Όταν, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα, έγινε δημόσια συζήτηση με τους Π. Παυλόπουλο και Α. Τσίπρα για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης και τα ζητήματα της μειονότητας της Θράκης, κάποιοι σχολιαστές είχαν αναρωτηθεί πότε θα φανούν οι συνέπειες. Η απάντηση δόθηκε με την τοποθέτηση του υπουργού Παιδείας Κ. Γαβρόγλου υπέρ της “ορθολογικοποίησης της εκλογής μουφτήδων” και ακολούθως με τη δημόσια τοποθέτηση του πρωθυπουργού Α. Τσίπρα που επιβεβαίωσε ότι η δήλωση Γαβρόγλου δεν ήταν τυχαία, αλλά συνδέεται με συνειδητή απόφαση της κυβέρνησης να εγκαταλείψει την πάγια εθνική πολιτική δεκαετιών στη Θράκη.
Από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει δυστυχώς αποδοχή τουρκικών θέσεων, πριν καν εκδηλωθεί η όποια κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία. Στη δήλωση Γαβρόγλου η εκλογή των μουφτήδων (που παγίως η Ελλάδα αρνείται) εμφανίζεται ως δεδομένο και η “ορθολογικοποίηση” της ως το θέμα συζήτησης. Επιπλέον ο Α. Τσίπρας δήλωσε ότι “ένα μεγάλο τμήμα της μειονότητας δεν αναγνωρίζει τον επίσημο θρησκευτικό ηγέτη που αναγνωρίζει η ελληνική πολιτεία” προσθέτοντας ότι αυτή “είναι μια συζήτηση που πρέπει να την κάνουμε”. Αρχικά διαβεβαίωσε ότι “δεν θα γίνει αύριο αυτό, θα γίνει σε ένα βάθος χρόνου”, αλλά στη συνέχεια δήλωσε ότι η συζήτηση αυτή πρέπει “να καταλήξει το συντομότερο δυνατό ώστε να μπορέσουμε να έχουμε και την αντίστοιχη νομοθέτηση”. Ισχυρίστηκε επίσης ότι πρόκειται για “αντικειμενική ανάγκη” που “δεν αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις”, αν και οι δημόσιες αξιώσεις του Ερντογάν (και) για την εκλογή των μουφτήδων είναι πολύ πρόσφατες για να ξεχαστούν.
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος: η εκλογή των μουφτήδων είναι τουρκική αξίωση εδώ και δεκαετίες, και η τυχόν ικανοποίησή της θα έχει σοβαρότατες αλυσιδωτές επιπτώσεις στη Θράκη. Ο λόγος που η Άγκυρα επιδιώκει τη λαϊκή εκλογή των μουφτήδων είναι ότι έτσι τα όργανά της θα αποκτήσουν αυξημένη πολιτική (και όχι πια μόνο θρησκευτική) νομιμοποίηση, όντας αναγνωρισμένα ως εκλεγμένοι ηγέτες της μουσουλμανικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος. Αν ήδη σήμερα μέσω της “εκλογικής” ανάδειξής τους και της τουρκικής υποστήριξης οι ψευδομουφτήδες ασκούν τέτοια επιρροή στη Θράκη, εύκολα συμπεραίνει κανείς πόσο θα εδραιωθεί η θέση τους αν αναγνωριστούν από το ελληνικό κράτος και τι δυνατότητες αποσταθεροποίησης της περιοχής θα αποκτήσουν. Το παράδειγμα της Καταλωνίας είναι πρόσφατο.
Αξίζει να επισημανθεί εδώ και ο δημόσιος υπαινιγμός του Ερντογάν ότι η συναίνεση της Ελλάδας στην εκλογή των μουφτήδων νοείται ως αντάλλαγμα για την απόδοση τουρκικής υπηκοότητας σε μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ώστε να μπορούν να λάβουν μέρος στην εκλογή Πατριάρχη. Επιπλέον, ο Ερντογάν έχει επανειλημμένα δηλώσει δημοσίως ότι ο Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός το 2011 είχε δεχθεί αυτή την “ανταλλαγή”, αλλά αθέτησε τη συμφωνία. Οι τοποθετήσεις Γαβρόγλου και Τσίπρα, ελάχιστες ημέρες μετά τη συνάντηση κορυφής με τον Ερντογάν, δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση προσανατολίζεται στην ικανοποίηση της τουρκικής αξίωσης, προσπαθώντας απεγνωσμένα να δείξει ότι το κάνει με δική της πρωτοβουλία και όχι λόγω της τουρκικής πίεσης.
Το ιστορικό και νομικό υπόβαθρο
Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς του ν. 1920/1991, οι μουφτήδες διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν πρότασης από επιτροπή αποτελούμενη από εξέχοντες Έλληνες μουσουλμάνους και θρησκευτικούς λειτουργούς. Ως επιχείρημα υπέρ της λαϊκής εκλογής των μουφτήδων (αλλά και ως διαπραγματευτικό όπλο) η Τουρκία επικαλείται τον τρόπο εκλογής του Οικουμενικού Πατριάρχη. Όμως ο παραλληλισμός δεν στέκει: οι μουφτήδες είναι τοπικοί θρησκευτικοί ηγέτες και δεν έχουν το ίδιο καθεστώς με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο τρόπος ανάδειξης του Πατριάρχη ορίζεται από ορθόδοξους χριστιανικούς κανόνες και περιλαμβάνει εκλογή από μητροπολίτες. Οι μουσουλμανικοί θρησκευτικοί κανόνες δεν προβλέπουν λαϊκή εκλογή των μουφτήδων – εξ ου και οι μουφτήδες δεν εκλέγονται πουθενά στον μουσουλμανικό κόσμο. Ούτε η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει την εκλογή των μουφτήδων της μειονότητας – άλλωστε η εκλογή τους θα αντέβαινε και στον ρόλο τους ως δικαστών κατά το ισλαμικό δίκαιο.
Το ζήτημα της εκλογής των μουφτήδων της Θράκης ανακινήθηκε για πρώτη φορά το 1985, όταν διορίστηκε ως τοποτηρητής στη Μουφτεία Κομοτηνής ο Meco Cemali, μετά τον θάνατο του Mustafa Hüseyin. Ο Cemali, απόφοιτος ισλαμικού πανεπιστημίου, έχαιρε εκτίμησης μεταξύ των συντηρητικών μουσουλμάνων αγροτών και όσων ηγετών της μειονότητας έκλιναν προς τον ισλαμισμό, αλλά αμφισβητήθηκε από τα εθνικιστικά στοιχεία της μειονότητας που επηρεάζονταν από το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής. Είχαν προηγηθεί το 1982 επεισόδια λόγω της αποβολής καλλιεργητών από καταπατημένες εκτάσεις στον Εύλαλο Ξάνθης, στα οποία είχε πρωτοστατήσει ο τότε μουφτής Ξάνθης Mustafa Hilmi. Ο υπέργηρος μουφτής χρησιμοποιούσε το αξίωμά του για να υποκινήσει αποσχιστικές τάσεις στη μειονότητα, απευθύνοντας πολιτικά αντί για θρησκευτικά κηρύγματα.
Μετά τον θάνατο του Mustafa Hilmi, ο γιος του Mehmet Aga συνέχισε τη δράση του πατέρα του και το 1990, επικαλούμενος το αποτέλεσμα άτυπης ψηφοφορίας σε τεμένη, αυτοανακηρύχθηκε μουφτής Ξάνθης. Στην Κομοτηνή κατόπιν αντίστοιχης διαδικασίας ο İbrahim Şerif αυτοανακηρύχθηκε μουφτής, αμφισβητώντας τον νόμιμο μουφτή Κομοτηνής Meco Cemali. Ήταν περίοδος αναταραχής στη μειονότητα, καθώς η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε το εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής του 1989-90 για να εκλέξει ανεξάρτητους μειονοτικούς βουλευτές (Αχμέτ Σαδίκ και Αχμέτ Φαϊκογλου), καθώς και το καθεστώς των τοποτηρητών στις μουφτείες για να επιβάλει όργανά της δια της διαδικασίας “εκλογής”.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντέδρασε τότε με σπάνια σύμπνοια και αποτελεσματικότητα, λύνοντας νομοθετικά το θέμα του διορισμού μουφτήδων και επιπλέον θεσπίζοντας το εκλογικό πλαφόν του 3% πανελλαδικώς για την είσοδο κομμάτων στη Βουλή. Έκτοτε οι μουσουλμάνοι βουλευτές εκλέγονται μέσα από τους εκλογικούς συνδυασμούς των γνωστών ελληνικών κομμάτων. Επίσης οι Mehmet Aga και İbrahim Şerif καταδικάστηκαν από την ελληνική Δικαιοσύνη και εξέτισαν ποινές φυλάκισης, χωρίς αυτό να τους πτοήσει.
Μετά τον θάνατο του Mehmet Aga το 2006, τον διαδέχθηκε στο ρόλο του ψευδομουφτή Ξάνθης ο Ahmet Mete, που εξακολουθεί σήμερα να παίζει αποσταθεροποιητικό ρόλο στη Θράκη. Ψευδομουφτής Κομοτηνής παραμένει ο İbrahim Şerif, ενώ νόμιμοι μουφτήδες παραμένουν ο Mehmet Emin Sinikoglou στην Ξάνθη και ο Meco Cemali στην Κομοτηνή.
Οι πρόσφατες εξελίξεις και η προετοιμασία για “μεταρρυθμίσεις” στη Θράκη
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα, ο Α. Τσίπρας αναφερόμενος ενώπιόν του στα θέματα της μειονότητας (και ρητώς στην εκλογή μουφτήδων) είχε δηλώσει: “Τα ζητήματα που αφορούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα όμως, που αφορούν τους Έλληνες πολίτες, δεν είναι ζητήματα διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο κρατών. Εκεί θα εφαρμόσουμε την πολιτική μας, γιατί θέλουμε να την εφαρμόσουμε, και το πρόγραμμά μας το μεταρρυθμιστικό γιατί αυτό αφορά δική μας υπόθεση, την οποία και θα υλοποιήσουμε”. Ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει πίσω από την “εθνικώς υπερήφανη” ρητορική (“δεν είναι ζητήματα διαπραγμάτευσης”) την προετοιμασία του εδάφους για αλλαγές στο καθεστώς της μεινότητας της Θράκης, με μόνο μέλημα να εμφανιστούν οι αλλαγές αυτές όχι ως αποτέλεσμα τουρκικής πίεσης, αλλά ως οικειοθελείς και αναγκαίες ελληνικές “μεταρρυθμίσεις”.
Μια εβδομάδα αργότερα, η τοποθέτηση Γαβρόγλου και οι δηλώσεις Τσίπρα περί “αντικειμενικής ανάγκης” νομοθετικής παρέμβασης στο θέμα της εκλογής μουφτήδων, δείχνουν ότι αυτή ήταν πράγματι η στόχευση: η μεταμφίεση της υποχώρησης στην τουρκική αξίωση σε οικειοθελή ελληνική “μεταρρύθμιση”. Δεν είναι σαφές σε ποιο “μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα” αναφέρεται ο Α. Τσίπρας, καθώς η αποδοχή της τουρκικής αξίωσης περί εκλογής των μουφτήδων δεν συμπεριλαμβανόταν στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και συνεπώς δεν έχει εγκριθεί από τον ελληνικό λαό. Είναι όμως σαφές ότι εξελίσσεται πλέον, με προπομπό τον Κ. Γαβρόγλου και πρωταγωνιστή τον Α. Τσίπρα, μια κυβερνητική επικοινωνιακή επιχείρηση με στόχο να εμφανιστεί η αποδοχή της εκλογής των μουφτήδων ως μέρος ενός “μεταρρυθμιστικού πακέτου” στη Θράκη, όπου άλλα ζητήματα όπως η υποτιθέμενη “κατάργηση της σαρία” θα λειτουργήσουν ως “προοδευτικό” περιτύλιγμα και ως αντιπερισπασμός από το μείζον, που θα είναι η ικανοποίηση της τουρκικής αξίωσης περί εκλογής των μουφτήδων.
Η e-Amyna προσπαθεί παγίως να αποφεύγει τις κραυγές στα εθνικά θέματα – ιδίως τη βαρύτατη λέξη “προδοσία”, που χρησιμοποιείται υπερβολικά συχνά αλλού. Τονίζουμε όμως ότι τυχόν αποδοχή της εκλογής των μουφτήδων θα είναι τεράστιο σφάλμα από ελληνικής πλευράς. Η κατάσταση στη Θράκη είναι ήδη κρίσιμη, καθώς ο εναγκαλισμός της Άγκυρας, πολιτικός και οικονομικός, είναι πια ασφυκτικός. Επομένως παίζει με τη φωτιά όποιος εξετάζει την αποδοχή πρόσθετων απαιτήσεων της Άγκυρας που θα εδραιώσουν ακόμη περισσότερο την επιρροή της στη Θράκη, είτε αυτό αφορά την εκλογή μουφτήδων είτε άλλα ζητήματα. Όποιος ενδώσει στις απαιτήσεις της Αγκυρας για τα θέματα της Θράκης, δεν θα διασωθεί πολιτικά με επικοινωνιακά φύλλα συκής τύπου “μεταρρύθμιση”. Αντιθέτως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με βαρύτατες ιστορικές ευθύνες.