Κυπριακό: Περί «τελευταίας ευκαιρίας»

29
1171
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Ban Ki-moon με τον κατοχικό ηγέτη Mustafa Akinci και τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη στο Mont Pelerin της Ελβετίας, στις 7 Νοεμβρίου 2016.

Ο Πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μ. Ακιντζί συμφώνησαν προχθές το βράδυ, σε δείπνο που τους παρέθεσε ο σύμβουλος του ΓΓ του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ Έιντε, να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες με στόχο την κορύφωσή τους στις 9, 10 και 11 Ιανουαρίου 2017 στη Γενεύη και τη σύγκληση πολυμερούς διάσκεψης με τη συμμετοχή και των εγγυητριών δυνάμεων για τις 12 Ιανουαρίου. Σε σχετικές δηλώσεις του μάλιστα ο Μ. Ακιντζί έθεσε ως στόχο τη διενέργεια δημοψηφίσματος ως τα μέσα του 2017.

Από την εξέλιξη αυτή προκύπτει ότι η εικόνα «ναυαγίου» στο Κυπριακό που μεταδόθηκε στις 22 Νοεμβρίου μετά τη διακοπή των διαπραγματεύσεων στο Mont Pèlerin ήταν πρόωρη – όπως και οι προσπάθειες επίρριψης ευθυνών. Είναι σαφές ότι οι δυνάμεις που έχουν μπει σε κίνηση με στόχο την επίτευξη μιας λύσης (ή «λύσης») του Κυπριακού είναι ισχυρότατες και δεν αποθαρρύνονται από τις αρνητικές ενδείξεις από τουρκικής πλευράς. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, που δέχθηκε ήδη τη διεξαγωγή πολυμερούς διάσκεψης, παρά την έλλειψη συμφωνίας στο εδαφικό – και έχοντας αναγάγει την επιστροφή της Μόρφου, από ελληνοκυπριακό διαπραγματευτικό «κεκτημένο» (βάσει του Σχεδίου Ανάν) σε ζητούμενο. Το οποίο η τουρκική πλευρά θα μπορούσε να «δώσει» σε επόμενη φάση, κερδίζοντας ανέξοδα τις εντυπώσεις.

Τα δεδομένα της τρέχουσας διαπραγμάτευσης έχουν παρουσιαστεί αναλυτικά από καιρό (βλ. «Quo Vadis Κύπρος») και δεν είναι θετικά. Φαίνεται ότι δεν ικανοποιείται καν η στοιχειώδης προϋπόθεση της άρσης των εγγυήσεων και της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων. Και γενικά στις διαπραγματεύσεις φαίνεται να αγνοείται μια βασική παράμετρος: στα δημοψηφίσματα του 2004 οι Τουρκοκύπριοι αποδέχθηκαν το Σχέδιο Ανάν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν. Αυτό και μόνο το γεγονός συνεπάγεται λογικά (και ασχέτως ηθικών αξιολογήσεων), ότι το σχέδιο λύσης πρέπει να «διορθωθεί» υπέρ της πλευράς, που την προηγούμενη φορά το απέρριψε. Όμως από τα επιμέρους σημεία των διαπραγματεύσεων δεν προκύπτει κάτι τέτοιο – αντιθέτως προκύπτει διολίσθηση προς τις τουρκικές θέσεις. Και  είναι να απορεί κανείς, με ποιο επιχείρημα, ποιο ηθικό έρεισμα και ποιες πιθανότητες επιτυχίας θα ζητήσει οποιοσδήποτε από τους Ελληνοκυπρίους να εγκρίνουν ένα σχέδιο λύσης χειρότερο από αυτό που απέρριψαν το 2004…

Το μόνο επιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί (και προβάλλεται ήδη), είναι ότι η λύση του Κυπριακού πρέπει να επιδιωχθεί πάση θυσία, γιατί η παρούσα συγκυρία είναι «η τελευταία ευκαιρία». Είναι όντως; Αξίζει να εμβαθύνουμε λίγο στο ερώτημα αυτό.

Τα περί «τελευταίας ευκαιρίας» στο Κυπριακό έχουν ακουστεί πολλές φορές, συνήθως με σκοπό να εκβιαστεί η ελληνική πλευρά. Ιδίως το σχέδιο Ανάν του 2004 είχε παρουσιαστεί εμφατικά, με μια χρυσοπληρωμένη προπαγανδιστική εκστρατεία, ως «τελευταία ευκαιρία» – και αποδείχθηκε περίτρανα ότι δεν ήταν. Αντιθέτως, ήταν μια απόπειρα να ακυρωθεί εν τη γενέσει της η σημαντικότερη αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1974: η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χάρη στη σθεναρή στάση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, αυτός ο σχεδιασμός ακυρώθηκε και η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας σημαντικά τη διεθνή της θέση και την πολιτική της ισχύ.

Όμως το γεγονός ότι τις προηγούμενες φορές οι ισχυρισμοί περί «τελευταίας ευκαιρίας» στο Κυπριακό ήταν ψευδείς και προπαγανδιστικοί, δεν σημαίνει ότι είναι και σήμερα. Αυτή τη φορά υπάρχουν ορισμένα νέα δεδομένα που πρέπει να ληφθούν υπόψη:

Το πρώτο (και κρισιμότερο) νέο δεδομένο είναι η σταδιακή απομάκρυνση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το «ξεθώριασμα» της ενταξιακής προοπτικής της. Το 2004 το ευρωπαϊκό δέλεαρ ήταν ακόμα ισχυρό για την Τουρκία και o Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν ένας νέος πρωθυπουργός, που χρησιμοποιούσε την ευρωπαϊκή προοπτική ως εργαλείο στην αντιπαλότητά του με το κυρίαρχο κεμαλικό κατεστημένο. Αντιθέτως σήμερα ο Ερντογάν έχει εδραιώσει τη θέση του σε βαθμό απόλυτης ηγεμονίας, έχει επιβάλει μια στροφή προς τον ισλαμισμό που βρίσκει απήχηση στις λαϊκές μάζες και έχει απομονώσει τις παλιές δυτικόστροφες ελίτ. Αυτές οι πολιτικές εξελίξεις, όπως και οι νεοοθωμανικές ψευδαισθήσεις μεγαλείου που τρέφει ο Τούρκος ηγέτης, καθιστούν το ευρωπαϊκό «καρότο» λιγότερο ελκυστικό για τον ίδιο και την Τουρκία.

Άλλωστε και από ευρωπαϊκής πλευράς τα αισθήματα είναι ανάλογα: σε πρόσφατο ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, λόγω των μέτρων καταστολής των δημοκρατικών ελευθεριών που έχει λάβει το καθεστώς Ερντογάν. Μάλιστα εκτός των παραδοσιακών επιφυλάξεων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, κατά της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας τάχθηκε και η Ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών δια στόματος Τζιάνι Πιτέλα. Επιπλέον,η επικείμενη (;) αποχώρηση της Μ. Βρετανίας από την ΕΕ εξαφανίζει έναν από τους βασικούς υποστηρικτές της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας. Συνολικά, στην Ευρώπη οι υποστηρικτές της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας μειώνονται – και εδώ που τα λέμε, δεν ήταν ποτέ τους πολλοί…

Το δεύτερο νέο δεδομένο είναι η εκλογή του Ντ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, που ενδεχομένως προοιωνίζεται αλλαγές στην εξωτερική πολιτική της υπερδύναμης. Το κατά πόσον αυτές οι αλλαγές θα φέρουν τις ΗΠΑ πιο κοντά στην Τουρκία, μένει να αποδειχθεί. Ενδείξεις όπως ο διορισμός του αντιστρατήγου ε.α. Michael Flynn (γνωστού για τους δεσμούς του με την Τουρκία) στη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας είναι ανησυχητικές, αλλά κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Το βέβαιο είναι ότι ο Ντ. Τραμπ, με βάση τις προεκλογικές τοποθετήσεις του, εντάσσεται στην παλιά παράδοση του αμερικανικού απομονωτισμού. Επομένως πιθανολογείται ότι η προεδρία του θα χαρακτηριστεί από μείωση της παρεμβατικότητας των ΗΠΑ σε διεθνή ζητήματα εκτός του άμεσου ενδιαφέροντός τους. Από αυτή την άποψη λοιπόν, οι προσδοκίες περί αποφασιστικής παρέμβασης των ΗΠΑ για την επίλυση του Κυπριακού, μειώνονται σοβαρά.

Το νέο περιβάλλον που δημιουργούν αυτά τα δύο δεδομένα οδηγεί στο ερώτημα: μήπως πράγματι έχουμε μπροστά μας την τελευταία ευκαιρία για την επίλυση του Κυπριακού;

Μια απάντηση θα ήταν ότι αυτή είναι πιθανότατα η τελευταία ευκαιρία για μια «επίλυση» του Κυπριακού όπως τη δέχεται η Τουρκία. Δηλαδή μια διευθέτηση μέσω της οποίας θα διατηρεί δικαίωμα (δια των εγγυήσεων) και δυνατότητα (δια των στρατευμάτων) επέμβασης στο νησί. Και επιπλέον μια διευθέτηση, στην οποία θα ανταλλάξει κάποια εδάφη με τη δυνατότητα αποφασιστικού λόγου στα εσωτερικά του νέου κράτους που θα προκύψει – μια δυνατότητα που θα της δίνει εμμέσως και λόγο στα όργανα της ΕΕ, με δικαίωμα βέτο σε κάποιες περιπτώσεις. Εν ολίγοις, μια λύση που θα δίνει στην Τουρκία περισσότερα, από όσα κέρδισε στο πεδίο της μάχης το 1974.

Αν η προσπάθεια επίλυσης αποτύχει αυτή τη φορά, δεν αποκλείεται η προσάρτηση των κατεχομένων στην Τουρκία – η τουρκική ηγεσία έχει ήδη διατυπώσει σχετικές απειλές. Παραμένει συζητήσιμο κατά πόσον πρόκειται για μπλόφα ή αν οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Η Τουρκία έχει και άλλες επιλογές για να πιέσει την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως π.χ. η δρομολόγηση μιας σειράς αναγνωρίσεων του ψευδοκράτους από ισχυρές μουσουλμανικές χώρες. Είναι επίσης προφανές ότι η Τουρκία θα κάνει κάθε προσπάθεια για να ακυρώσει τα σχέδια της Κυπριακής Δημοκρατίας για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της, προκαλώντας σοβαρές αντιπαραθέσεις στο μέλλον.

Ο κατοχικός ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί ασπάζεται την τουρκική σημαία μετά την στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο της παράνομης ανακήρυξης της λεγόμενης "Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου"
Ο κατοχικός ηγέτης Mustafa Akinci ασπάζεται την τουρκική σημαία μετά την στρατιωτική παρέλαση για την επέτειο της παράνομης ανακήρυξης της λεγόμενης “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου” στις 15 Νοεμβρίου 2016.

Αυτά είναι τα αντικειμενικά δεδομένα. Το ερώτημα για την ελληνική πλευρά (και ιδίως για την ελλαδική ηγεσία, καθώς ο Πρόεδρος Αναστασιάδης μάλλον έχει προσχωρήσει στη λογική της λύσης πάση θυσία) είναι κατά βάθος αν η «τελευταία ευκαιρία» επίλυσης με τους όρους της Τουρκίας πρέπει να γίνει δεκτή, απλώς και μόνο επειδή είναι η τελευταία. Ή αν, αντιθέτως, είναι προτιμότερη η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης – η οποία εμπεριέχει και το ενδεχόμενο διαφορετικής λύσης κάποτε, κόντρα στη θέληση της Τουρκίας.

Το 1998 ο Π. Κονδύλης έγραφε: «Υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για τους οποίους η εθνική μας στρατηγική είναι σήμερα υποχρεωμένη να έχει προ οφθαλμών ένα ευρύτατο φάσμα πιθανών εξελίξεων, που αρχίζει από τον συμβιβασμό, έστω και με απώλειες, και τελειώνει στον πόλεμο. […] Η διαφορά του γεωπολιτικού δυναμικού ανάμεσα στις δύο χώρες αυξάνεται συνεχώς υπέρ της Τουρκίας, και σε 20-30 χρόνια θα είναι αβάσταχτη για την ελληνική πλευρά. Στην προοπτική αυτή μου φαίνεται προφανές ότι ένας συμβιβασμός θα αποτελούσε για την Ελλάδα το μικρότερο κακό, ακόμη και αν παραχωρούσε κάτι από ό,τι θεωρεί αυτή τη στιγμή κυριαρχικό της δικαίωμα. Ασφαλώς οι εθνικιστές θα αγανακτήσουν με μια τέτοια σκέψη, οφείλουν όμως να αναλογισθούν δύο πράγματα: ότι αργότερα η διαπραγματευτική θέση της χώρας θα είναι χειρότερη και ότι οι ολιγωρίες ή τα σφάλματα των τελευταίων δεκαετιών έχουν το πικρό τους τίμημα. Αυτά όμως διόλου δεν σημαίνουν ότι οι ειρηνιστές δικαιούνται να θριαμβολογούν εκ των προτέρων. Γιατί για να συναφθεί ένας τέτοιος συμβιβασμός απαιτείται η βεβαιότητα ότι αυτός θα είναι τελειωτικός, ότι δηλαδή η άλλη πλευρά δεν θα τον χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο νέων αξιώσεων, οπότε σε λίγα χρόνια ή λίγους μήνες θα επιδεινωνόταν η κατάσταση σε σχέση με πριν».

18 χρόνια αργότερα, η πρόβλεψη του Κονδύλη πλησιάζει να επαληθευθεί: η διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τείνει να  γίνει αβάσταχτη. Η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα με όλους τους δείκτες εθνικής ισχύος σε κάμψη, ενώ η Τουρκία ακτινοβολεί δυναμισμό. Το δημογραφικό, οικονομικό, τεχνολογικό και εξοπλιστικό χάσμα μεταξύ των δύο χωρών διευρύνεται. Και το σημαντικότερο είναι ότι ενώ η Τουρκία έχει όραμα και στόχους, η ελληνική κοινωνία που συρρίκνωσε επί δεκαετίες το όραμά της στο διορισμό και την πρόωρη σύνταξη, είναι σήμερα αποπροσανατολισμένη λόγω του τέλους της αφθονίας και αναζητά δημαγωγούς, αντί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της κατάματα. Εάν αυτές οι τάσεις (ιδίως οι δημογραφικές και εξοπλιστικές) διατηρηθούν, η όποια αξιοπιστία της ελληνικής αποτροπής έναντι της Τουρκίας σε λίγα χρόνια θα εξαφανιστεί και η φινλανδοποίηση θα είναι αναπόφευκτη.

Από αυτή την άποψη, μια «λύση» του Κυπριακού που θα αντανακλά τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων ίσως είναι πράγματι προτιμότερη από την κατάσταση που θα φέρει ο αυριανός, δυσμενέστερος συσχετισμός. Θα είναι προφανώς μια λύση που θα επικυρώνει τη γεωπολιτική οπισθοχώρηση του Ελληνισμού έναντι της Τουρκίας και την παραίτησή του από κάθε αυτόνομο στρατηγικό ρόλο στη ΝΑ Μεσόγειο. Θα είναι, αναμφίβολα, η λύση που αξίζει σε μια Ελλάδα που δεν τόλμησε να πολεμήσει για την Κύπρο, ως όφειλε, το 1974, το 1976 και το 1983. Θα είναι, εν τέλει, η ταιριαστή λύση για μια κοινωνία που εκλέγει αστράτευτους στα κρατικά αξιώματα, έχει ιδανικό την πρόωρη σύνταξη και θεωρεί τη στρατιωτική θητεία βάρος.

Εάν όμως η Ελλάδα κατάφερνε να βγει επιτέλους από την κατατονία της, να διεκδικήσει εκ νέου τη θέση της στον κόσμο ως ανταγωνιστική χώρα και να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντά της, θα μπορούσε να εξετάσει διαφορετικές δυνατότητες αντίδρασης στον τουρκικό δυναμισμό. Διότι η ιστορία ποτέ δεν τελειώνει, η Τουρκία έχει και αδυναμίες (με πλέον πρόσφατη την καταβαράθρωση του νομίσματος), και κυρίως διότι πάντοτε η ισχύς προκαλεί αντισυσπειρώσεις και η υπερεπέκταση ανοίγει τρωτά σημεία. Το ερώτημα είναι αν ο Ελληνισμός μπορεί να βρει εντός του τις δυνάμεις και το κίνητρο για να συνεχίσει την γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Εάν υπάρχει η θέληση, υπάρχει και ο τρόπος («where there’s a will, there’s a way»). Όταν ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει θέσει τόσο ψηλά στην ατζέντα του την αντιπαράθεση με την ισλαμική τρομοκρατία, είναι άραγε ανέφικτο να καταγγελθεί η υποστήριξη που παρέχει η Τουρκία στο ριζοσπαστικό Ισλάμ; Όταν τα νέα πολιτικά ρεύματα στην Ευρώπη απορρίπτουν τη μεταναστευτική εισροή από ισλαμικές χώρες, είναι άραγε ανέφικτο να προβάλει η Ελλάδα τον εαυτό της ως προκεχωρημένο ευρωπαϊκό φυλάκιο κατά του ισλαμισμού; Όταν η Τουρκία απομακρύνεται συνειδητά από τη Δύση, είναι άραγε ανέφικτο να προβληθεί η τουρκική παρουσία στην Κύπρο ως αντίθετη στα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα;

Ανέφικτο δεν είναι – αλλά προϋποθέτει αντίληψη εθνικού συμφέροντος, αντί της εμμονής σε ιδεοληψίες. Π.χ. όποιος ως «αλληλέγγυος» παραιτείται του ελέγχου των συνόρων του, καταλήγει να εκλιπαρεί τον γείτονα να μη στείλει άλλους μετανάστες. Και όποιος απειλεί την Ευρώπη ότι θα τη γεμίσει με τζιχαντιστές, καταλήγει να αδυνατεί να εκμεταλλευτεί γεωπολιτικά τη θέση του ως «προκεχωρημένο φυλάκιο», την ώρα που στην Ευρώπη σαρώνουν οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές δυνάμεις.

Ακόμη και σήμερα, ακόμα και με τον τρέχοντα συσχετισμό ισχύος, ο Ελληνισμός είναι σε θέση να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό – εάν υπάρξει σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας η στοιχειώδης αντίληψη εθνικού συμφέροντος, που σήμερα λείπει τραγικά. Είναι π.χ. αδιανόητο από το πρίσμα μιας αντίληψης εθνικού συμφέροντος, να προσέρχεται η ελληνική κυβέρνηση σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία (για το Κυπριακό ή οποιοδήποτε άλλο θέμα), ενώ τελεί υπό τον τουρκικό εκβιασμό ότι θα αυξηθούν οι μεταναστευτικές ροές. Είναι θεμελιώδες σφάλμα να διαπραγματεύεται κανείς από θέση αδυναμίας, και πολύ περισσότερο από θέση εκβιαζόμενου προς εκβιαστή.

Μια ελληνική κυβέρνηση με στοιχειώδη αντίληψη εθνικού συμφέροντος θα φρόντιζε, πριν συζητήσει ο,τιδήποτε με την Τουρκία, να βγει από τη θέση του εκβιαζόμενου, στην οποία μπήκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με την πολιτική της στο μεταναστευτικό από το Μάρτιο του 2015 – παίρνοντας τα αναγκαία μέτρα, ώστε να μπορεί να αποτρέψει τις μεταναστευτικές ροές χωρίς να χρειάζεται τουρκική συνεργασία. Μια κυβέρνηση με αντίληψη εθνικού συμφέροντος θα «έπαιζε καθυστέρηση» έναντι της Τουρκίας, όσο η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Θα φρόντιζε να αποφύγει διαπραγματεύσεις στο διάστημα που η Ελλάδα εξαρτάται χρηματοδοτικά από τρίτες χώρες. Θα έκανε το παν για να ανακτήσει η χώρα την οικονομική της ανεξαρτησία, δηλαδή την πρόσβαση στις αγορές. Θα προσπαθούσε να απομονώσει την Τουρκία από τη Δύση, προβάλλοντας την ισλαμιστική και απολυταρχική πολιτική του Ερντογάν. Θα φρόντιζε για την ενίσχυση της εθνικής άμυνας με προτάσεις εφικτές εντός των ασφυκτικών οικονομικών πλαισίων – όπως π.χ. με την πρόταση της στράτευσης στα 18, που την «σκότωσε» εν τη γενέσει της η αντίδραση του «Εξαρχειώτη» κυβερνητικού εκπροσώπου Δ. Τζανακόπουλου. Και ακολούθως θα συνέχιζε την προσπάθεια στρατηγικής σύγκλισης με την Αίγυπτο και το Ισραήλ στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των κυπριακών υδρογονανθράκων – αποδεχόμενη τον κίνδυνο τουρκικής αντίδρασης, και προετοιμαζόμενη να την αντιμετωπίσει.

Αλλά βέβαια, τότε θα μιλούσαμε για άλλη κυβέρνηση και φυσικά για άλλη κοινωνία – γιατί κάθε κοινωνία έχει την κυβέρνηση που της αξίζει. Για την παρηκμασμένη κυβέρνηση μιας παρηκμασμένης κοινωνίας, μια «λύση» του Κυπριακού στα μέτρα της Τουρκίας ίσως φαντάζει πράγματι ως «τελευταία ευκαιρία», ειδικά αν αναλάβει την ευθύνη της η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Ίσως, για να θυμηθούμε πάλι τον Π. Κονδύλη, «βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη». Το άμεσο μέλλον θα δείξει.