“Διπλωματία των σεισμών ΙΙ”; Ναι στη βοήθεια, όχι στην αφέλεια…

0
1112

Ας το διευκρινίσουμε εξ αρχής: η αποστολή ελληνικής βοήθειας στην Τουρκία μετά τους καταστροφικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου ήταν ορθότατη και ηθικά επιβεβλημένη. Η συμπαράσταση απέναντι σε φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες τραγωδίες είναι ηθικό και ανθρωπιστικό χρέος, ακόμη και όταν προσφέρεται σε γεωπολιτικούς αντιπάλους. Οι ελληνικές αποστολές διάσωσης στην Τουρκία κάνουν περήφανους όλους τους Έλληνες που βλέπουν τις εικόνες των διασωστών της ΕΜΑΚ να σώζουν ανθρώπινες ζωές στη γειτονική χώρα.

Επιπλέον, ακόμη και με μια ωφελιμιστική θεώρηση των πραγμάτων, η Ελλάδα έχει πολλαπλά κέρδη από τις αποστολές αυτές, όπως είναι η θετική προβολή στα διεθνή ΜΜΕ και η απόκτηση εμπειρίας στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου που έχει πλήξει στο παρελθόν, και πιθανότατα θα πλήξει ξανά και στο μέλλον, την Ελλάδα. Το πιο χρήσιμο αποτέλεσμα της ελληνικής βοήθειας προς την Τουρκία είναι βέβαια η αλλαγή των αντιλήψεων της τουρκικής κοινωνίας, στην οποία είχε καλλιεργηθεί μίσος προς την Ελλάδα από το καθεστώς Ερντογάν και τα ελεγχόμενα τουρκικά ΜΜΕ, και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση την τελευταία τριετία. Είχε αναφερθεί σε αρκετές αναλύσεις ότι το “ντοπάρισμα” της τουρκικής κοινωνίας κατά της Ελλάδας ήταν ένδειξη σχεδιασμών του Ερντογάν για τουρκικές επιθετικές ενέργειες. Ο σεισμός και η ελληνική προσφορά βοήθειας επηρέασαν σημαντικά την τουρκική κοινωνία, όπως φαίνεται από τις εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου κυριαρχεί το hashtag #Teşekkürler Yunanistan (“Ευχαριστώ Ελλάδα”).

Όμως είναι άλλο πράγμα η ανθρωπιστική βοήθεια και άλλο η γεωπολιτική αφέλεια.
Ήδη ορισμένοι αδιόρθωτοι θιασώτες της πάση θυσία ελληνοτουρκικής προσέγγισης άρχισαν να καλλιεργούν προσδοκίες για μια επανάληψη της “διπλωματίας των σεισμών” που είχε ακολουθήσει τους σεισμούς του 1999 σε Ελλάδα και Τουρκία, με πρωτοβουλία των τότε υπουργών Εξωτερικών των δύο κρατών, Γ. Παπανδρέου και Ι. Τζεμ.

Τέτοιες σκέψεις είναι αναμενόμενες από “συνήθεις υπόπτους” (όπως η “Εφημερίδα των Συντακτών” και τα γερμανικά ΜΜΕ), αλλά όταν αρχίζουν να εκφράζονται και από κυβερνητικούς ή γενικότερα “φιλελεύθερους” κύκλους, είναι ώρα να μπει φρένο και να ακουστεί ξανά η φωνή του ορθολογισμού. Πολύ περισσότερο όταν η σημερινή επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια στην Τουρκία (η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια απλή ένδειξη συμπαράστασης) αρχίζει να προβάλλεται από ορισμένους κύκλους ως δήθεν αξιοποίηση της “ευκαιρίας”.

Ας δούμε λοιπόν γιατί είναι εξαιρετικά αφελείς οι σκέψεις περί “διπλωματίας των σεισμών ΙΙ”:

Η “διπλωματία των σεισμών” του 1999 ξεκίνησε μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο που ήταν εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Η Ελλάδα βρισκόταν σε δυσχερή θέση έναντι της Τουρκίας, καθώς όχι μόνο είχε υποχωρήσει στα Ίμια (1996) και ακολούθως είχε αποδεχθεί “νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα” της Τουρκίας στο Αιγαίο με τη συμφωνία της Μαδρίτης (1997), αλλά επιπλέον είχε εκτεθεί διεθνώς με την αποκάλυψη της διαμονής του Κούρδου ηγέτη Α. Οτσαλάν στην ελληνική πρεσβεία της Κένυας μετά από διάφορες διεθνείς μετακινήσεις του με εμπλοκή της ΕΥΠ, και τελικά είχε αναγκαστεί να παραδώσει τον Οτσαλάν στην Τουρκία (Φεβρουάριος 1999). Αυτό το γεγονός ήρθε να επιδεινώσει τον ήδη δυσμενή συσχετισμό διπλωματικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία κατά τη δεκαετία του ’90 απολάμβανε, εκτός της γνωστής στρατηγικής της αξίας για τις ΗΠΑ, και μια προνομιακή σχέση με το Ισραήλ.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η κυβέρνηση Σημίτη υιοθέτησε τη λογική της «εξημέρωσης του θηρίου», δηλαδή του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας μέσω του κινήτρου της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Όπως τη συνόψισε ο θερμότερος θιασώτης της, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γ. Παπανδρέου, η πολιτική αυτή σήμαινε ότι «η Ελλάδα θα ρυμουλκήσει το κάρο της Τουρκίας στην Ευρώπη». Έτσι το Δεκέμβριο του 1999 στη σύνοδο του Ελσίνκι η κυβέρνηση Σημίτη ήρε τις ελληνικές αντιρρήσεις για την ένταξη της Τουρκίας, η οποία έλαβε καθεστώς υποψήφιας χώρας προς ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποσυνδεόταν επίσης η ενταξιακή προοπτική της Κύπρου από την επίλυση του Κυπριακού, ενώ παροτρύνονταν τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων” ή αλλιώς να την υποβάλουν στο Διεθνές Δικαστήριο “εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος”.

Ανεξαρτήτως αν η απόφαση του Ελσίνκι απέδωσε πράγματι κάποιους καρπούς σε βάθος χρόνου (ένταξη Κύπρου στην ΕΕ), το δόγμα της “εξημέρωσης του τουρκικού θηρίου” δια της ευρωπαϊκής προοπτικής έχει πια ακυρωθεί στην πράξη, καθώς έχει εκλείψει η βασική λογική προϋπόθεσή του: η βούληση της Τουρκίας και της ΕΕ να αναπτύξουν στενότερες σχέσεις. Η Τουρκία του 2023 δεν είναι η Τουρκία του 1999, στην οποία κυβερνούσε ακόμη το δυτικόστροφο κεμαλικό κατεστημένο και η ευρωπαϊκή προοπτική ήταν στρατηγικός στόχος. Η Τουρκία του 2023 είναι μια χώρα που κυβερνάται ήδη επί 20 χρόνια από έναν ισλαμιστή ηγέτη με ολοένα αυταρχικότερες τάσεις και βρίσκεται σε τροχιά στρατηγικής αυτονόμησης και απόκλισης από τη Δύση. Ιδίως με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ που το 1999 βρίσκονταν διπλωματικά στο πλευρό της, η Τουρκία του 2023 βρίσκεται σε καίρια διάσταση συμφερόντων, ενώ η “ευρωπαϊκή προοπτική” της μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως ανέκδοτο.

Επομένως, η δυναμική της στρατηγικής αντιπαράθεσης Ελλάδας-Τουρκίας είναι εντελώς διαφορετική το 2023 απ’ ό,τι ήταν το 1999. Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε σε παλιότερο άρθρο μας, η εκ των πραγμάτων ακύρωση της “στρατηγικής της εξημέρωσης του θηρίου”, το διακύβευμα των υδρογονανθράκων της Αν.Μεσογείου αλλά και η παύση, μετά το 2019, της συμπόρευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τις τουρκικές επιδιώξεις στο μεταναστευτικό ζήτημα, φέρνουν τα συμφέροντα Ελλάδας και Τουρκίας σε κατά μέτωπο αντιπαράθεση, η οποία έφτασε κοντά στη θερμή ανάφλεξη τα τελευταία χρόνια και ιδίως το 2020. Για αυτή τη σύγκρουση θεμελιωδών συμφερόντων των δύο κρατών δεν υπάρχει σήμερα η (υπαρκτή ή ιδεατή) οδός εκτόνωσης της “ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας”, όπως το 1999.

Το ζητούμενο για την Ελλάδα σήμερα είναι να αξιοποιήσει την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία και ιδιαίτερα την απόκλιση της Τουρκίας από τη Δύση, ώστε να αναβαθμίσει τη στρατηγική της θέση και να προωθήσει τα συμφέροντά της, ιδίως σε σχέση με την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων της ΝΑ Μεσογείου αλλά και για την ευνοϊκή επίλυση ανοιχτών θεμάτων όπως το Κυπριακό. Ήδη το πλέγμα συμμαχιών και συμφερόντων που έχει διαμορφώσει η Ελλάδα με όλες τις εμπλεκόμενες χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία, Ισραήλ. Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) αλλά και τους μη κρατικούς δρώντες (π.χ. πετρελαϊκές εταιρίες) διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες. Παράλληλα συνεχίζεται η ανάταξη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από τις συνέπειες της 15ετούς υποχρηματοδότησής τους, η οποία υπονόμευσε την αποτρεπτική τους ισχύ. Αυτή η ορθή πολιτική πρέπει να συνεχιστεί, και όχι να ανακοπεί στο όνομα νεφελωδών αντιλήψεων περί φιλίας των λαών.

Για την Τουρκία, η απόκλισή της από τη Δύση έχει υπονομεύσει την στρατιωτική, διπλωματική και οικονομική της ισχύ αλλά ταυτόχρονα έχει αυξήσει τις πιθανότητες βίαιης αντίδρασής της, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα η τουρκική ηγεσία θεωρεί ότι έχει ακόμα στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας. Υπήρχε μάλιστα σοβαρή ανησυχία ότι ο Ρ.Τ. Ερντογάν θα διακινδύνευε ακόμη και θερμή ανάφλεξη με την Ελλάδα την άνοιξη, συνδυάζοντας τη μακροπρόθεσμη στρατηγική της χώρας με τις προεκλογικές του σκοπιμότητες. Ο σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου στην Τουρκία πιθανότατα ακυρώνει αυτό το σενάριο βραχυπρόθεσμα, καθώς δυσχεραίνει την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων από την Τουρκία για ένα ικανό χρονικό διάστημα. Επιπλέον, η απήχηση που έχει στην τουρκική κοινωνία η ελληνική προσφορά βοήθειας θα δυσχεράνει, για κάποιο χρονικό διάστημα, το “ντοπάρισμά” της από τον Ερντογάν και τα ΜΜΕ κατά της Ελλάδας. Ωστόσο δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες: πρόκειται απλώς για ένα διάλειμμα. Ο σεισμός του 1999 επηρέασε στιγμιαία μόνο την αυξητική πορεία των τουρκικών στρατιωτικών δαπανών, και το πιθανότερο είναι να συμβεί το ίδιο και με τους σεισμούς του 2023. Και τα όποια φιλικά αισθήματα ανέπτυξε ο τουρκικός λαός λόγω της αλληλοβοήθειας για τους σεισμούς του 1999, δεν έπαιξαν τον παραμικρό ρόλο σε αυτό…

Για την Ελλάδα, οι σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου στην Τουρκία αποτελούν βεβαίως, σε ηθικό επίπεδο, μια ευκαιρία να δείξει στον τουρκικό λαό ότι οι Έλληνες ανταποκρίνονται στο ανθρωπιστικό τους χρέος απέναντι σε γείτονες που δοκιμάζονται από μια φυσική καταστροφή, ακυρώνοντας έτσι και την προπαγάνδα του Ερντογάν κατά της Ελλάδας. Σε κυνικότερο επίπεδο, οι σεισμοί δίνουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να συνεχίσει να βελτιώνει τη διπλωματική, στρατιωτική και οικονομική της θέση στον ανταγωνισμό ισχύος με την Τουρκία, αποφεύγοντας (ή μεταθέτοντας στο μέλλον) μια στρατιωτική αντιπαράθεση που φαινόταν άμεσα πιθανή βάσει της τουρκικής συμπεριφοράς. Όμως οι σεισμοί δεν θα αλλάξουν την ουσία του στρατηγικού ανταγωνισμού Ελλάδας και Τουρκίας – και θα ήταν μέγα λάθος να ελπίσει η Ελλάδα σε κάτι περισσότερο και να εμπλακεί σε αφελείς “διπλωματίες των σεισμών”, εγκαταλείποντας την ορθή πολιτική της ενδυνάμωσης της σε όλους τους τομείς.