήσεων με χρήση τεθωρακισμένων.

Μετά τις επιχειρήσεις του Τουρκικού Στρατού στη Συρία επανήλθε στο προσκήνιο η συζήτηση περί εγκατάστασης συστήματος ενεργητικής προστασίας (APS), καταστροφικής άμυνας (hardkill) στα άρματα μάχης του, σε συνδυασμό με τη γενικότερη αναβάθμιση του επιπέδου προστασίας τους, ειδικά εναντίον ναρκών και IED. Η Rheinmetall Defence, υποκατασκευάστρια του άρματος Leopard 2 και φημολογούμενη ανάδοχος του τουρκικού προγράμματος αναβάθμισης τους, παρουσίασε την τρίτη γενιά του Συστήματος Ενεργητικής Άμυνας (ADS-Gen3), το οποίο θεωρείται ασφαλέστερο για τις παρακείμενες στο άρμα μονάδες πεζικού και επιδεικνύει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά βλαβών διεθνώς. Σύμφωνα με την ορολογία της κατασκευάστριας εταιρίας, το ADS ανήκει στην κατηγορία των κατανεμημένων συστημάτων, τα οποία περιλαμβάνουν πυροτεχνικά φορτία εγκατεστημένα περιφερειακά του άρματος, τα οποία ενεργοποιούνται με φορά προς το έδαφος και όταν το εισερχόμενο βλήμα βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση απ’ αυτό, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή των στρατιωτών που ακολουθούν ή συνοδεύουν το άρμα. Η σύναψη της σχετικής σύμβασης τελεί υπό την αίρεση της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων Γερμανίας-Τουρκίας, οι οποίες καταφανώς δε διάγουν τις καλύτερες μέρες τους. Τη διαφαινόμενη στις αρχές του έτους εξομάλυνσή τους διαδέχθηκαν οι έντονες επικρίσεις κατά της Γερμανικής κυβέρνησης εξ αιτίας της χρήσης των γερμανικής προέλευσης αρμάτων μάχης από τον Τουρκικό Στρατό στη Συρία, οι οποίες στη συνέχεια μετριάσθηκαν κατόπιν της αποφυλάκισης του τουρκογερμανού δημοσιογράφου και εκδότη Deniz Yücel, μετά από ένα έτος κράτησης στις τουρκικές φυλακές. Ενόψει όμως των απωλειών στη Συρία και για την κάλυψη της επείγουσας επιχειρησιακής απαίτησης, η Τουρκία κατέφυγε στη λύση του ουκρανικού συστήματος Zaslon-L, που θα παραχθεί κατόπιν αδείας από την Aselsan ως Akkor-Pulat (η Aselsan ήδη εξελίσσει για το άρμα μάχης Altay το σύστημα Akkor) και αποτελείται από έξι μονάδες εγκατεστημένες περιμετρικά του άρματος. Στα τέλη Φεβρουαρίου ο Τούρκος υπουργός Άμυνας δήλωσε ότι κατόπιν επιτυχών δοκιμών στην Ουκρανία το σύστημα θα αρχίσει να εγκαθίσταται σε άρματα M-60T και Leopard-2A4, με στόχο την κάλυψη 120 αρμάτων.

Όλα τα παραπάνω, φυσικά, αφορούν τη χρήση του Leopard-2A4 στο περιβάλλον της Συρίας. Σε περίπτωση ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, η παρουσία αρμάτων και στις δυο πλευρές τροποποιεί ουσιωδώς τα επιχειρησιακά δεδομένα. Ωστόσο, από τη χρήση του Leopard-2A4 στο περιβάλλον της Συρίας μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη χρήση του Leopard-2A4 (είτε ως φίλιου είτε ως εχθρικού οπλικού συστήματος) και ιδίως την τρωτότητά του απέναντι σε πεζικό και Α/Τ όπλα. Οι γείτονες προφανώς έβγαλαν τα συμπεράσματά τους και ήδη τα θέτουν σε εφαρμογή.