Ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις στο Αιγαίο με χρήση ηχοσημαντήρων

34
2919
Για την αντικατάσταση των AB-212ASW, το ΠΝ επιθυμεί την απόκτηση 6-10 μεταχειρισμένων ελικοπτέρων τύπου SH-60B/F, τα οποία είναι εφοδιασμένα με πνευματικό εκτοξευτή ηχοσημαντήρων 25 θέσεων.

Για την εκτέλεση ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων στο ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον του Αιγαίου, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) βασίζεται πρωτίστως στα εξειδικευμένα ελικόπτερα AB-212/S-70 και στη χρήση ποντιζόμενου σόναρ, εκτιμώντας, μέσω και της εμπειρίας του από τη χρήση των HU-16B και των P-3B, πως η χρήση ηχοσημαντήρων δεν ενδείκνυται για την συγκεκριμένη περιοχή. Η εκτίμηση αυτή, αληθής σε μεγάλο βαθμό για ηχοσημαντήρες και ακουστικούς επεξεργαστές προηγούμενων γενιών, τίθεται σε αμφισβήτηση από την τεχνολογική εξέλιξη των ηχοσημαντήρων, τη δυνατότητα πολυστατικής λειτουργίας και τα σύγχρονα συστήματα αποστολής και ακουστικής επεξεργασίας. Τα παραπάνω λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία τόσο λόγω του προγράμματος εκσυγχρονισμού των P-3B του ΠΝ, όσο και της πιθανότητας μεταβίβασης από το Αμερικανικό Ναυτικό (USN) αριθμού ελικοπτέρων SH-60Β/F με δυνατότητα χρήσης ηχοσημαντήρων.

Στην παρούσα ανάρτηση, αφού περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων ηχοσημαντήρων και των συστημάτων που υποστηρίζουν τη χρήση τους, θα εξετάσουμε τις ιδιαιτερότητες του Αιγαίου Πελάγους ως χώρο διεξαγωγής ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων και θα αναφερθούμε στον ακουστικό εντοπισμό και θόρυβο των υποβρυχίων του Τουρκικού Ναυτικού (TDK). Με βάση τα παραπάνω, θα αναλύσουμε τις επιπρόσθετες επιχειρησιακές δυνατότητες που μπορεί να προσδώσει η ενδεχόμενη μελλοντική επανενσωμάτωση των ηχοσημαντήρων στο οπλοστάσιο ανθυποβρυχιακών αισθητήρων του ΠΝ, κάνοντας και μια σύντομη αναφορά στο θέμα της επιβιωσιμότητας του P-3B MLU.

1. Γενικά Στοιχεία

Ο ηχοσημαντήρας αποτελεί ένα αναλώσιμο σύστημα σόναρ, παθητικής ή ενεργητικής  λειτουργίας, το οποίο αποθηκεύεται και ρίπτεται, συνήθως από αεροσκάφος ή ελικόπτερο, σε τυποποιημένη συσκευασία (π.χ. SLC – Sonobuoy Launch Container) και αναπτύσσεται κατά την επαφή του με το νερό. Ένας φουσκωτός πλωτήρας εφοδιασμένος με ραδιοπομπό παραμένει στην επιφάνεια για την επικοινωνία με το αεροσκάφος/ελικόπτερο, ενώ συγχρόνως οι υποβρύχιοι παθητικοί/ενεργητικοί αισθητήρες και ο εξοπλισμός σταθεροποίησης, συνδεδεμένοι με συρματόσχοινο, κατεβαίνουν κάτω από την επιφάνεια στο επιλεγμένο βάθος.

Ο ηχοσημαντήρας μεταβιβάζει, μέσω VHF (136-174 MHz / 99 διαθέσιμα κανάλια), τις ακουστικές πληροφορίες που συλλέγει στη μονάδα λήψης σημάτων που βρίσκεται στο αεροσκάφος/ελικόπτερο. Τα ακουστικά σήματα μεταφέρονται για ανάλυση, επεξεργασία και αποθήκευση στον ακουστικό επεξεργαστή. Αν και οι ακουστικοί επεξεργαστές μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα, με δική τους μονάδα απεικόνισης και χειρισμού, συνήθως ο έλεγχος και η διαχείριση πραγματοποιείται μέσω ενός ολοκληρωμένου τακτικού συστήματος αποστολής (TMS – Tactical Mission System). Οι σύγχρονοι ηχοσημαντήρες επιτρέπουν την παραμετροποίηση αρκετών λειτουργιών τους είτε πριν την άφεση, μέσω του EFS (Electronic Function Select), είτε μετά την ανάπτυξη και ενεργοποίηση τους, μέσω του CFS (Command Function Selection) / CSG (Command Signal Generator), με εντολές που στέλνονται μέσω UHF.

Οι ηχοσημαντήρες, λόγω των τεχνικών και οικονομικών περιορισμών που επιβάλουν το μικρό μέγεθος και η αναλώσιμη λειτουργία τους, δεν μπορούν να επιτύχουν τις επιδόσεις ισχύος εκπομπής, την ποικιλία διαμορφώσεων ή την κατευθυντικότητα που επιτυγχάνει ένα ποντιζόμενο σόναρ. Την παραπάνω υστέρηση καλύπτει η ομαδοποιημένη ανάπτυξή τους, η οποία και παρέχει μια σειρά πλεονεκτημάτων και πρόσθετων επιχειρησιακών δυνατοτήτων τα οποία και θα αναλύσουμε σε επόμενη ενότητα της παρούσας ανάρτησης.

2. Σύγχρονοι Ηχοσημαντήρες, Τακτικές και Συστήματα Υποστήριξης Χρήσης

2.1   Ηχοσημαντήρες

Η τελευταία γενιά ηχοσημαντήρων ενσωματώνει βελτιώσεις και εξελιγμένα χαρακτηριστικά που, μεταξύ άλλων, αυξάνουν την συνολική τους απόδοση σε δύσκολες συνθήκες περιβάλλοντος (π.χ. περίπλοκη κατακόρυφη κατανομή της ταχύτητας του ήχου) και εναντίον στόχων χαμηλού ακουστικού ίχνους όπως τα σύγχρονα συμβατικά υποβρύχια. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη διεύρυνση της περιοχής λειτουργίας στις πολύ χαμηλές συχνότητες (5 Hz), τις περισσότερες επιλογές βάθους και την ηλεκτρονική παραγωγή ηχητικών παλμών, ενώ η εξελικτική τάση οδηγεί στην ευρύτερη χρήση GPS και στην ενσωμάτωση ενισχυμένης επεξεργαστικής ικανότητας σήματος στον ίδιο τον ηχοσημαντήρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων ηχοσημαντήρων είναι τα ακόλουθα:

SSQ-53F DIFAR (Directional Frequency Analysis and Recording Sonobuoy). Πρόκειται για παθητικό ηχοσημαντήρα, ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα εύρεσης της διόπτευσης του λαμβανόμενου σήματος. Εκτός του αισθητήρα DIFAR (5 – 2400 Hz), διαθέτει έναν πανκατευθυντικό αισθητήρα CSO – Constant Shallow Omni (30 – 5000 Hz) για λειτουργία σε βάθος 13.7 μέτρων και έναν επιπλέον CO – Calibrated Omni (5 – 20 kHz). Παρέχει τη δυνατότητα προεπιλογής λειτουργίας σε 4 βάθη (27, 61, 122 και 305 μέτρα), αυξάνοντας την ευελιξία χρήσης όταν υπάρχουν σχηματισμένα υποθαλάσσια στρώματα και διαθέτει αυτόματο έλεγχο απολαβής (AGC – Automatic Gain Control), χαρακτηριστικό ιδιαίτερα χρήσιμο σε  παράκτιες περιοχές. Μέσω CFS, ο χειριστής μπορεί να αλλάξει το VHF κανάλι επικοινωνίας για να βελτιστοποιήσει το σήμα ή να παρακάμψει παρεμβολές, να καθορίσει το επίπεδο του AGC, να επιλέξει έναν από τους 3 διαθέσιμους αισθητήρες και να τροποποιήσει την χρονική διάρκεια λειτουργίας (0.5, 1, 2, 4 ή 8 ώρες). Ο ηχοσημαντήρας υπάρχει δυνατότητα να εξοπλιστεί με GPS. Η τιμή μονάδας του SSQ-53F είναι περίπου $800 (τιμή αγοράς USN).

SSQ-62E DICASS (Directional Command Activated Sonobuoy System Sonobuoy). Πρόκειται για ενεργό, πλήρως ψηφιακό ηχοσημαντήρα με στάθμη έντασης εκπομπής μεγαλύτερη των 201 dB. Παρέχει τη δυνατότητα προεπιλογής, μέσω EFS, δύο κατηγοριών βάθους, για έρευνα σε ρηχά και βαθιά νερά αντίστοιχα. Η πρώτη κατηγορία δίνει επιλογές βάθους 15, 46 και 92 μέτρων και η δεύτερη 27, 120 και 460 μέτρων, αμφότερες με δυνατότητα επιλογής τους μέσω CFS. Η εκπομπή των ακουστικών παλμών μπορεί να γίνει σε διαμόρφωση FM ή CW, σε τέσσερις διαφορετικές συχνότητες 6.5 kHz, 7.5 kHz, 8.5 kHz και 9.5 kHz, επιλέξιμες μέσω CFS. Η εκπομπή είναι πανκατευθυντική στο οριζόντιο επίπεδο και κατευθυντική στο κάθετο. Η τιμή μονάδας του SSQ-62Ε είναι περίπου $1800 (τιμή αγοράς USN).

SSQ-101A ADAR (Air Deployed Active Receiver). O SSQ-101 είναι ένας ψηφιακός παθητικός ηχοσημαντήρας, βελτιστοποιημένος για χρήση σε πολυστατική ανάπτυξη, σε περιοχές μικρού βάθους. Διαθέτει 40 υδρόφωνα προσαρμοσμένα σε ένα αναπτυσσόμενο πάνελ πενταγωνικού σχήματος. Η συχνότητα λειτουργίας είναι 250 – 1000 Hz, υπάρχουν τρεις επιλογές βάθους (19.8, 91.4 και 152.4 μέτρα) και δυνατότητα, μέσω CFS, αλλαγής της ακουστικής μπάντας συχνοτήτων και του VHF καναλιού επικοινωνίας. Η χρονική διάρκεια λειτουργίας είναι 4.5 – 6.0 ώρες. Η τιμή μονάδας του SSQ-101A είναι περίπου $3800 (τιμή αγοράς USN).

SSQ-125 LFCS (Low Frequency Coherent Source). Πρόκειται για πλήρως ψηφιακό ενεργό ηχοσημαντήρα, που λειτουργεί ως πηγή σε μια πολυστατική διάταξη. Εκτός του SSQ-101, μπορεί να συνεργαστεί με τον SSQ-53F αλλά και με τον παλιότερο SSQ-77C και αποτελεί το ενεργό κομμάτι αισθητήρων του προγράμματος MAC (Multi-Static Active Coherent) του USN. Η διαμόρφωση του εκπεμπόμενου σήματος, συχνότητας 950 Hz, είναι παραμετροποιήσιμη μέσω CFS με δυνατότητα εκπομπής παλμών συνεχούς κύματος CW, Shaded Hanning CW ή διαμόρφωσης συχνότητας Hyperbolic-FM (HFM), HFM train, Sinusoidal FM (SFM), Linear FM up/ down και Costas SONAR. Υπενθυμίζεται ότι η διαμόρφωση CW χρησιμοποιείται όταν θέλουμε υψηλή ανάλυση και ακρίβεια απόστασης, ταχύτητας και γωνίας ενώ η χρήση FM παρέχει πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά και τις φυσικές διαστάσεις του στόχου και συνεπώς για την ταξινόμησή του. Σε περιβάλλον υψηλού επιπέδου ανακλάσεων χρησιμοποιούνται συνήθως διαμορφώσεις FM και τεχνικές σύμφωνης ανίχνευσης. Ο SSQ-125 παρέχει τέσσερις επιλογές βάθους (19.8, 53.3, 91.4 και 152.4 μέτρα), επιλέξιμες μέσω CFS. Η χρονική διάρκεια λειτουργίας του είναι 8 ώρες. Η τιμή μονάδας του SSQ-125 είναι περίπου $4100 (τιμή αγοράς USN).

Όλοι οι παραπάνω ηχοσημαντήρες μπορούν να παραμείνουν σε επιχειρησιακή λειτουργία μέχρι κατάσταση θάλασσας (SS – Sea State) 5/6 αν και, προφανώς, στην περίπτωση αυτή με κλάσμα των τυπικών δυνατοτήτων τους, τόσο λόγω του υψηλού θορύβου που προκαλείται από την θαλασσοταραχή όσο και των υψηλών ταλαντώσεων του ίδιου του ηχοσημαντήρα που αγγίζει τα όρια του μηχανισμού ανάρτησης και σταθεροποίησης.

Kοντινή λήψη του ηχοσημαντήρα SSQ-53F.

2.2       Πολυστατική Ανάπτυξη

Ενδεχομένως η σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων ετών στο πεδίο των ηχοσημαντήρων, είναι η δυνατότητα χρήσης τους σε πολυστατική διάταξη. Η πολυστατική λειτουργία επιτυγχάνεται με την συνδυασμένη ανάπτυξη και δράση ενός ή περισσότερων ενεργών και αριθμού παθητικών ηχοσημαντήρων, τοποθετημένων σε διαφορετικές θέσεις. Oι ενεργοί ηχοσημαντήρες πραγματοποιούν την εκπομπή (συγχρόνως ή σε αλληλουχία) και στη συνέχεια οι παθητικοί λαμβάνουν τα σήματα που ανακλώνται από τον στόχο. Στην διάταξη μπορούν να συμμετέχουν και ποντιζόμενα σόναρ ελικοπτέρων, σόναρ τρόπιδας ή συρόμενες διατάξεις εφόσον είναι διαθέσιμη η απαιτούμενη υποδομή κοινής επεξεργασίας. Η χρήση πολυστατικής διάταξης διευρύνει σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες εντοπισμού στόχων χαμηλής ακουστικής υπογραφής και παρέχει μια σειρά από πλεονεκτήματα:

Αυξημένη πιθανότητα εντοπισμού. Σε έναν ενεργό ηχοσημαντήρα όπου ο πομπός και ο δέκτης συνυπάρχουν, το ηχητικό κύμα που εκπέμπεται πρέπει να διανύσει όλη την απόσταση προς τον στόχο και στη συνέχεια από τον στόχο προς τον ηχοσημαντήρα. Με δεδομένο ότι λόγω σχήματος ένα υποβρύχιο συνήθως δεν παρουσιάζει την μέγιστη επιστροφή προς την κατεύθυνση της εκπομπής, η απόσταση εντοπισμού περιορίζεται σημαντικά, επιτρέποντας στο υποβρύχιο, λόγω και της υψηλής ευαισθησίας των αισθητήρων του, να εντοπίσει την ενεργή εκπομπή σε πολλαπλάσια απόσταση. Σε μια πολυστατική διάταξη όμως, η θέση του παθητικού ηχοσημαντήρα / δέκτη μπορεί να βρίσκεται κοντά στον στόχο, αυξάνοντας δραστικά τις πιθανότητες εντοπισμού.

Αντιμετώπιση τακτικών αποφυγής. Ένα υποβρύχιο όταν εντοπίσει μια εκπομπή ενεργού σόναρ, το πιθανότερο θα στρέψει απομακρυνόμενο από την διεύθυνση της εκπομπής και μεταβάλλοντας το βάθος πλεύσης τους. Με τον τρόπο αυτό θα επιχειρήσει να παρουσιάσει στο ενεργό σόναρ την μικρότερη δυνατή ένταση στόχου (target strenght). Καθώς όμως η θέση και το βάθος των παθητικών δεκτών της πολυστατικής διάταξης δεν είναι γνωστά, ο παραπάνω ελιγμός το πιθανότερο είναι πως θα έχει μειωμένο αποτέλεσμα ή ενδεχομένως και αύξηση της πιθανότητας εντοπισμού. Γενικά, ένα πολυστατικό πλέγμα σωστά ανεπτυγμένο, μειώνει σε μεγάλο βαθμό τις νεκρές ζώνες (shadow zones) ενώ ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι καθιστά τον υπολογισμό τους και την εύρεση τους από το υποβρύχιο εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, διαδικασία.

Εύρος κάλυψης. Ένα πολυστατικό πλέγμα παρέχει μεγαλύτερο εύρος κάλυψης σε σύγκριση με ένα μονοστατικό για τον ίδιο αριθμό ηχοσημαντήρων.

Μείωση ανακλάσεων σε παράκτιο/νησιωτικό περιβάλλον. Οι ενεργοί ηχοσημαντήρες μπορούν να διαταχθούν σε απόσταση από την ακτή προκειμένου να μειωθούν οι ανακλάσεις, χωρίς αυτό να εμποδίζει την ανάπτυξη των παθητικών πλησίον αυτής.

2.3       Ακουστικοί Επεξεργαστές Ηχοσημαντήρων

Η τεχνολογική εξέλιξη έχει διευρύνει θεαματικά τις ικανότητες των ακουστικών επεξεργαστών στον τομέα της ταυτόχρονης επεξεργασίας, της απεικόνισης στοιχείων, της αποθήκευσης δεδομένων και των εργαλείων / αλγορίθμων ανάλυσης. Ειδικότερα, η νέα γενιά ακουστικών επεξεργαστών:

  • Μπορεί να διαχειριστεί συγχρόνως μέχρι και 64 ηχοσημαντήρες διαφόρων τύπων, καθιστώντας δυνατή, ανάλογα με την επιχειρησιακή απαίτηση, την ταυτόχρονη ανάπτυξη και παρακολούθηση είτε μεγάλων είτε πολλαπλών πλεγμάτων.
  • Υποστηρίζει πλήρως την πολυστατική λειτουργία, με χρήση ως πηγής σήματος είτε εξειδικευμένους ενεργούς ηχοσημαντήρες είτε ποντιζόμενο σόναρ ελικοπτέρου σε ενεργή διαμόρφωση.
  • Χρησιμοποιεί εξελιγμένους αλγόριθμους και εργαλεία για την ανάλυση των ακουστικών δεδομένων (π.χ. double DEMON), την αυτοματοποιημένη ταξινόμηση με βάση ακουστικές βιβλιοθήκες, την εξαγωγή στοιχείων στόχου και την βελτιστοποίηση της απόδοσης του πλέγματος των ηχοσημαντήρων (π.χ. υπολογισμός MDR – Minimum Detection Range, PDR – Probability Detection Range). Παράλληλα, προσαρμοσμένοι στη νέα απειλή που αποτελούν τα σύγχρονα συμβατικά υποβρύχια, οι νέοι επεξεργαστές, όπως ο UYS-505, ενσωματώνουν εξειδικευμένες εφαρμογές για τον εντοπισμό συμβατικών υποβρυχίων και την βελτίωση της λειτουργίας σε παράκτιο περιβάλλον υψηλού θορύβου.
  • Η απεικόνιση των στοιχείων (συχνότητα – χρόνος – ένταση – διεύθυνση) έχει βελτιωθεί με τη χρήση χρωμάτων (true color 24-bit).
  • Γίνεται χρήση SSD για την αποθήκευση δεδομένων με αποτέλεσμα μεγάλη χωρητικότητα (π.χ. 32 ηχοσημαντήρες για 6 ώρες), γρήγορη αναζήτηση και άμεση εξαγωγή στοιχείων και ευκολότερη διαδικασία απενημέρωσης / εξαγωγής ακουστικών υπογραφών.
  • Διαθέτει βελτιστοποιημένα εργαλεία υποβοήθησης του χειριστή ακουστικών αισθητήρων (π.χ. ο TMS 2000 επιτρέπει την προεπιλογή 16 auto-alerts με 8 επίπεδα ευαισθησίας).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων ακουστικών επεξεργαστών αποτελούν ο TMS 2000 της Thales, ο DSAP της SAES και ο UYS-505 VENOM 3U της GD. Το κόστος ενός ακουστικού επεξεργαστή εξαρτάται από την διαμόρφωσή του (π.χ. αριθμός παράλληλης διαχείρισης ηχοσημαντήρων) και κυμαίνεται από 1,5 έως 2,5 εκατομμύρια ευρώ.

2.4       Τακτικά Συστήματα Αποστολής

Η ανάπτυξη των τακτικών συστημάτων ελέγχου, τόσο των ΑΦΝΣ όσο και των ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων, προέκυψε από την ανάγκη παρουσίασης στον τακτικό συντονιστή (TACCO – Tactical Coordinator) μιας ολοκληρωμένης εικόνας της τακτικής κατάστασης, με στοιχεία από το σύνολο των αισθητήρων του αεροσκάφους/ελικοπτέρου. Στην πορεία οι δυνατότητές τους ενισχύθηκαν με κεντρικούς άξονες τον συσχετισμό ιχνών και τον συγκερασμό δεδομένων (data fusion), τον κοινό έλεγχο αισθητήρων, την δυνατότητα εναλλαγής σε περίπτωση βλάβης μιας κονσόλας, τον δυναμικό διαμερισμό εργασιών καθώς και την ενσωμάτωση της ικανότητας διαχείρισης όπλων.

Σήμερα έχουν εξελιχθεί σε ολοκληρωμένα τακτικά συστήματα αποστολής (TMS – Tactical Mission Systems), με δυνατότητα όχι απλώς την παραγωγή μιας ολοκληρωμένης εικόνας της τακτικής κατάστασης και την διαχείριση των αισθητήρων αλλά πλέον με δυνατότητα διαχείρισης της ίδιας της αποστολής. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά που διακρίνουν την τελευταία γενιά των TMS, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πιο πρόσφατη έκδοση του AMASCOS της Thales και το σύστημα αποστολής του ΑΦΝΣ Kawasaki P-1, είναι τα ακόλουθα:

Εξελιγμένα εργαλεία υποβοήθησης και διαχείρισης αποστολής. Κατά την διάρκεια μιας ανθυποβρυχιακής αποστολής, η τελευταία γενιά των TMS δεν θα περιοριστεί στην απλή προβολή των στοιχείων από τον ακουστικό επεξεργαστή (π.χ. SVP – Sound Velocity Profile, Detection Coverage) προκειμένου να αποφασίσει ο χειριστής την προτεινόμενη διάταξη του πλέγματος ηχοσημαντήρων. Λαμβάνοντας υπόψη επιπρόσθετες παραμέτρους όπως το διαθέσιμο απόθεμα των ηχοσημαντήρων, το υπάρχον ανεπτυγμένο πλέγμα και την κατάστασή του (π.χ. η διάρκεια ζωής που απομένει σε κάθε ηχοσημαντήρα λόγω εξάντλησης της μπαταρίας του), το ιστορικό της έρευνας και τις ευρύτερες συνθήκες περιβάλλοντος (κατάσταση θαλάσσης, ύπαρξη νησιών σε κοντινή απόσταση, ταχύτητα / διεύθυνση ανέμου, θαλάσσια ρεύματα), θα κάνει χρήση εξελιγμένων αλγορίθμων (π.χ. SCOUT) προκειμένου να υπολογίσει και προτείνει τη βέλτιστη διάταξη.

Σε επόμενο βήμα, σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου πτήσης, θα κατευθύνει αυτόματα το αεροσκάφος στα επιλεγμένα σημεία άφεσης. Μετά την ολοκλήρωση της ανάπτυξης, θα δημιουργήσει την υποθαλάσσια τακτική εικόνα με συσχετισμό και των επιφανειακών ιχνών και θα υπολογίσει και προτείνει τον ρυθμό εκπομπής (ping sequencing) και νέες ρυθμίσεις (π.χ. αλλαγή βάθους) που θα βελτιστοποιήσουν τις πιθανότητες εντοπισμού και τη διάρκεια ζωής των μπαταριών.

Εξελιγμένη διεπαφή χρήστη. Η τελευταία γενιά των TMS βασίζεται σε χρήση οθονών αφής υψηλής ανάλυσης και μεταβίβαση εντολών μέσω touch controls. Η χρήση γραφικής διεπαφής WIMP (Windows, Icons, Menus, Pointer) που χαρακτήριζε τα TMS προηγούμενης γενιάς (π.χ. FIST της EADS), έχει αντικατασταθεί από διεπαφή τύπου post-WIMP που επιτρέπει ταχύτερη μεταβίβαση εντολών, καλύτερη διαχείριση μεγάλου όγκου πληροφοριών και αποδοτικότερη παραμετροποίηση της οθόνης.

Ικανότητα συνεργασίας. Η συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας έχει βελτιωθεί με την δυνατότητα μεταφοράς ομαδοποιημένων πληροφοριών αλλά και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων στη κοινή χρήση πόρων.

Παράλληλα, η τελευταία γενιά των TMS εξακολουθεί και χαρακτηρίζεται από στοιχεία όπως ο σχεδιασμός ανοιχτής αρχιτεκτονικής, η χρήση COTS υλικών και βάσεων δεδομένων, ευκολία αναβάθμισης υλικού και λογισμικού και δυνατότητα ενσωμάτωσης νέων υπομονάδων.

Το ΠΝ αναμένεται τα επόμενα χρόνια να εισάγει σε χρήση το σύστημα αποστολής M2IMS (Maritime Mission Integration & Management System) της ISI Hellas, στα πλαίσια του προγράμματος εκσυγχρονισμού των αεροσκαφών P-3B. Οι δημοσιευμένες πληροφορίες για το σύστημα είναι περιορισμένες, η εκτίμηση όμως είναι ότι θα ενσωματώνει χαρακτηριστικά της τελευταίας γενιάς.

Ερωτηματικά προκαλεί το υπερβολικά υψηλό συνολικό κόστος ανάπτυξης και προμήθειας του M2IMS, ειδικά σε συνδυασμό με δηλώσεις της εταιρίας ότι σημαντικό μέρος του κώδικα που αφορά C2 και Data Links έχει ήδη αναπτυχθεί στα πλαίσια άλλων εφαρμογών. Επίσης, εύλογο προβληματισμό δημιουργεί η απουσία εμπειρίας της ISI Hellas σε ενσωμάτωση και διαχείριση συστημάτων ανθυποβρυχιακής έρευνας. Υπενθυμίζεται ότι η εμπειρία της εταιρείας σε τακτικά συστήματα ελέγχου ΑΦΝΣ, περιορίζεται στη σχεδίαση και παράδοση το 1996 του κεντρικού τακτικού συστήματος (Central Tactical System) που εξόπλισε πέντε ΑΦΝΣ τύπου Foker 50 MPA του Ναυτικού της Σιγκαπούρης. Σημειώνεται ότι τα συγκεκριμένα αεροσκάφη δεν διαθέτουν ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό και συναφείς δυνατότητες.

Μέλος του πληρώματος ενός αεροσκάφους ναυτικής συνεργασίας CN-235 του Τουρκικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια της άσκησης Dynamic Manta 2015.

3. Φορείς Ηχοσημαντήρων του ΠΝ

Εφόσον το ΠΝ αποφασίσει την επανένταξη των ηχοσημαντήρων στις ανθυποβρυχιακές τακτικές του, οι εναέριοι φορείς που θα χρησιμοποιήσει είναι πρωτίστως τα εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3B αλλά ενδεχομένως και τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα S-70 ή/και S-60 εφόσον για τα τελευταία συμφωνηθεί η μεταβίβασή τους από τα αποθέματα του USN.

3.1       ΑΦΝΣ P-3B MLU

Με δεδομένο ότι μέχρι σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια από την απόφαση εκσυγχρονισμού των P-3B, υπάρχει παντελής έλλειψη επίσημης πληροφόρησης ή αναφοράς στον ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό που θα διαθέτουν τα αεροσκάφη, θα περιγράψουμε στη συνέχεια και τις τέσσερις διαφορετικές πιθανές εκδοχές.

α.         Τα εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη να μην εφοδιαστούν με εξοπλισμό ανθυποβρυχιακών αποστολών. Στην περίπτωση αυτή, τα P-3B MLU θα περιοριστούν σε αποστολές ναυτικής επιτήρησης επιφανείας χωρίς καμία δυνατότητα χρήσης ηχοσημαντήρων και εκτέλεσης ανθυποβρυχιακής έρευνας.

β.         Τα αεροσκάφη να διατηρήσουν τον υπάρχοντα (προ εκσυγχρονισμού) ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό. Αν και είναι επιβεβαιωμένο ότι τα ελληνικά P-3B ήταν εφοδιασμένα με τον ακουστικό επεξεργαστή AN/AQA-7, η ακριβής έκδοση και η παρούσα λειτουργική κατάσταση αυτού όπως και του υπόλοιπου ανθυποβρυχιακού εξοπλισμού, παραμένουν άγνωστα. Επίσης, δεν είναι σίγουρο κατά πόσο το σύνολο των αεροσκαφών έφερε κοινή διαμόρφωση. Η επικρατέστερη εκτίμηση είναι ότι ήταν εφοδιασμένα με τον AN/AQA-7(V)5, όπως όλα τα P-3B TAC/NAV MOD, και ότι ως μονάδα λήψης σημάτων χρησιμοποιούσαν την AN/ARR-72(V) σε συνδυασμό με την AN/ARA-50, και ως μονάδα καταγραφής την AN/AQH-1(V).

Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι τα παραπάνω συστήματα διατηρούνται πλήρως λειτουργικά, η επιχειρησιακή τους αξία σήμερα είναι μηδενική. Ενδεικτικά σημειώνεται η περιορισμένη δυνατότητα ταυτόχρονης παρακολούθησης και ανάλυσης ακουστικών σημάτων (8), ο περιορισμένος αριθμός VHF καναλιών (31), η απεικόνιση των δεδομένων με χρήση χάρτινου εκτυπωτή καθώς και η αδυναμία συνεργασίας με σύγχρονες εκδόσεις ηχοσημαντήρων. Επίσης, είναι πρακτικά αδύνατη η διασύνδεση του παραπάνω εξοπλισμού με το τακτικό σύστημα αποστολής ενώ πρέπει να θεωρείται δεδομένη η δυσκολία συντήρησης και υποστήριξής του.

γ.         Μεταβίβαση και ενσωμάτωση μεταχειρισμένου ανθυποβρυχιακού εξοπλισμού από τα αποθέματα του USN. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΠΝ διερευνά τη δυνατότητα μεταβίβασης δωρεάν ή με συμβολικό κόστος, εξοπλισμού από αεροσκάφη τύπου P-3C ή S-3B, με στόχο να εξοπλίσει τουλάχιστον δύο από τα τέσσερα P-3B MLU. Δεν είναι γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες, ούτε για τις προθέσεις του ΠΝ ούτε για τον διαθέσιμο εξοπλισμό, αν και είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν διαθέσιμοι αρκετοί ακουστικοί επεξεργαστές τύπου AN/AQA-7(V)11/12, ίσως και στην βελτιωμένη διαμόρφωση IPADS (Improved Processing and Display System). Πάντως, είναι λογικό το ΠΝ να επικεντρώνει την προσπάθεια του στην μεταβίβαση ακουστικών επεξεργαστών τύπου AN/UYS-1(V) Single Advanced Signal Processor System (SASP), σε συνδυασμό με σταθμούς εργασίας CP-1808/USQ-78(V), σύστημα αναφοράς ηχοσημαντήρων AN/ARS-5, μονάδα λήψης σημάτων AN/ARR-78(V)1 και μονάδα καταγραφής AN/AQH-4A(V)2 ή AN/AQH-13 εφόσον είναι διαθέσιμη.

Ο παραπάνω εξοπλισμός, ακόμα και στην περίπτωση του AN/UYS-1(V), απέχει από το να θεωρηθεί σύγχρονος και μόνο υπό προϋποθέσεις και σε συγκεκριμένα σενάρια και τακτικές μπορεί να αντεπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις των ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων στο χώρο του Αιγαίου. Εφόσον όμως το σχετικό αίτημα βρει θετική ανταπόκριση, το ΠΝ θα μπορούσε να εξετάσει τη δυνατότητα, με επιπλέον κόστος, να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που θα φέρει τον εξοπλισμό στο αντίστοιχο επίπεδο των P-3C BMUP (δηλαδή CP-2331/USQ-78A(V), AN/ARR-78(V)3, AN/AQH-13 HD) που μεταξύ άλλων πολλαπλασιάζει την επεξεργαστική ικανότητα, επιλύει θέματα υποστήριξης του εξοπλισμού και παρέχει έξοδο -1553B καθιστώντας, τουλάχιστον θεωρητικά, δυνατή τη διασύνδεση με το σύστημα αποστολής M2IMS.

δ.        Προμήθεια και εγκατάσταση καινούργιου ανθυποβρυχιακού εξοπλισμού. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να αποτελεί την αυτονόητη επιλογή ειδικά σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού συνολικής αξίας $500 εκατομμυρίων. Προφανώς αποτελεί τη βέλτιστη λύση και δίνει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του συνόλου των πλεονεκτημάτων που οι σύγχρονοι ηχοσημαντήρες μπορούν να παρέχουν.

3.2       Ανθυποβρυχιακά Ελικόπτερα

Η προοπτική χρήσης ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων για άφεση και διαχείριση ηχοσημαντήρων, αφορά είτε την ολοκλήρωση της πρόθεσης μεταβίβασης κατάλληλα εξοπλισμένων ελικοπτέρων τύπου SH-60B/F από τα αποθέματα του Αμερικανικού Ναυτικού, είτε την υλοποίηση σχετικών τροποποιήσεων στα ελικόπτερα τύπου S-70B10 του ΠΝ.

α.         Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΠΝ επιθυμεί την απόκτηση 6-10 μεταχειρισμένων ελικοπτέρων τύπου SH-60B/F. Το SH-60B είναι εφοδιασμένο με πνευματικό εκτοξευτή ηχοσημαντήρων 25 θέσεων, τοποθετημένο στην αριστερή πλευρά της ατράκτου. Είναι εξοπλισμένο με μονάδα λήψης σημάτων τύπου AN/ARR-84 (99 καναλιών VHF) και με δυνατότητα ταυτόχρονης λήψης ακουστικών σημάτων από 4 ψηφιακούς ή αναλογικούς ηχοσημαντήρες. Η μονάδα ακουστικής επεξεργασίας περιλαμβάνει τον ακουστικό επεξεργαστή UYS-1(V).

Το SH-60F αποτελεί σαφώς πιο ολοκληρωμένη επιλογή καθώς συνδυάζει τη δυνατότητα άφεσης ηχοσημαντήρων, μέσω περιστροφικής μονάδας έξι θέσεων εσωτερικά της ατράκτου, με το ποντιζόμενο σόναρ τύπου AN/AQS-13F. Παρόλο που υπάρχει δυνατότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας δεδομένων ποντιζόμενου σόναρ και ηχοσημαντήρων, η πολυστατική ανάπτυξη δεν υποστηρίζεται. Βέβαια, ακόμα κι αν ο ακουστικός επεξεργαστής παρείχε τη δυνατότητα, η συχνότητα λειτουργίας του AN/AQS-13F θα περιόριζε τη συνολική απόδοση.

β.         Τα ελικόπτερα τύπου S-70B10 του ΠΝ είναι εφοδιασμένα με το ποντιζόμενο σόναρ χαμηλών συχνοτήτων HΕLRΑS. Η χρήση του συγκεκριμένου σόναρ ως πηγή εκπομπής σε μια πολυστατική διάταξη είναι αρκετά αποτελεσματική και ενδεχομένως θα άξιζε το ΠΝ να εξετάσει τη τεχνική δυνατότητα και το κόστος της σχετικής τροποποίησης.

4. Ανθυποβρυχιακές Επιχειρήσεις στο Αιγαίο Πέλαγος

4.1.      Υποθαλάσσιο Περιβάλλον

Με βάθος μεγαλύτερο των 200 μέτρων σε ποσοστό περίπου 90%, εκτενείς περιοχές βάθους μεγαλύτερου των 750 μέτρων και υποθαλάσσιο ανάγλυφο με κατά τόπους μεγάλες κλίσεις και συχνές μεταβολές, το Αιγαίο διαφοροποιείται από την γενική κατηγορία των ρηχών παράκτιων υδάτων (shallow littoral waters). Παράλληλα, μια σειρά χαρακτηριστικών του, εισάγουν επιπρόσθετες παραμέτρους που περιπλέκουν περισσότερο τη διενέργεια ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων. Ειδικότερα:

  • Η ανώμαλη ακτογραμμή με την περίπλοκη τοπογραφική δομή και κυρίως το διάσπαρτο σύμπλεγμα των 9.000 περίπου νησιών, νησίδων, βραχονησίδων και βράχων, δημιουργεί υψηλό επίπεδο ανακλάσεων και διαταραχή της ομαλής διάδοσης των ηχητικών κυμάτων.
  • Η έντονη επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας συντελεί στην ανάπτυξη, από τον Απρίλιο / Μάιο μέχρι και τον Οκτώβριο / Νοέμβριο, ενός επιφανειακού ισόθερμου στρώματος εύρους λίγων μέτρων και του εποχικού θερμοκλινούς μέχρι το βάθος των 75 έως 100 περίπου μέτρων, εντός του οποίου και έχουμε απότομη πτώση της θερμοκρασίας. Βαθύτερα συναντάμε το μόνιμο θερμοκλινές όπου η μεταβολή της θερμοκρασίας με το βάθος είναι περισσότερο ομαλή. Αντίθετα, τον χειμώνα παρατηρείται μια ομογενοποιημένη σχεδόν ισόθερμη κατάσταση. Η ύπαρξη των διαφορετικών στρωμάτων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταβαλλόμενου προφίλ της ταχύτητας μετάδοσης του ήχου σε συνάρτηση με το βάθος, που περιορίζει την κατακόρυφη διάδοση των ηχητικών σημάτων και συντελεί στη δημιουργία περίπλοκων ηχητικών διαδρομών. Την κατάσταση περιπλέκει, αν και σε μικρότερο βαθμό, η κατά τόπους έντονη μεταβολή της αλατότητας.
  • Η ναυτιλιακή κίνηση και οι παράκτιες δραστηριότητες δημιουργούν ένα υψηλό θόρυβο περιβάλλοντος ιδιαίτερα στις χαμηλές συχνότητες μέχρι και 500 Hz.
  • Το Αιγαίο χαρακτηρίζεται συχνά από έντονα καιρικά φαινόμενα, ειδικότερα ανέμους υψηλής ταχύτητας, που προκαλούν θόρυβο σε συχνότητες από 500 Hz έως 10 kHz. Θόρυβος επίσης δημιουργείται από τον κυματισμό και τη βροχή.
  • Η σύσταση του πυθμένα του Αιγαίου δεν είναι ομοιογενής. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ασβεστολιθική με ιζηματογενές κάλυμμα που ευνοεί την απορρόφηση των ηχητικών σημάτων, υπάρχουν όμως αρκετές περιοχές με πετρώδη πυθμένα που ευνοεί τις ανακλάσεις. Ανακλάσεις επίσης δημιουργούνται από την πληθώρα ναυαγίων και αντικειμένων που επικάθονται στο βυθό.

Συνοπτικά, από τα παραπάνω προκύπτει ότι το Αιγαίο αποτελεί ένα ιδιαίτερα αντίξοο ακουστικά περιβάλλον, στο οποίο δεν θα πρέπει να αναμένονται υψηλές πιθανότητες εντοπισμού σύγχρονων υποβρυχίων. Η προσπάθεια παθητικής έρευνας περιορίζεται από τον έντονο θόρυβο περιβάλλοντος ενώ το υψηλό επίπεδο ανακλάσεων αποτρέπει την λειτουργία ενός ενεργού σόναρ σε υψηλή ισχύ εκπομπής και την εκμετάλλευση του συνόλου των δυνατοτήτων του. Παράλληλα, η ύπαρξη των υποθαλάσσιων στρωμάτων συνεπάγεται είτε αδυναμία έρευνας σε διαφορετικά στρώματα συγχρόνως, είτε προσπάθεια αντιμετώπισης με εκπομπή σε μεγάλες γωνίες που οδηγεί όμως σε δημιουργία πολλαπλών νεκρών τομέων.

Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το ΠΝ, έχοντας μεγάλη εμπειρία επιχειρήσεων και ασκήσεων στον χώρο του Αιγαίου αλλά και πλήθος σχετικών μετρήσεων, γνωρίζει την περιοδικότητα των φαινομένων καθώς και ακριβή στοιχεία π.χ. για την κατά τόπους σύσταση του βυθού ή για την ύπαρξη ναυαγίων. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, σε συνεργασία με ερευνητικούς και ακαδημαϊκούς φορείς, έχει συστηματικοποιήσει την καταγραφή και ανάλυση των σχετικών στοιχείων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα ΚΑΛΥΨΩ που αναπτύχθηκε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Υπολογιστικών Μαθηματικών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (IYM/ΙΤΕ) και αποτελεί ένα ολοκληρωμένο υπολογιστικό περιβάλλον για τον υπολογισμό και την γραφική απεικόνιση της πιθανότητας εντοπισμού υποβρύχιων στόχων στο θαλάσσιο περιβάλλον του Αιγαίου.

4.2.      Ακουστικός Εντοπισμός και Θόρυβος Υποβρυχίων του TDK

Ένα σύγχρονο συμβατικό υποβρύχιο εκπέμπει θόρυβο ευρέως και στενού φάσματος κυρίως στην περιοχή συχνοτήτων μέχρι 1 kHz, με την ένταση του ακτινοβολούμενου θορύβου (radiated noise) να είναι ανισομερής τόσο ως προς τη συχνότητα όσο και ως προς την διεύθυνση. Ο εκπεμπόμενος θόρυβος δημιουργείται από την περιστροφή της προπέλας και το σύστημα μετάδοσης της κίνησης, την λειτουργία του συστήματος πετρελαιοκινητήρων, την κίνηση του υποβρυχίου στο νερό και την λειτουργία του βοηθητικού εξοπλισμού (π.χ. αντλίες). Το επίπεδο του θορύβου εξαρτάται κυρίως από την σχεδίαση του υποβρυχίου, την ταχύτητά του, το βάθος πλεύσης και την εκάστοτε κατάσταση λειτουργίας του (π.χ. σε διαδικασία αναπνευστήρα) αλλά και από το επίπεδο συντήρησης και την γενικότερη καταπόνηση του σκάφους.

Η εκπομπή ευρέως φάσματος προκύπτει κυρίως από την σπηλαίωση που προξενεί η γρήγορη περιστροφή της προπέλας και από τον υδροδυναμικό θόρυβο λόγω της κίνησης του υποβρυχίου. Σημειώνεται ότι και στις δύο περιπτώσεις, η αύξηση της ταχύτητας δημιουργεί δυσανάλογα εντονότερα θόρυβο. Για παράδειγμα, ο υδροδυναμικός θόρυβος αυξάνεται ανάλογα της πέμπτης δύναμης της ταχύτητας πλεύσης του υποβρυχίου.

Οι εκπομπές στενού φάσματος προέρχονται από αιτίες όπως η περιστροφή της προπέλας, με διακριτές αιχμές σε πολύ χαμηλές συχνότητες που εξαρτώνται από τον αριθμό πτερυγίων της προπέλας και τον ρυθμό περιστροφής, το άνοιγμα της εξόδου ενός τορπιλοσωλήνα ή από την κίνηση των πτερυγίων πλοήγησης του υποβρυχίου και είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές κάθε σκάφους, αποτελώντας ουσιαστικά την ακουστική υπογραφή του. Γενικά, οι εκπομπές στενού φάσματος έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς επιτρέπουν την αναγνώριση και την ταυτοποίηση ενός στόχου αλλά και τον υπολογισμό της ταχύτητας του (εφόσον είναι γνωστός ο αριθμός των πτερυγίων της προπέλας και η σχέση μεταξύ ταχύτητας και ρυθμού περιστροφής) αρκετά συντομότερα από την ανάλυση TMA (Target Motion Analysis). Επίσης, η παρουσία και η γνώση τους επιτρέπει την αποτελεσματική απόρριψη του θορύβου εκτός του στενού φάσματος εκπομπής και κατά συνέπεια την αύξηση της ικανότητας αποκάλυψης του στόχου.

Η λειτουργία του πετρελαιοκινητήρα στη διαδικασία αναπνευστήρα δημιουργεί ένα ταυτόχρονο συνδυασμό διακριτών συχνοτήτων και θορύβου ευρέως φάσματος. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες των τελευταίων ετών για τη μείωση του εκπεμπόμενου θορύβου με χρήση εξελιγμένων διατάξεων απόσβεσης και ενεργητικής καταστολής, η λειτουργία των κινητήρων diesel εξακολουθεί και αποτελεί την εντονότερη πηγή εκπομπής θορύβου ενός συμβατικού υποβρυχίου. Πρακτικά, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του πετρελαιοκινητήρα η συνεισφορά των υπολοίπων πηγών (προπέλα, υδροδυναμική, βοηθητικός εξοπλισμός) θεωρείται αμελητέα.

Σε αυτήν ακριβώς την παράμετρο βρίσκεται και η σημαντική υπεροχή των υποβρυχίων που είναι εξοπλισμένα με σύστημα αναερόβιας πρόωσης (Air-Independent Propulsion – AIP). Ένα υποβρύχιο εφοδιασμένο με σύστημα AIP, όταν κινείται με χρήση μόνο συσσωρευτών, εκπέμπει ακριβώς τον ίδιο θόρυβο με ένα ιδίου τύπου υποβρύχιο που δεν διαθέτει σύστημα αναερόβιας πρόωσης. Όμως, το υποβρύχιο AIP θα μπορεί να παραμείνει (στην περίπτωση AIP με κυψέλες καυσίμου PEM Fuel Cell) σχεδόν τετραπλάσιο χρόνο σε κατάδυση χωρίς ανάγκη μετάβασης σε περισκοπικό βάθος και εκτέλεση αναπνευστήρα.

Σημειώνεται ότι ένα σύγχρονο συμβατικό υποβρύχιο χωρίς εξοπλισμό AIP, μπορεί να παραμείνει σε κατάδυση με τυπική επιχειρησιακή δράση, περίπου 48 ώρες χωρίς ανάγκη επαναφόρτισης των συσσωρευτών του. Ο ακριβής χρόνος εξαρτάται από την χρήση (κυρίως την ταχύτητα πλεύσης αλλά και τις μεταβολές βάθους) και την γενικότερη κατάσταση των συσσωρευτών. Για παράδειγμα, ένα σύντομο sprint run μπορεί να καταναλώσει μεγάλο ποσοστό της διαθέσιμης ενέργειας ενώ η συνεχής πλεύση με ταχύτητα π.χ. 20 κόμβων θα εξαντλήσει τους συσσωρευτές σε χρονικό διάστημα μικρότερο της μιας ώρας. Κανένας βέβαια κυβερνήτης υποβρυχίου δεν θα αφήσει, εφόσον έχει τη δυνατότητα, τη στάθμη ενέργειας των συσσωρευτών του σε επίπεδα κάτω του 50%. Συνήθως γίνεται ανάδυση σε περισκοπικό βάθος, έλεγχος με ESM και διενέργεια αναπνευστήρα διάρκειας 10 – 15 λεπτών ανά 12 ώρες. Κατά τη διάρκεια της παραπάνω διαδικασίας το υποβρύχιο είναι εξαιρετικά ευάλωτο αφού είναι σε μικρό βάθος και εκπέμπει υψηλής στάθμης θόρυβο ενώ η έξοδος snorkel παρουσιάζει ηλεκτρομαγνητικό και θερμικό ίχνος. Παράλληλα, έχει δραστικά μειωμένη δυνατότητα εντοπισμού στόχων, λόγω του υψηλού αυτοθορύβου. Είναι προφανές από τα παραπάνω το καταλυτικό επιχειρησιακό πλεονέκτημα που προσδίδει ο τετραπλασιασμός του διαστήματος μεταξύ διενέργειας αναπνευστήρα.

To κέντρο πληροφοριών μάχης του υποβρύχιου SAKARYA (S354) Τύπου 1400 του TDK.

Οι πιο σύγχρονες μονάδες του στόλου υποβρυχίων του TDK σήμερα, είναι τα τέσσερα υποβρύχια κλάσης GÜR τύπου 209/1400mod. Ο συγκεκριμένος τύπος αποτελεί την πιο πρόσφατη έκδοση της σειράς 209. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, από το 2023 θα αρχίσουν σταδιακά να εντάσσονται σε υπηρεσία τα έξι υπό κατασκευή υποβρύχια κλάσης REIS τύπου 214ΤΝ, εφοδιασμένα με σύστημα AIP και ηλεκτροκινητήρα πρόωσης τύπου PERMASYN. Τα REIS αναμένεται να διαθέτουν κορυφαίες επιδόσεις ως προς τη μείωση του ακουστικού ίχνους, έχοντας ενσωματώσει βελτιώσεις στη σχεδίαση 214, απόρροια της εμπειρίας κατασκευής των αντίστοιχων υποβρυχίων του ΠΝ, του Ναυτικού της Ν. Κορέας και του Πορτογαλικού Ναυτικού. Αν και τα ακριβή στοιχεία είναι μη δημοσιοποιήσιμα, η εκτίμηση είναι πως η τιμή της SL (Source Level – re μPa @ 1 m) των υποβρυχίων κλάσης REIS θα είναι μικρότερη των 70dB στα 30 Hz και των 50dB στο 1 kHz για πλεύση με ταχύτητα 2 με 4 κόμβους. Εφόσον επαληθευτούν οι παραπάνω εκτιμήσεις θα πρόκειται για εντυπωσιακή επίδοση, μικρότερη του θορύβου περιβάλλοντος που προκαλεί μια μέσης πυκνότητας ναυτιλιακή κίνηση (80dB στα 30 Hz) και κατάσταση θαλάσσης SS μόλις 1 (55dB στο 1 kHz). Αντίστοιχα, η εκτίμηση SL για τα υποβρύχια κλάσης GÜR είναι 80 με 85dB στα 30 Hz και 60 με 65dB στο 1 kHz.

Το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο ακτινοβολούμενου θορύβου σε κατάσταση αθόρυβης πλεύσης των υποβρυχίων κλάσης GÜR (209/1400mod) και το ακόμη χαμηλότερο των υπό κατασκευή υποβρυχίων κλάσης REIS (214TN), σε συνδυασμό με το ακουστικά δυσμενές περιβάλλον του Αιγαίου, σημαίνει ότι ο παθητικός εντοπισμός τους, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρακτικά θα περιορίζεται σε αποστάσεις μικρότερες από μισό ναυτικό μίλι. Η αντιμετώπισή τους επομένως θα βασιστεί πρωτίστως στη χρήση ενεργητικού σόναρ. Όμως, όπως περιγράψαμε σε προηγούμενη ενότητα, οι ιδιαίτερες συνθήκες του Αιγαίου δεν επιτρέπουν και σε αυτήν την περίπτωση την επίτευξη υψηλών επιδόσεων ως προς την απόσταση εντοπισμού. Η εμπειρία έχει δείξει ότι ακόμα και τον χειμώνα και με χρήση σόναρ χαμηλής συχνότητας, σε λίγες μόνο περιπτώσεις η εμβέλεια θα προσεγγίσει τα 5 ναυτικά μίλια. Προφανώς, το καλοκαίρι η ανωτέρω επίδοση μειώνεται δραστικά.

Τα υποβρύχια τύπου 214ΗΝ του ΠΝ, λόγω του χαμηλού ακουστικού τους ίχνους και των επιδόσεων των σόναρ του CSU 90, επιτυγχάνουν σαφώς υψηλότερες εμβέλειες εντοπισμού των υποβρυχίων του TDK σε σχέση με τις ανωτέρω αναφερόμενες. Θεωρείται όμως απίθανο να τους ανατεθεί σε περίπτωση σύρραξης αποκλειστικός ανθυποβρυχιακός ρόλος και αποστολή, ακόμα και όταν πραγματοποιηθεί ο εφοδιασμός τους με σύγχρονες τορπίλες (η εκτέλεση σήμερα ανθυποβρυχιακού σεναρίου με βολή τορπίλης SUT εναντίον υποβρυχίου νέας γενιάς εφοδιασμένου με σύγχρονες τορπίλες είναι κίνηση υψηλού ρίσκου). Οι λόγοι, επιγραμματικά, εναπόκεινται κυρίως στις επιδόσεις, γενικά, των συμβατικών υποβρυχίων, που δεν επιτρέπουν τη συνοδεία και παροχή προστασίας μιας κινούμενης ομάδας πλοίων, στον μικρό αριθμό των υποβρυχίων τύπου 214HN, στην πληθώρα επιθετικών αποστολών που θα κληθούν να εκτελέσουν και στους περιορισμούς του νησιωτικού πλέγματος. Δεν σημαίνει αυτό βέβαια ότι εφόσον, εντός της περιοχής περιπολίας και ευθύνης ενός ελληνικού υποβρυχίου, εντοπιστεί εχθρικό υποβρύχιο και μπορεί να τεθεί σε παραμέτρους βολής, δεν θα επιχειρηθεί η προσβολή του.

4.3       Χρήση Ηχοσημαντήρων – Πλεονεκτήματα και Μειονεκτήματα

Ενδεχόμενη χρήση των νέας γενιάς ηχοσημαντήρων από τα P-3B MLU, μπορεί να συμπληρώσει τα υπάρχοντα μέσα, δίνοντας τη δυνατότητα καλύτερης κατανομής και διάθεσης τους, παρέχοντας κατά περίπτωση υψηλότερες πιθανότητες εντοπισμού και επιτρέποντας τη σχεδίαση και εκτέλεση νέων τακτικών αυξημένης αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, η χρήση ηχοσημαντήρων:

  • Δίνει τη δυνατότητα γρήγορης κάλυψης μιας ευρείας περιοχής και επιτρέπει την ταυτόχρονη και αδιάλειπτη (η μέγιστη διάρκεια λειτουργίας ενός σύγχρονου ηχοσημαντήρα είναι περίπου 8 ώρες) ανθυποβρυχιακή έρευνα σε αυτήν ή σε πολλαπλούς κοντινούς τομείς συγχρόνως, χαρακτηριστικά σημαντικά κατά την διάρκεια κλιμάκωσης μιας κρίσης όπου το ζητούμενο είναι η μέγιστη δυνατή πληροφόρηση της θέσης και του τύπου των εχθρικών μονάδων χωρίς την άσκοπη χρήση μέσων.
  • Επιτρέπει τη δημιουργία πολλαπλών νοητών παθητικών ή / και ενεργητικών “φραγμάτων” για την επιτήρηση συγκεκριμένων περιοχών / διαύλων (chokepoints) ή την προστασία κινούμενων μονάδων. Η ανάπτυξη παθητικών ηχοσημαντήρων σε επιλεγμένα σημεία μπορεί να δώσει πληροφορίες για εχθρικά υποβρύχια που μεταβαίνουν στις περιοχές περιπολίας τους ή που επιχειρούν να θέσουν σε παραμέτρους βολής τους υπό προστασία κινούμενους στόχους. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη ενεργών ηχοσημαντήρων, ακόμα κι αν δεν οδηγήσει σε εντοπισμό, δρα αποτρεπτικά για την προσέγγιση ενός εχθρικού υποβρυχίου.
  • Παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής πολυστατικής έρευνας αυξάνοντας σημαντικά τις αποστάσεις αλλά πρωτίστως την πιθανότητα εντοπισμού.
  • Παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης έρευνας σε υποθαλάσσια στρώματα με την πόντιση των ηχοσημαντήρων σε διαφορετικά βάθη.
  • Κάνοντας χρήση ηχοσημαντήρων ένα ελικόπτερο μπορεί να διενεργήσει ανθυποβρυχιακή έρευνα αυτόνομα, χωρίς την υποχρεωτική παρουσία δεύτερου ελικοπτέρου.
  • Πιθανή δυσλειτουργία ενός ηχοσημαντήρα δεν οδηγεί σε συνολική διακοπή της έρευνας.
  • Παρουσιάζουν μηδενικές απαιτήσεις συντήρησης κατά τη διάρκεια του προβλεπόμενου διαστήματος αποθήκευσής του.

Παρόλο που οι σύγχρονοι ηχοσημαντήρες έχουν περιορίσει ή και εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό τις ανεπάρκειες των παλαιότερων σχεδιάσεων που τους καθιστούσαν ακατάλληλους για έρευνα σε παράκτιο περιβάλλον, εξακολουθούν και παρουσιάζουν κάποια εγγενή μειονέκτημα. Συγκεκριμένα:

  • Η διενέργεια ανθυποβρυχιακής έρευνας με χρήση ηχοσημαντήρων, ειδικά ενεργών, έχει υψηλό κόστος καθώς οι ηχοσημαντήρες αποτελούν αναλώσιμο υλικό. Επιπρόσθετα, η διάρκεια διατήρησής τους σε αποθήκευση δεν είναι απεριόριστη. Ανά πενταετία θα πρέπει να υποβληθούν σε έλεγχο και αντικατάσταση της μπαταρίας τους.
  • Η επικοινωνία μεταξύ ηχοσημαντήρων και αεροσκάφους μπορεί να παρεμβληθεί. Η περιπολία του αεροσκάφους κοντά στο ανεπτυγμένο πλέγμα και η χρήση σύγχρονων συστημάτων λήψης σήματος, περιορίζουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβολών.
  • Ένας ηχοσημαντήρας μπορεί να δεχθεί εντολή να κατέλθει σε μεγαλύτερο βάθος όχι όμως το αντίστροφο.
  • Από την στιγμή που αναπτυχθεί στο νερό, η θέση ενός ηχοσημαντήρα δεν είναι ελέγξιμη. Η παρουσία κυματισμού ή/και θαλάσσιων ρευμάτων μπορεί είτε να αλλάξει την επιθυμητή γεωμετρία ενός πλέγματος είτε να οδηγήσει τους ηχοσημαντήρες μακριά από την περιοχή ενδιαφέροντος. Επίσης, η σχετική κίνηση του ηχοσημαντήρα μπορεί να δώσει λάθος αποτελέσματα σε έρευνα doppler κάτι όμως που πλέον αντιμετωπίζουν με μεγάλη επιτυχία οι σύγχρονοι ακουστικοί επεξεργαστές.

5. Επιβιωσιμότητα P-3Β MLU

Οι απειλές που θα αντιμετωπίσουν τα ελληνικά P-3Β MLU κατά τη διάρκεια ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων στο Αιγαίο, θα προέλθουν από τα υποβρύχια του TDK, εφόσον ολοκληρωθεί ο πιθανολογούμενος εξοπλισμός τους με το σύστημα IDAS, από τις μονάδες επιφανείας του Τουρκικού Ναυτικού που είναι εξοπλισμένες με βλήματα SM-1MR και ESSM, και από την δράση των μαχητικών αεροσκαφών της ΤΗΚ.

Το IDAS, στην εξέλιξη του οποίου συμμετέχει και η τουρκική Roketsan, αποτελεί όπλο αυτοάμυνας καθώς η χρήση του προδίδει την ακριβή θέση του υποβρυχίου. Αναμένεται να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν το υποβρύχιο διαπιστώσει ότι βρίσκεται χωρίς περιθώρια διαφυγής λίγο πριν την εκδήλωση εναντίον του βολής τορπίλης. Προκειμένου η βολή IDAS να έχει πιθανότητες επιτυχίας, απαιτείται να είναι γνωστή τουλάχιστον η διεύθυνση του στόχου. Ένα υποβρύχιο μπορεί να προσδιορίσει με σχετική ακρίβεια τη θέση των ενεργών ηχοσημαντήρων αλλά δεν έχει κανέναν τρόπο, πέραν της μετάβασης σε περισκοπικό βάθος και τη διενέργεια οπτικής έρευνας, να πληροφορηθεί τη θέση του ΑΦΝΣ. Συνεπώς, εφόσον το IDAS εισαχθεί σε υπηρεσία, θα αποτελέσει απειλή χαμηλού επιπέδου για τα P-3B MLU. Αντίθετα, η απειλή θα είναι σημαντική για τα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα του ΠΝ, τα οποία σε φάση παρέασης (dip) σόναρ σε ενεργή διαμόρφωση έρευνας, αποτελούν ακίνητο στόχο γνωστής διεύθυνσης με ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης.

Αναφορικά με τις υπόλοιπες απειλές, οι επιδόσεις μέγιστης ταχύτητας και ρυθμού ανόδου του P-3 είναι εξαιρετικές για στροβιλοελικοφόρο αεροσκάφος, αλλά το υψηλό ηλεκτρομαγνητικό και θερμικό ίχνος, η εγγενής αδυναμία εκτέλεσης κλειστών ελιγμών και το προβλεπόμενο προφίλ πτήσης των ΑΦΝΣ, διευρύνουν τις αποστάσεις εντοπισμού και μεγιστοποιούν την αποτελεσματική εμβέλεια των εχθρικών βλημάτων αέρος-αέρος και επιφανείας-αέρος, καθιστώντας το αεροσκάφος ιδιαίτερα ευάλωτο. Όμως, η επιβιωσιμότητα του P-3Β MLU κατά τη διάρκεια πραγματικών επιχειρήσεων, δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις χαμηλές πτητικές του επιδόσεις ούτε και από τον συνολικό αριθμό των εχθρικών μέσων. Θα εξαρτηθεί από έναν συνδυασμό παραγόντων που, πέραν των παραπάνω, περιλαμβάνουν επίσης την περιοχή εκτέλεσης και την διάρκεια της αποστολής, την εκάστοτε ιεράρχηση του P-3Β MLU ως απειλή υψηλού κινδύνου / στόχο υψηλής αξίας από τις αντίπαλες δυνάμεις, τη φιλοσοφία δράσης και το επιχειρησιακό δόγμα της THK, την κατηγοριοποίηση του ως μέσο υψηλής αξίας από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, τη σχεδίαση και εκτέλεση της ανθυποβρυχιακής αποστολής και τον τυχόν εφοδιασμό του αεροσκάφους με συστήματα αυτοπροστασίας.

Ειδικότερα, και με την προϋπόθεση ότι η ΤΗΚ θα δεν καταφέρει να εδραιώσει μόνιμη αεροπορική κυριαρχία στο Αιγαίο, περίπτωση κατά την οποία όμως η συνέχιση εκτέλεσης όχι μόνο ανθυποβρυχιακών αλλά γενικότερα επιχειρήσεων από ελληνικής πλευράς θα έχει καταστεί ανώφελη, τα P-3B MLU θα επιχειρούν σε περιοχές του Αιγαίου που, τουλάχιστον κατά διαστήματα, η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) θα διατηρεί αεροπορική υπεροχή. Βέβαια, η ΠΑ λόγω των μειωμένων διαθέσιμων υλικών και ανθρώπινων πόρων, οι οποίοι με την πρόοδο των επιχειρήσεων θα απομειώνονται συνεχώς λόγω απωλειών, και της πληθώρας αποστολών που θα κληθεί να αναλάβει, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα κατατάξει το P-3B MLU ως μέσο υψηλής αξίας (HVVAA – High Value Airborne Asset) και θα δεσμεύσει ένα ή δύο ζεύγη αεροσκαφών για την προστασία του. Το πιθανότερο είναι να εντάξει την προστασία του στους αντικειμενικούς σκοπούς των αποστολών CAP (Combat Air Patrol) της ευρύτερης περιοχής. Ο κατάλληλος σχεδιασμός και εκτέλεση της αποστολής από πλευράς P-3B MLU θα μπορεί να φέρει το αεροσκάφος για μεγάλο μέρος της αποστολής του είτε εντός της ζώνης κάλυψης των αντιαεροπορικών συστημάτων της ΠΑ, του ΠΝ και του ΕΣ, είτε εντός της περιοχής που θα καλύπτουν οι σχηματισμοί CAP της ΠΑ.

Για αντίστοιχους λόγους (περιορισμένοι πόροι – πλήθος αποστολών), είναι επίσης αμφίβολο η ΤΗΚ να οργανώσει αποστολή με κύριο αντικειμενικό σκοπό την εξουδετέρωση ενός P-3B MLU που εκτελεί ανθυποβρυχιακή αποστολή. Η απειλή επομένως θα προκύψει κυρίως από αεροσκάφη της ΤΗΚ σε αποστολές ΕSCORT ή SWEEP. Θεωρείται όμως απίθανο ένα αεροσκάφος σε αποστολή συνοδείας να τροποποιήσει την πορεία του, να διακόψει την πιθανή κατάσταση EMCON, να σπαταλήσει χρόνο για την ιχνηλάτηση και να κάνει χρήση του περιορισμένου φόρτου βλημάτων αέρος-αέρος προκειμένου να εξουδετερώσει ένα στόχο ο οποίος δεν απειλεί ούτε το ίδιο, ούτε τα αεροσκάφη που συνοδεύει αλλά και δεν παρενοχλεί την εκτέλεση της αποστολής κρούσης. Αντίστοιχα, τα αεροσκάφη της ΤΗΚ σε αποστολές SWEEP θα επικεντρωθούν στην αποκάλυψη και εξουδετέρωση των μαχητικών αεροσκαφών της ΠΑ και όχι στην εξουδετέρωση ενός ΑΦΝΣ.

Απεναντίας, για τις μονάδες επιφανείας του TDK η παρουσία του P-3B MLU αποτελεί απειλή προτεραιότητας, ακόμα κι αν το τελευταίο δεν εφοδιαστεί με αντιπλοϊκά όπλα, καθώς μπορεί να δώσει στοιχεία για την ακριβή θέση τους σε άλλες μονάδες του ΠΝ ή της ΠΑ. Η εμπλοκή του συνεπώς με SM-1 MR ή ESSM θα πραγματοποιηθεί κατά προτεραιότητα εφόσον βρεθεί εντός του φακέλου εμπλοκής των βλημάτων. Το P-3B MLU όμως, έχοντας εντοπίσει έγκαιρα μέσω των αισθητήρων επιφανείας τους την παρουσία των εχθρικών μονάδων επιφανείας, θα μπορεί να απομακρυνθεί έγκαιρα εκτός παραμέτρων βολής.

Τα παραπάνω εγείρουν θέμα επιβιωσιμότητας του P-3B MLU αλλά απέχουν σαφώς από το να θεωρηθεί καταδικασμένη η χρήση του αεροσκάφους σε περιβάλλον πραγματικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο. Ο προβληματισμός αφορά περισσότερο τη δυνατότητα ολοκλήρωσης μιας πολύωρης ανθυποβρυχιακής αποστολής χωρίς αυτή να χρειαστεί να διακοπεί απότομα λόγω εχθρικής παρουσίας / εκδήλωσης απειλής παρά τη δυνατότητα επιβίωσης του P-3B MLU.

Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητος ο εφοδιασμός του P-3B MLU με ένα βασικό σύστημα αυτοπροστασίας το οποίο θα περιλαμβάνει σύστημα άφεσης αναλώσιμων αντιμέτρων (αερόφυλλα, θερμοβολίδες). Σαν μια επιπλέον κίνηση, θα μπορούσε να εξετασθεί η προμήθεια μικρού αριθμού ενεργών δολωμάτων (EAD – Expendable Active Decoy) όπως το BrightCloud της Selex EX. Τα τελευταία, εκτοξευόμενα από τις ίδιες θέσεις 55mm όπως οι θερμοβολίδες, δεν απαιτούν κάποια ενσωμάτωση ή ολοκλήρωση στο αεροσκάφος και λειτουργούν εντελώς αυτόνομα. Θα μπορούσαν μάλιστα να δημιουργήσουν απόθεμα κοινής χρήσης με τα αεροσκάφη C-130 / C-27.

Σχεδόν δύο χρόνια από την απόφαση εκσυγχρονισμού των P-3B, υπάρχει παντελής έλλειψη επίσημης πληροφόρησης ή αναφοράς στον ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό που θα διαθέτουν τα αεροσκάφη.

5. Επίλογος

Η κύρια αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού στο Αιγαίο Πέλαγος είναι η διασφάλιση των θαλάσσιων γραμμών εφοδιασμού των νησιών και η θαλάσσια κυριαρχία στην ευρύτερη δυνατή περιοχή, με στόχο την αποτροπή των επιθετικών σχεδίων του Tουρκικού Ναυτικού αλλά και την υποστήριξη της εκτέλεσης των επιθετικών δράσεων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. H εξουδετέρωση των υποβρυχίων του TDK δεν αποτελεί αυτοσκοπό, η άρνηση / απαγόρευση της δράση τους όμως είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχημένη εκτέλεση της παραπάνω αποστολής.

Η χρήση σύγχρονων ηχοσημαντήρων μπορεί όχι μόνο να συμπληρώσει τα υπάρχοντα ανθυποβρυχιακά μέσα του ΠΝ αλλά και να προσδώσει νέες δυνατότητες, να απελευθερώσει πόρους για εκτέλεση άλλων αποστολών και να επιτρέψει την εκτέλεση καινούργιων και αποτελεσματικών τακτικών, με τα P-3B MLU να αποτελούν εν δυνάμει τον καταλληλότερο φορέα άφεσης και διαχείρισης που θα διαθέτει τα προσεχή χρόνια το ΠΝ.

Η απόφαση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των P-3B εξακολουθεί και παραμένει αμφιλεγόμενη, όχι τόσο ως προς το θέμα της επιχειρησιακής απαίτησης, όσο ως προς την ιεράρχηση και την κατά προτεραιότητα εκτέλεση του σε βάρος, όπως αποδεικνύεται, όλων των υπολοίπων αναγκών του ΠΝ και των ΕΕΔ συνολικότερα (π.χ. εκσυγχρονισμός F-16, προμήθεια σύγχρονων τορπιλών, εκσυγχρονισμός MEKO 200HN) αλλά και ως προς το συνολικό του κόστος ($500 εκατ.). Όμως, το πλήθος των εμπεριστατωμένων ενστάσεων που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με το εν λόγω πρόγραμμα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η απόφαση έχει παρθεί οριστικά και το πρόγραμμα είναι ήδη σε φάση υλοποίησης, με την παράδοση των πλήρως εκσυγχρονισμένων αεροσκαφών να είναι προγραμματισμένη για το διάστημα από το 2019 έως το 2023 και με πρόβλεψη παραμονής σε υπηρεσία για άλλα 20 με 25 χρόνια.

Με δεδομένο ότι πρόκειται για το μοναδικό κύριο εξοπλιστικό πρόγραμμα που υλοποιούν σήμερα οι ΕΕΔ, θα ήταν αυτονόητο να καταβληθεί προσπάθεια για την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι παράδοξο τα P-3B MLU να μην εφοδιαστούν τελικά με εξοπλισμό ASW, στερώντας από το ΠΝ τη δυνατότητα σημαντικής αύξησης των ανθυποβρυχιακών ικανοτήτων του και απαξιώνοντας με αυτόν τον τρόπο μέρος της σημαντικής επένδυσης που αποτελεί το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Σημειώνεται ότι ο εξοπλισμός έστω και δύο εκ των τεσσάρων P-3B MLU με καινούργιο ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό τελευταίας γενιάς, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας αρχικού αποθέματος ηχοσημαντήρων, δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 1,5% του συνολικού κόστους του προγράμματος εκσυγχρονισμού. Εφόσον τελικά επιβεβαιωθεί η πιθανολογούμενη απουσία ενσωμάτωσης ανθυποβρυχιακού εξοπλισμού, η αιτιολογία θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού και όχι στην υποτιθέμενη τεχνολογική ανεπάρκεια και επιχειρησιακή ακαταλληλότητα των ηχοσημαντήρων για το περιβάλλον του Αιγαίου.