Κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης της Βρετανίδας πρωθυπουργού Theresa May στην Άγκυρα και παρουσία αυτής και του Τούρκου πρωθυπουργού Binali Yildirim, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιριών BAE Systems και Turkish Aerospace Industries (TAI), Ian King και Temel Kotil αντίστοιχα, υπέγραψαν στις 28 Ιανουαρίου προσύμφωνο (Heads of Agreement) με αντικείμενο τη συνεργασία των εταιριών τους στην αρχική φάση ανάπτυξης ενός μαχητικού αεροσκάφους πέμπτης γενιάς για την Τουρκική Αεροπορία (ΤΗΚ) και αρχική προβλεπόμενη δαπάνη ποσού 100 εκατ. στερλινών ($125 εκατ.). Η BAE Systems επικράτησε σε βάρος των Airbus Defence and Space και Saab, προκειμένου να αποτελέσει την Ξένη Συνεργαζόμενη Εταιρία (FCC) την οποία αναζητούσε η TAI με σκοπό την παροχή συνδρομής στη σχεδίαση και ανάπτυξη του μελλοντικού μαχητικού αεροσκάφους της THK. Σε περίπτωση ευνοϊκής κατάληξης των διαπραγματεύσεων, θα ανατεθεί στην ανάδοχο BAE Systems σύμβαση τετραετούς διάρκειας, κατά τη λήξη της οποίας, περί το έτος 2020, προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί η προκαταρκτική σχεδίαση του αεροσκάφους. Μεταξύ άλλων, σχεδιάζεται η ίδρυση γραφείου διαχείρισης προγράμματος, το οποίο θα διευθύνεται από ανώτατο αξιωματικό της THK, με σκοπό την επίβλεψη της σχετικής διαδικασίας. Κοινό τόπο και βασικό κριτήριο της επιλογής της BAE Systems φαίνεται πως αποτέλεσαν η δρομολογημένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη εκτροπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, λόγω των εμφανώς αντιδημοκρατικών χαρακτηριστικών που προσλαμβάνει το πολίτευμά της μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Επομένως, προκρίθηκε ως ιδανική η συνεργασία με μία εταιρία που εδρεύει σε κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, όχι όμως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με δηλώσεις της Βρετανίδας πρωθυπουργού, η εν λόγω συμφωνία για μία ακόμη φορά αποδεικνύει ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι ένα μεγάλο, παγκόσμιο εμπορικό έθνος, ανοικτό στην επιχειρηματικότητα και σηματοδοτεί την έναρξη μίας νέας και βαθύτερης σχέσης με την Τουρκία, διασφαλίζοντας θέσεις εργασίας τόσο στην τελευταία, όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο για δεκαετίες. Από την πλευρά του, ο Ian King ανέφερε πως η εταιρία κατέχει ηγετική θέση στη σχεδίαση, κατασκευή και υποστήριξη μαχητικών αεροσκαφών και βρίσκεται στην ιδανική θέση να παρέχει τεχνική και μηχανολογική εμπειρία και εμπειρογνωμοσύνη κατά τη διαχείριση πολύπλοκων σχεδίων στο πλαίσιο του τουρκικού προγράμματος. Κατά τον ίδιο, η ανακοίνωση σηματοδοτεί ένα συναρπαστικό νέο βήμα στις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Τουρκίας, προετοιμάζοντας το δρόμο για βαθύτερη συνεργασία στον τομέα της άμυνας, ενώ η συμφωνία καθαυτή επιβεβαιώνει τη συνεχιζόμενη συνεργατική προσπάθεια κατά τη σχεδίαση και ανάπτυξη του αεροσκάφους, το οποίο σχεδιάζεται να αποτελέσει αντικείμενο εξαγωγικής δραστηριότητας σε τρίτα κράτη, πέραν της ικανοποίησης εγχώριων τουρκικών αναγκών. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι το έτος 2014, το ύψος των τουρκικών αμυντικών εξαγωγών αυξήθηκε κατά 18%, φθάνοντας το $1,65 δισ., ενώ ο αμυντικός προϋπολογισμός της Τουρκίας ανήλθε συνολικά σε $19,6 δισ., σε εκτέλεση της δέσμευσης να υπερβαίνει ποσοστό 2% του ΑΕΠ, προκειμένου η Τουρκία να διατηρείται στην κορυφή των κρατών με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες διεθνώς.
Το πρόγραμμα TF-X αντιμετωπιζόταν παλαιότερα με ειρωνεία ή και χλευασμό, όμως η επιμονή της της THK, της TAI, του Υφυπουργείου Αμυντικών Βιομηχανιών (SSM) και της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας στην υλοποίησή του όχι μόνο υφίσταται απλά σε επίπεδο προθέσεων, αλλά αποδεικνύεται καθημερινά με βάση τις εξελίξεις. Στόχος του προγράμματος είναι η εγχώρια ανάπτυξη μαχητικού αεροσκάφους με χαρακτηριστικά Πολύ Χαμηλής Παρατηρησιμότητας (VLO), αποσκοπώντας στην αντικατάσταση των F-16 της THK και την εξαγωγή του σε τρίτα κράτη, το οποίο σχεδιάζεται να πραγματοποιήσει την πρώτη πτήση του το έτος 2023, όταν θα συμπληρώνεται αιώνας από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας στις 29 Οκτωβρίου 1923 και να εισαχθεί σε υπηρεσία, σύμφωνα με αισιόδοξη πρόβλεψη, δύο χρόνια αργότερα. Το πρόγραμμα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο δραστηριότητας όχι μεμονωμένων εταιριών αλλά του επιστημονικού, βιομηχανικού, κυβερνητικού και στρατιωτικού τομέα της Τουρκίας συνολικά. Ο προϋπολογισμός της φάσης ανάπτυξης του προγράμματος υπολογίζεται σε $8,6 δισ., ενώ το συνολικό κόστος του προγράμματος σε $12 δισ., από τα οποία το 1/3 θα βαρύνει τη BAE Systems. Επικεφαλής της ομάδας σχεδίασης του προγράμματος TF-X είναι ο Christopher Clarkson, ο οποίος ηγείται επίσης του Μελλοντικού Συστήματος Εναέριας Μάχης (FCAS), στο οποίο συμμετέχουν οι BAE Systems, Dassault, Thales, Leonardo, Rolls-Royce και Safran. Η φάση αντίληψης σχεδίασης του προγράμματος ξεκίνησε το 2011 και κατέληξε στην επιλογή τριών προκαταρκτικών διαμορφώσεων, από τις οποίες δύο, μία μονοκινητήρια και μία δικινητήρια, στηρίζονται στη γενική διαμόρφωση του F-35A, ενώ η τρίτη είναι μονοκινητήρια και διαθέτει πτέρυγα σχήματος δέλτα, πτερυγίδια canards και αποκλίνοντα κατακόρυφα σταθερά. Κατά τη φάση αυτή τεχνική συνδρομή παρείχε η Saab, η οποία σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Linköping, εξελίσσει την αντίληψη Γενικού Μελλοντικού Μαχητικού (GFF), στο πλαίσιο του προγράμματος Εναέριου Συστήματος 2020 (Flygsystem 2020) της Σουηδικής Αεροπορίας. Επισημαίνεται ότι η απεικόνιση του GFF παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τη μονοκινητήρια σχεδίαση πτέρυγας δέλτα του προγράμματος TF-X.
Η επιλογή του αριθμού κινητήρων εξακολουθεί να εκκρεμεί, φήμες μάλιστα αναφέρουν ότι προβάδισμα έχει αποκτήσει η δικινητήρια σχεδίαση. Η εκδοχή αυτή είναι μάλλον παράδοξη, επειδή τα δικινητήρια μαχητικά αεροσκάφη επιδεικνύουν αυξημένο κόστος πρόσκτησης και χρήσης, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η εξαγωγική δυναμική και συνεπώς η ίδια η βιωσιμότητα του προγράμματος. Σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί πάντως, μονόδρομο αποτελεί η επιλογή έκδοσης του κινητήρα EJ200, για την ανάπτυξη της οποίας θα συνεργαστούν η κοινοπραξία EuroJet με την Aselsan. Διαφορετικά, πιθανότερη είναι η επιλογή του κινητήρα F110-GE-132, προγενέστερες εκδόσεις του οποίου παράγονται από την κοινοπραξία Tusaş Engine Industries, στην οποία μετέχει με ποσοστό 46,2% η General Electric. Η αναφερόμενη φιλοδοξία εγκατάστασης του κινητήρα F135-PW-100 αποτελεί ουτοπική προοπτική, πάντως επισημαίνεται ότι τον Ιούνιο 2016 ιδρύθηκε η κοινοπραξία Kale Pratt & Whitney Uçak Motorları Sanayi A.Ş., στην οποία μετέχει κατά 51% η Pratt & Whitney και κατά 49% η τουρκική Kale Group και η οποία έχει ως σκοπό την τελική συναρμολόγηση και επισκευή του κινητήρα F135, σε εργοστάσιο εμβαδού 13.600 m² και κόστους $75 εκατ., στην Ελεύθερη Ζώνη Αιγαίου της Σμύρνης. Από δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων προκύπτει ότι η επιλογή του κινητήρα θα καθορίσει αυτήν της σχεδίασης και όχι το αντίστροφο. Το δεδομένο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κινητήρας οποιουδήποτε μαχητικού αεροσκάφος αποτελεί το κρισιμότερο συστατικό μέρος του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τουρκική πλευρά επιδιώκει την απόκτηση αυτόνομης δυνατότητας εξέλιξης και παραγωγής αεροκινητήρων, μετά την ήδη επιτευχθείσα απόκτηση αντίστοιχης δυνατότητας στο τομέα των στρατιωτικών ηλεκτρονικών. Στις 13 Μαρτίου 2016 το SSM εξέδωσε Αίτημα Παροχής Πληροφοριών (RfI), το οποίο απευθυνόταν σε εταιρίες ή οργανισμούς με δυνατότητα σχεδίασης, ανάπτυξης και / ή κατασκευής μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς και το οποίο περιείχε προθεσμία ανταπόκρισης έως τις 20 του ίδιου μήνα. Παράλληλα, η THK έχει ήδη παραχωρήσει ένα F-16D στην TAI, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ιπτάμενη πλατφόρμα δοκιμών από το 2016. Η προτεραιότητα του προγράμματος TF-X στις επιδόσεις εναέριας μάχης του αεροσκάφους που θα παραγάγει, αποτελεί έμμεση αλλά σαφή αναγνώριση της ανεπάρκειας των αντίστοιχων επιδόσεων του F-35, το οποίο σχεδιάζεται να αποκτηθεί σε 100 μονάδες με σκοπό την αντικατάσταση των F-4E/2020 και των παλαιότερων F-16 της THK. Οι Τούρκοι επιτελείς δεν τρέφουν ψευδαισθήσεις, σκοπεύοντας να το χρησιμοποιήσουν κατά κύριο λόγο σε αποστολές Απαγόρευσης / Κρούσης (ID/S). Για το λόγο αυτό σχεδιάζεται η ολοκλήρωση της έκδοσης J του βλήματος SOM στο F-35A, σε συνεργασία με την Lockheed Martin. Τα F-16 της THK θα χρησιμοποιούν τις εκδόσεις A, B1 και B2 του βλήματος, από τις οποίες οι δύο τελευταίες ενσωματώνουν δυνατότητες ανανέωσης δεδομένων στόχου και παρέμβασης του χειριστή (man-in-the-loop) κατά το στάδιο της τερματικής επίθεσης.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και στο πλαίσιο του προγράμματος Μελλοντικού Επιθετικού Εναέριου Συστήματος (FOAS), η BAE Systems (αρχικά British Aerospace) είχε εκπονήσει μελέτη με την ονομασία Replica, η οποία είχε φθάσει έως το στάδιο κατασκευής ενός προπλάσματος πλήρους μεγέθους με οπισθοκλινείς πτέρυγες, συνδυασμένα πηδάλια ανόδου-καθόδου / εκτροπής (ruddervators), διμελές πλήρωμα και, κυρίως, χαρακτηριστικά VLO, ενώ πιο πρόσφατα ηγήθηκε του προγράμματος Taranis, το οποίο κατέληξε στην ανάπτυξη ενός αυτόνομου, Μη επανδρωμένου Εναέριου Οχήματος Μάχης (UCAV). Η εμπειρία που η BAE Systems απέκτησε μέσω των εν λόγω προγραμμάτων εξασφαλίζει την ικανότητά της για διατήρηση και αυτόνομη εξαγωγή της τεχνολογίας VLO, παρά την επιβολή των περιορισμών που σχετίζονται με τους Κανονισμούς Διεθνούς Διακίνησης Όπλων (ITAR), εξ αιτίας των οποίων θα εμποδίζεται η εξαγωγική αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης που αποκτήθηκε στο πλαίσιο της συμμετοχής της στο πρόγραμμα του F-35. Με τον τρόπο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να αποτελεί το κράτος με τη μεγαλύτερη συσσωρευμένη εμπειρία στον τομέα της τεχνολογίας VLO εκτός ΗΠΑ, επομένως από την άποψη αυτή η επιλογή της BAE Systems ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη. Ταυτόχρονα, με την υπογραφή του προσυμφώνου, η BAE Systems επιτυγχάνει να διατηρήσει ζωντανή την κρίσιμη δυνατότητα αυτόνομης σχεδίασης αεροσκαφών του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία βρίσκεται σε πορεία μαρασμού, με δεδομένη την αποχή της εταιρίας από το πρόγραμμα πειραματικού εκπαιδευτικού (T-X) αεροσκάφους της USAF, τη διαφαινόμενη καθυστέρηση μέχρι την εισαγωγή σε υπηρεσία του αεροσκάφους που θα προκύψει από το πρόγραμμα Μη επανδρωμένου Εναέριου Συστήματος Μάχης (UCAS) που εξελίσσεται σε συνεργασία με τη Dassault και την απόκτηση των αμερικανικής προέλευσης AH-64E Guardian και P-8A Poseidon.
H υπογραφή του προσυμφώνου αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της διείσδυσης της BAE Systems στην τουρκική αγορά αμυντικού εξοπλισμού, σε συνέχεια μάλιστα της από καιρό υφιστάμενης συνεργασίας της BAE Systems με την FNSS, ποσοστό 51% των μετοχών της οποίας κατέχει η Nurol Holding, με αντικείμενο την εξαγωγή χερσαίων οχημάτων, ενώ παράλληλα οι δραστηριότητες της BAE Systems στην Τουρκία εκτείνονται στην κατασκευή ναυτικών ραντάρ, ναυτικών πυροβόλων, τορπιλών και αεροπορικών ηλεκτρονικών. Επίσης η BAE Systems έχει συστήσει την αεροδιαστημική κοινοπραξία BNA με την Nurol Holding, με σκοπό την ανάπτυξη εγχώριας αεροδιαστημικής τεχνολογίας στην Τουρκία και ταυτόχρονα συνεργάζεται με την εταιρία Fotoniks, με σκοπό την ολοκλήρωση του συστήματος LiteHUD στο αεροσκάφος βασικής εκπαίδευσης Hürkuş. Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις της βρετανικής κυβέρνησης, η υπογραφή του προσυμφώνου θα έχει ως συνέπεια την ενίσχυση των ευρύτερων δυνατοτήτων μηχανολογικής και κατασκευαστικής ανάπτυξης τόσο στην Τουρκία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο και μεσοπρόθεσμα θα μπορούσε να αναδείξει το τελευταίο ως τον κύριο εξαγωγέα αεροδιαστημικής τεχνολογίας προς την Τουρκία. Παράλληλα, πρόσθετο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα ήταν η ενίσχυση των πιθανοτήτων περαιτέρω ανάθεσης συμβάσεων σε βρετανικές εταιρίες, από τις οποίες αναφέρονται ενδεικτικά οι Martin Baker και Selex ES (νυν Leonardo MW), με αντικείμενο την προμήθεια αεροκινητήρων, ραντάρ, αισθητήρων και οπλικών συστημάτων.