Γιατί δεν είχαμε «θερμό επεισόδιο» στο Αιγαίο επί Ερντογάν;

11
1060
Επι ημερών διακυβέρνησης Ερντογάν, οι διεκδικήσεις διευρύνθηκαν.

Σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής (15.05.2016), μετά και την κλιμάκωση των τουρκικών προκλητικών ενεργειών στην περιοχή των Οινουσσών, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, ερωτηθείς αν θεωρεί πιθανό ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, απάντησε ως εξής: «Κατά την περίοδο πρωθυπουργίας και προεδρίας της Τουρκίας από τον κ. Ερντογάν, δεν υπήρξε θερμό επεισόδιο. Όμως, αν δεν προσέξει κανείς, μπορεί να προκύψει θερμό επεισόδιο ακόμα και από λάθος». Παρακάτω αναδημοσιεύεται σημερινό άρθρο του Αγγελου Συρίγου* που θέτει τα πράγματα στη σωστή διάσταση και διαλύει τις αυταπάτες που έχουν καλλιεργηθεί σε κέντρα λήψης αποφάσεων και μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης:


Είκοσι χρόνια μετά τα Ιμια, Ελλάδα και Τουρκία δεν ξαναέφτασαν κοντά σε πολεμική σύγκρουση. Μέχρι το 1996, τουλάχιστον ανά μία δεκαετία είχαμε κάτι σχετικό (1964, 1967 και 1974 με το Κυπριακό, 1976 και 1987 στο Αιγαίο). Τα 14 από αυτά τα τελευταία 20 χρόνια κυβερνά την Τουρκία ο Ερντογάν. Αυτό οδηγεί μερικές φορές στην εκτίμηση ότι ο Ερντογάν έχει επιλέξει να διατηρεί απέναντί μας πιο χαμηλούς τόνους, εν αντιθέσει προς τους κεμαλικούς προκατόχους του. Είναι όμως έτσι;

Κατ’ αρχάς η Τουρκία ουδόλως έχει περιορίσει τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδος. Επί παραδείγματι, οι παράνομες δεσμεύσεις περιοχών εντός του FIR Αθηνών εξακολουθούν να ανακοινώνονται κάθε φθινόπωρο και οι τουρκικές αεροναυτικές ασκήσεις στο Αιγαίο παραμένουν οι ίδιες εδώ και δεκαετίες. Επιπλέον, η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» ελληνικής κυριαρχίας σε νησίδες του Αιγαίου επέστρεψε κατά την πρόσφατη νατοϊκή επιχείρηση στο Βόρειο Αιγαίο με επίκεντρο τις Οινούσσες. Παρομοίως, το τουρκικό ενδιαφέρον για τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη παραμένει αμείωτο, όπως φαίνεται από τις πολλαπλές επισκέψεις Tούρκων κυβερνητικών αξιωματούχων και τα δίκτυα επιρροής εντός της μειονότητας που συντηρούνται και επεκτείνονται.

Αντιθέτως, επί Ερντογάν οι διεκδικήσεις διευρύνθηκαν. Τον Απρίλιο του 2012 η τουρκική κυβέρνηση «εκχώρησε» στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου όλη την υφαλοκρηπίδα του Καστελλόριζου και μεγάλο μέρος της υφαλοκρηπίδας της Ρόδου και της Καρπάθου. Η τελευταία φορά που είχε γίνει κάτι ανάλογο ήταν το 1987.

Θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί ότι οι διεκδικήσεις αυτές έμειναν στα χαρτιά και ότι επί Ερντογάν δεν υπήρχαν η ίδια ένταση και ακρότητες. Αυτό είναι εν μέρει αληθές κατά την τριετία 2011-13, οπότε τα αεροπορικά επεισόδια στο Αιγαίο περιορίσθηκαν σημαντικά. Η μείωση οφειλόταν, όμως, στην εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία. Ο Ερντογάν είχε συγκρουσθεί με τις ένοπλες δυνάμεις και έστειλε εκατοντάδες αξιωματικούς στη φυλακή. Οταν το 2014 αποκατέστησε τις σχέσεις του με τον στρατό ενώπιον του νέου εχθρού, του Γκιουλέν, ξαναγυρίσαμε στους «κανονικούς» ρυθμούς παραβάσεων και παραβιάσεων. Ακραία έκφανση αυτής της νοοτροπίας υπήρξε η πτήση Tούρκου αρχηγού ΓΕΑ που διέσχισε όλο το Αιγαίο στις 17 Φεβρουαρίου 2015.

Δεν έλειψαν ούτε τα σοβαρά επεισόδια. Τον Μάιο του 2006 καταρρίφθηκε το μαχητικό αεροσκάφος του Κωνσταντίνου Ηλιάκη κοντά στην Κάρπαθο που παρ’ ολίγον να οδηγήσει τις δύο χώρες σε θερμό επεισόδιο.

Επί Ερντογάν επίσης, καθιερώθηκε μια νέα προκλητική πρακτική. Μετά το 2009 ξεκίνησε η επίδειξη σημαίας από τουρκικά πολεμικά που πραγματοποιούν «αβλαβείς» διελεύσεις ανάμεσα στα νησιά του Αιγαίου.

Παράλληλα, διαιωνίστηκε η αντίληψη της ασκήσεως πιέσεων στην Ελλάδα μέσω της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής. Εντελώς ενδεικτικά, υπενθυμίζεται το επεισόδιο με τις ακταιωρούς στα Ιμια κατά την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Πέτρου Μολυβιάτη στην Αγκυρα το 2005 και οι τουρκικές υπερπτήσεις σε Αγαθονήσι και Φαρμακονήσι όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ως πρωθυπουργός πήγε τον Ιανουάριο του 2011 στο Ερζερούμ.

Είναι γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την ελληνική οικονομική κρίση. Αποτρεπτικά λειτούργησε η εμπλοκή της Τουρκίας με τη Συρία και τους Κούρδους. Πρωτίστως, όμως, σημασία έπαιξε ότι η οικονομική κρίση έχει στρέψει τη διεθνή προσοχή στην Ελλάδα, στοιχείο που δεν επέτρεπε απροκάλυπτους τυχοδιωκτισμούς εκ μέρους της Τουρκίας.

Κατόπιν αυτών, το ερώτημα επανέρχεται: αφού τα πράγματα με την Τουρκία παραμένουν εν πολλοίς τα ίδια, γιατί δεν ξαναφθάσαμε κοντά σε πολεμική σύγκρουση;

Μια πρώτη απάντηση είναι ότι προσαρμοστήκαμε στη ζοφερή οικονομική πραγματικότητα περιορίζοντας τις αντιδράσεις μας σε τουρκικές προκλητικές ενέργειες. Επί παραδείγματι, η μείωση των εμπλοκών –dogfights– μεταξύ μαχητικών (240 το 2009 έναντι 80 το 2015) οφείλεται στο ότι η ελληνική πλευρά παρεμβαίνει πλέον μόνον σε σοβαρά επεισόδια. Δευτερευόντως, αποφεύγουμε πλέον κάποιες ακρότητες στις οποίες, κακά τα ψέματα, προβαίναμε κι εμείς κατά το παρελθόν (ενδεικτικά, οι αεροδιάδρομοι που είχαν χαραχθεί κατά μήκος της τουρκικής ακτογραμμής).

Η πραγματική εξήγηση όμως είναι ότι οι Τούρκοι επικεντρώνονται τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο. Στόχος τους είναι να μετατρέψουν τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Ρόδου – Κρήτης και Κύπρου σε ένα δεύτερο Αιγαίο, μια γκρίζα περιοχή αμφισβητήσεων. Ως προς το Αιγαίο, αισθάνονται ικανοποιημένοι από την παρούσα κατάσταση. Είναι μια θάλασσα ξεχασμένη από τις εξελίξεις του διεθνούς δικαίου, «παγωμένη» στο 1974. Στα μάτια της διεθνούς κοινότητας δείχνει μια γκρίζα περιοχή με αδιευκρίνιστα σημεία δικαιοδοσίας, αμφισβητήσεις και προβλήματα. Η Ελλάδα αντιδρά με προβλέψιμο τρόπο και η Τουρκία απλώς συντηρεί αυτήν την κατάσταση.

Συμπερασματικά, εάν ο Ερντογάν κρίνει ότι θίγονται τα συμφέροντά του, θα αντιδράσει όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί του. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στους εσωτερικούς του αντιπάλους στην Τουρκία δεν αφήνει αμφιβολίες.

*Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.