Πρόγραμμα προμήθειας νέων Συστοιχιών Κατευθυνομένων Βλημάτων

70
3531

Το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) διαθέτει τουλάχιστον δύο επάκτιες Συστοιχίες Κατευθυνομένων Βλημάτων (ΣΚΒ) τύπου ΜΜ-40 Exocet Βlock II και MM-38 Exocet, τα τελευταία από μετατροπή, με μη δημοσιοποιημένη σύνθεση και συνολικό αριθμό βλημάτων. Το τελευταίο διάστημα και παρά το γεγονός ότι ουδέποτε έχει επισήμως εκφραστεί ή ανακοινωθεί ως επιχειρησιακή απαίτηση, πληροφορίες θέλουν το ΠΝ να εξετάζει την προμήθεια επιπρόσθετων ΣΚΒ μεγάλης εμβέλειας, χωρίς να είναι γνωστά περισσότερα στοιχεία ούτε για τον απαιτούμενο αριθμό ούτε για τον εκτιμώμενο προϋπολογισμό του προγράμματος.

Θεωρείται δεδομένο ότι εφόσον οι πληροφορίες επαληθευτούν, το πρόγραμμα εγκριθεί, λάβει προτεραιότητα υλοποίησης έναντι των υπολοίπων εξοπλιστικών αναγκών του ΠΝ, συμπεριληφθεί το σχετικό κονδύλι στον προϋπολογισμό και προκηρυχθεί ανοιχτός διεθνής διαγωνισμός, αυτός θα προσελκύσει το σύνολο των δυτικών κατασκευαστών σχετικών συστημάτων [1]. Τα βλήματα της κατηγορίας που είναι σε παραγωγή σήμερα και προσφέρονται σε επάκτιες εκδόσεις είναι το Exocet MM-40 Block III και το Otomat Mk2 Block IV, αμφότερα της MBDA [2], το Naval Strike Missile (NSM) της Kongsberg, το RGM-84L Harpoon Block II της Boeing και το RBS15 Mk3 της SAAB.

Στο παραπάνω πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον μια αναλυτική σύγκριση των παραπάνω επιλογών, εστιασμένη όχι τόσο στην απλή αντιπαραβολή τεχνικών στοιχείων όσο στα κρίσιμα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά κάθε συστήματος, με κύριο γνώμονα τις σημερινές και μελλοντικές απειλές που αντιμετωπίζει το ΠΝ στο Αιγαίο.

Επιδόσεις εμβέλειας / ταχύτητας: Με εξαίρεση το Harpoon, η μέγιστη εμβέλεια όλων των υπολοίπων βλημάτων είναι της τάξης των 100 νμ (περίπου 185 χλμ), που υπερκαλύπτει τις σχετικές απαιτήσεις του περιορισμένου γεωγραφικά χώρου του Αιγαίου. Ακόμα και η μέγιστη εμβέλεια των περίπου 70 νμ του RGM-84L θεωρείται παραπάνω από επαρκής. Αναφορικά με τις επιδόσεις ταχύτητας, όλα τα βλήματα χαρακτηρίζονται από ικανότητα πτήσης με υψηλή υποηχητική ταχύτητα, μεταξύ 0.83 και 0.93 mach (282 m/s – 316 m/s). Η υψηλότερη ταχύτητα μειώνει περαιτέρω τον χρόνο αντίδρασης του στόχου, οι διαφορές ταχύτητας όμως μεταξύ των βλημάτων δεν είναι τέτοιες που να δημιουργούν ουσιαστικό πλεονέκτημα σε κάποιο από αυτά.

Έρευνα και τερματική καθοδήγηση: Το βλήμα NSM είναι το μοναδικό από τα υπό σύγκριση βλήματα που για την έρευνα και την τερματική καθοδήγηση στον στόχο δεν χρησιμοποιεί ενεργό ερευνητή RF αλλά παθητικό, υψηλής ανάλυσης, αισθητήρα απεικόνισης ειδώλου υπέρυθρου φάσματος (IIR – Imaging Infra Red) διπλής περιοχής λειτουργίας (MWIR και LWIR). Η συγκεκριμένη επιλογή παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα αλλά εισάγει και κάποιους αξιοσημείωτους επιχειρησιακούς περιορισμούς.

Το κυριότερο πλεονέκτημα είναι ότι η παθητική λειτουργία του αισθητήρα IIR δεν ενεργοποιεί το σύστημα ESM του στόχου. Ως αποτέλεσμα, ο εντοπισμός και η αναγνώριση του επερχόμενου NSM επαφίεται στο ραντάρ που εκτελεί έρευνα επιφανείας / χαμηλού ύψους και στα οπτικά και ηλεκτροοπτικά συστήματα του πλοίου. Επίσης, η χρήση ερευνητή IIR καθιστά το NSM απρόσβλητο σε ενεργά ηλεκτρονικά αντίμετρα (ECM) και ανεπηρέαστο από χρήση αεροφύλλων (chaff). Σε συνδυασμό με το εξελιγμένο λογισμικό τύπου ATR (Autonomous Target Recognition) που διαθέτει το εν λόγω βλήμα, ο IIR αισθητήρας παρέχει αυξημένες δυνατότητες εντοπισμού και διάκρισης στόχων σε περιβάλλον έντονου clutter, στοιχείο σημαντικό για το Αιγαίο Πέλαγος με τον μεγάλο αριθμό νησιών, και επιτρέπει την αυτόματη αναγνώριση και την επιλογή συγκεκριμένου σημείου προσβολής (π.χ. γέφυρα).

Η κατασκευάστρια εταιρία ισχυρίζεται ότι παρέχει ακρίβεια αναγνώρισης και διάκρισης συγκεκριμένου τύπου (π.χ. φρεγάτα τύπου MEKO 200) και όχι απλά είδους (π.χ. εμπορικό / πολεμικό πλοίο) και ακρίβεια πρόσκρουσης της τάξης του μισού μέτρου αντίστοιχα. Οι παραπάνω δυνατότητες είναι πρωτόγνωρες για βλήμα της συγκεκριμένης κατηγορίας. Η δυνατότητα ATR μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμη όταν στην περιοχή δράσης υπάρχει ταυτόχρονη παρουσία φίλιων δυνάμεων και εμπορικών πλοίων ενώ η επιλογή του σημείου πρόσκρουσης επιτρέπει την βελτιστοποίηση των αποτελεσμάτων της προσβολής, κυρίως σε συνδυασμένες επιθέσεις.

Όπως όμως αναφέρθηκε, η χρήση ερευνητή τύπου IIR δεν είναι χωρίς μειονεκτήματα. Συγκεκριμένα, το NSM δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύστημα παντός καιρού καθώς οι καιρικές συνθήκες (ομίχλη, βροχή, κατάσταση θάλασσας, συννεφιά) επηρεάζουν δραστικά την απόδοσή του. Ενδεικτικά, η παρουσία ομίχλης μπορεί να περιορίσει την εμβέλεια εντοπισμού του ερευνητή IIR του NSM ακόμα και σε μερικές μόνο εκατοντάδες(!) μέτρα στην περίπτωση π.χ. ομίχλης ορατότητας 300 μέτρων, αν και οφείλουμε να αναφέρουμε ότι τέτοια ακραία φαινόμενα είναι σπάνια στο μετεωρολογικό ιστορικό του Αιγαίου. Αντίστοιχα, η περίπτωση έντονης βροχής επηρεάζει την απόσταση εντοπισμού κυρίως λόγω της “ψύξης” του στόχου και της μείωσης της θερμοκρασιακής διαφοράς του με το περιβάλλον.

Ένα δεύτερο προβληματικό σημείο είναι ότι η χρήση αισθητήρα IIR δεν παρέχει στο βλήμα καμία πληροφορία απόστασης, με αποτέλεσμα να είναι ελλιπής η εικόνα της τακτικής κατάστασης που έχει το βλήμα κατά την φάση της έρευνας και να καθίσταται δυσχερής η διάκριση του επιλεγμένου στόχου. Η δυνατότητα ATR αντισταθμίζει μόνο εν μέρει την παραπάνω υστέρηση, καθώς το βλήμα θα πρέπει να προσεγγίσει αρκετά και από κατάλληλη γωνία για να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει θετική ταυτοποίηση με κίνδυνο την αρχική απόρριψη πραγματικών στόχων και την άσκοπη περιπλάνηση.

Σημειώνεται ότι το NSM δεν έχει φορτωμένη βιβλιοθήκη με το σύνολο των θερμικών υπογραφών όλων των εχθρικών πλοίων προκειμένου να κάνει αυτόνομη επιλογή στόχου. Εφόσον κατά την φάση της έρευνας δεν ταυτοποιηθεί κάποιος από τους στόχους με το συγκεκριμένο υποσύνολο εχθρικών υπογραφών που έχει φορτωθεί πριν την εκτόξευση, δεν θα γίνει τελικά καμία προσβολή και το βλήμα θα αναλωθεί ανεκμετάλλευτο. Αυτό σημαίνει ότι πριν τη βολή, ένα στίγμα θα πρέπει όχι απλά να έχει χαρακτηριστεί ως εχθρικό αλλά να έχει ταυτοποιηθεί και ο τύπος του εχθρικού πλοίου, κάτι που δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορεί να συμβεί με ακρίβεια σε πραγματικές συνθήκες μάχης σε μια υψηλής έντασης σύγκρουση.

Είναι σκόπιμο επίσης να αναφέρουμε ότι η ανοσία του NSM σε ενεργά ηλεκτρονικά αντίμετρα λόγω του ερευνητή IIR, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχοι τρόποι απόκρυψης και παραπλάνησης. Για παράδειγμα, οι κορβέτες κλάσης ADA του TDK διαθέτουν σύστημα αυτόματης παρακολούθησης και διαχείρισης του θερμικού ίχνους τους, κατασκευής της Aselsan, το οποίο συνεργάζεται με το σύστημα πλύσης του πλοίου. Επίσης, τα σύγχρονα IR decoys (π.χ. TALOS της Kilgore, SEALIR της Lacroix) με πολλαπλά γεμίσματα για τη δημιουργία walk-off pattern, είναι σχεδιασμένα με γνώμονα την ικανότητα παραπλάνησης βλημάτων εφοδιασμένων με αισθητήρες IIR διπλής περιοχής και ενσωματωμένες spatial και kinematic τεχνικές απόρριψης ψευδοστόχων.

Περνώντας στα υπόλοιπα υπό εξέταση βλήματα, παρατηρούμε ότι χρησιμοποιούν ενεργό ψηφιακό μονοπαλμικό I/J-band ερευνητή για την έρευνα, την πρόσκτηση του στόχου και την τερματική καθοδήγηση σε αυτόν. Τα περιορισμένης έκτασης δημοσιοποιημένα στοιχεία δεν επιτρέπουν μια ουσιαστική σύγκριση και εξαγωγή συμπερασμάτων. Η γενική όμως εκτίμηση είναι πως οι ερευνητές του Exocet MM-40 Block III και του RBS15 Mk3 ενσωματώνουν πιο εξελιγμένα χαρακτηριστικά ECCM (π.χ. jittered PRF, leading edge track, HOJ) και απόρριψης ψευδοστόχων. Επίσης, εμφανίζουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη διάκριση συγκεκριμένων στόχων εντός σχηματισμού ή πλησίον ξηράς, χωρίς βέβαια να μπορούν να προσεγγίσουν την αντίστοιχη ικανότητα του βλήματος NSM.

Ενδιάμεση καθοδήγηση: Για την πλοήγηση στην ενδιάμεση φάση και τα πέντε βλήματα κάνουν χρήση ενσωματωμένου εξοπλισμού INS/GPS και υψομετρικού ραντάρ. Το NSM είναι το μόνο από τα βλήματα που ενσωματώνει επίσης δυνατότητα παρακολούθησης αναγλύφου (terrain following) που του προσδίδει υψηλότερη επιβιωσιμότητα κατά την φάση της πτήσης πάνω από έδαφος σε αποστολές προσβολής χερσαίων στόχων.

Καθώς κινούνται με υψηλή υποηχητική ταχύτητα, τα βλήματα της κατηγορίας που εξετάζουμε απαιτούν περίπου 10 λέπτα μέχρι να καλύψουν την μέγιστη εμβέλεια τους. Ένας ναυτικός στόχος κινούμενος με 20 κόμβους, σε χρόνο 10 λεπτών μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε σημείο μιας περιοχής συνολικής επιφάνειας 120 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι για βολές σε αποστάσεις της τάξης των 100 νμ, η δυνατότητα ενδιάμεσης ανανέωσης της θέσης του στόχου μέσω datalink έχει ουσιαστική προστιθέμενη επιχειρησιακή αξία. Το μόνο βλήμα που διαθέτει σχετική ικανότητα είναι το Otomat Mk2 Block IV, αν και δεν είναι εξακριβωμένο το πως αυτή υλοποιείται και με ποιούς ενδεχομένως περιορισμούς στην επάκτια έκδοση του βλήματος. Είναι σκόπιμο επίσης να αναφερθεί ότι πρόσφατα η Boeing ολοκλήρωσε την ανάπτυξη της έκδοσης Harpoon Block II Plus που ενσωματώνει datalink, αλλά και σε αυτήν περίπτωση δεν είναι γνωστό πώς και αν η δυνατότητα υλοποιείται στην επάκτια εκτοξευόμενη έκδοση.

Κατευθυνόμενο Βλήμα Otomat Mk2 Block IV

Sea-skimming / Τερματικοί ελιγμοί: Το σύνολο των υπό σύγκριση βλημάτων έχει ικανότητα πτήσης σε πολύ χαμηλό ύψος (sea-skimming), το οποίο προσαρμόζεται αυτόματα ανάλογα με τη κατάσταση της θάλασσας. Με εξαίρεση το RGM-84L, όλα τα υπόλοιπα βλήματα πραγματοποιούν υψηλής φόρτισης τερματικούς ελιγμούς αποφυγής CIWS. Σε όλες τις περιπτώσεις οι κινητήρες παρέχουν επαρκή ώση και έναν λόγο ώσης / βάρος στην μέγιστη εμβέλεια, όπου και έχουν σχεδόν καταναλωθεί όλα τα καύσιμα, της τάξης του 1:1. To NSM πραγματοποιεί έναν πρωτότυπο κυματοειδή ελιγμό υποβοηθούμενο και από την άντωση που του προσφέρουν οι συγκριτικά μεγάλες πτέρυγες, τo Exocet και το Otomat πραγματοποιούν ελιγμό τύπου corkscrew, με τις 4 εισαγωγές αέρα να φροντίζουν για την απρόσκοπτη παροχή αέρα στον κινητήρα σε όλες τις φάσεις εκτέλεσης, ενώ για το RBS15 η σχετική πληροφορία είναι διαβαθμισμένη.

Σχετικά με το βλήμα NSM, ο συνδυασμός επιλογής συγκεκριμένου σημείου πρόσκρουσης και εκτέλεσης τερματικών ελιγμών, εκτιμάται πως αυξάνει τον κίνδυνο αστοχίας, ειδικά αν παράλληλα υπάρχει έντονος κυματισμός.

Τέλος, όλα τα βλήματα έχουν δυνατότητα επανάληψης της επίθεσης (re-attack) σε περίπτωση αστοχίας είναι όμως μια δυνατότητα που, από όσο είναι γνωστό, δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ σε πραγματική βολή από κανένα βλήμα.

Κεφαλή μάχης: Το βλήμα NSM διαθέτει την κεφαλή μάχης με το μικρότερο βάρος (125 kgr), το Harpoon την βαρύτερη (221 kgr) ενώ τo Otomat και το RBS15 διαθέτουν επίσης μεγάλου βάρους πολεμική κεφαλή, 210 και 200 κιλών αντίστοιχα. Βέβαια, το τελικό καταστρεπτικό αποτέλεσμα της εκτόνωσης μιας πολεμικής κεφαλής δεν είναι συνάρτηση μόνο του βάρους της αλλά και της σχεδίασής της, του τύπου / μεγέθους του στόχου και του σημείου πρόσκρουσης. Οι πολεμικές κεφαλές όλων των βλημάτων είναι προθραυσματοποιημένες, η κεφαλή τόσο του RBS15 όσο και του Otomat διαθέτει ειδικά σχεδιασμένο διατρητικό γέμισμα, ενώ η δυνατότητα επιλογής του σημείου προσβολής που παρέχει το NSM αντισταθμίζει εν μέρει το μικρότερο βάρος γεμίσματος.

Γενικά, η προσβολή ενός σύγχρονου πλοίου μεγέθους φρεγάτας από οποιοδήποτε βλήμα της κατηγορίας που εξετάζουμε είναι δεδομένο πως θα του προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές και θα περιορίσει σημαντικά την μαχητική του ικανότητα. Aνάλογα με το σημείο πρόσκρουσης, μπορεί να θέσει εκτός λειτουργίας αισθητήρες και φορείς όπλων, τη γέφυρα ή το ελικοδρόμιο του πλοίου. Τα σύγχρονα πολεμικά πλοία όμως διαθέτουν εφεδρείες στα σημαντικότερα συστήματά τους, εξελιγμένα συστήματα πυρόσβεσης και σε κάποιες περιπτώσεις θωράκιση σε ευαίσθητα σημεία όπως ο χώρος του Κέντρου Πληροφοριών Μάχης (ΚΠΜ). Εφόσον το πλήρωμα είναι σωστά εκπαιδευμένο και αντιδράσει με τον ενδεδειγμένο τρόπο, είναι μάλλον απίθανο η προσβολή να οδηγήσει σε ολική απώλεια.

Μονάδα Βολής Κατευθυνόμενων Βλημάτων RBS15 Mk3

Ικανότητα προσβολής χερσαίων στόχων: Και τα πέντε βλήματα έχουν δυνατότητα προσβολής στόχων εδάφους ή ελλιμενισμένων πλοίων, με βάση συγκεκριμένες γεωγραφικές συντεταγμένες και χρήση του ενσωματωμένου INS/GPS. Επιπρόσθετα, το βλήμα NSM μπορεί να χρησιμοποιήσει τον αισθητήρα IIR για την τελική προσβολή πλοίων εντός λιμένα, αυξάνοντας την ακρίβεια. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με πληροφορίες, η δυνατότητα ATR κατά χερσαίων στόχων δεν είναι ενσωματωμένη στην παρούσα έκδοση παραγωγής του NSM και το πιθανότερο θα ενσωματωθεί στην αναβαθμισμένη έκδοση που είναι προγραμματισμένη να μπει σε παραγωγή στις αρχές της επόμενης δεκαετίας.

Ικανότητα σχεδίασης αποστολής: Όλα τα βλήματα διαθέτουν σύγχρονα συστήματα σχεδίασης αποστολής με χρήση ψηφιακού χάρτη που επιτρέπουν μεταξύ άλλων την αυτοματοποιημένη εξαγωγή στοιχείων βολής, τον συντονισμό πολλαπλών επιθέσεων και τον ορισμό σημείων αλλαγής πορείας. Το σύστημα σχεδίασης αποστολής του NSM παρέχει την εντυπωσιακή δυνατότητα ορισμού έως και 200(!) σημείων οριζόντιας αλλαγής πορείας (waypoints) και αυτόματη ρύθμιση ύψους, όταν τα συστήματα των υπολοίπων βλημάτων περιορίζονται σε πολύ μικρότερο αριθμό waypoints και σε επιλογές προκαθορισμένου ύψους πτήσης. Τα σημεία οριζόντιας αλλαγής πορείας παρέχουν ευελιξία στον σχεδιασμό της αποστολής οφείλουμε όμως να αναφέρουμε ότι σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του Αιγαίου και όχι όπως αυτό των σκανδιναβικών φιορδ, σπάνια θα απαιτηθεί το βλήμα να εκτελέσει μεγάλο αριθμό αλλαγών πορείας σε αποστολή εναντίον ναυτικού στόχου.

Σχεδίαση χαμηλής παρατηρησιμότητας: Το μικρό μέγεθος των βλημάτων εξασφαλίζει εν γένει χαμηλή ραδιοτομή, η σχεδίαση όμως του NSM και η χρήση συνθετικών υλικών στην άτρακτό του, οδηγούν σε περαιτέρω μείωση. Στα βλήματα Exocet, Otomat και RBS15 έχει γίνει χρήση υλικών RAM στις πτέρυγες και σε επιλεγμένα σημεία, ενώ για το βλήμα Harpoon δεν υπάρχει κάποια σχετική πληροφορία. Λόγω της χρήσης κινητήρων turbojet και της υποηχητικής ταχύτητας πλεύσης, όλα τα βλήματα παρουσιάζουν σχετικά χαμηλή IR υπογραφή.

Υπάρχουσα υποδομή και δυνατότητες συντήρησης: Το ΠΝ είναι εξοπλισμένο εδώ και χρόνια με βλήματα MM40 Block 2/3 και U/RGM-84, με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα εξοικειωμένο με τη χρήση τους και να διαθέτει εκπαιδευμένο προσωπικό και υποδομή συντήρησης και επισκευών. Ειδικά για τα βλήματα Exocet, η ΔΝΟ του ΝΣ έχει τεράστια εμπειρία και δυνατότητα υποστήριξης και επισκευών εργοστασιακoύ επιπέδου. Ενδεχόμενη επιλογή κάποιου εκ των NSM, RBS15 και Otomat, θα απαιτήσει τη δημιουργία νέας υποδομής αλλά και μεγαλύτερο χρόνο μέχρι την πλήρη αξιοποίηση τους.

Η ύπαρξη των ΣΚΒ MM40 Block II στο οπλοστάσιο του ΠΝ δημιουργεί επιπλέον τη δυνατότητα, σε περίπτωση που γίνει προμήθεια βλημάτων MM40 Block III, να δημιουργηθούν μικτές πυροβολαρχίες Block II και ΙΙΙ, με κοινό αναβαθμισμένο κέντρο διοίκησης και ελέγχου, σε μία λογική βέλτιστης χρήσης τόσο του υπάρχοντος αποθέματος και εξοπλισμού αλλά και αποφυγής σπατάλης βλημάτων εκτεταμένης εμβέλειας και πολλαπλών δυνατοτήτων όπως τα Block III σε στόχους χαμηλότερων απαιτήσεων ή σε κοντινές αποστάσεις.

Βολή κατευθυνόμενου βλήματος επιφανείας – επιφανείας Exocet MM-38 από τον φορέα των νεότερων βλημάτων ΜΜ-40 Block2 των επάκτιων συστοιχιών του ΠΝ. Δεδομένου πως το βλήμα MM-38 εγκιβωτίζεται σε μεγαλύτερο κάνιστρο -καθώς δεν διαθέτει αναδιπλούμενα πτερύγια-, στo σύστημα της επάκτιας συστοιχίας ΜΜ-40 υπάρχει πρόβλεψη ειδικής συλλογής για την προσαρμογή και εκτόξευσή του.

Κόστος: Η σχετικά πρόσφατη περίπτωση της προμήθειας επάκτιων συστοιχιών NSM από τις Πολωνικές Ένοπλες Δυνάμεις, μας δίνει μια ένδειξη της σύνθεσης μιας ολοκληρωμένης πυροβολαρχίας αλλά και του αντίστοιχου κόστους. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε εξαρχής ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξαχθούν ακριβή συμπεράσματα για το κόστος προμήθειας ενός οπλικού συστήματος από προηγούμενες παρόμοιες συμβάσεις καθώς αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως η τελική σύνθεση του συστήματος, το συνοδευτικό πακέτο υλικών και υπηρεσιών υποστήριξης, ο τρόπος πληρωμής, η ενδεχόμενη απαίτηση τοπικής συμπαραγωγής κλπ.

Τον Δεκέμβριο του 2008, έπειτα από την διενέργεια σχετικού διαγωνισμού, η Kongsberg ανέλαβε σύμβαση για την προμήθεια δύο επάκτιων ανεξάρτητων πυροβολαρχιών μειωμένης αναχορηγίας, έναντι NOK 712 εκατομμυρίων (περίπου 75 εκατομμύρια ευρώ με τη σημερινή ισοτιμία). Η σύνθεση κάθε πυροβολαρχίας περιλαμβάνει ένα όχημα διοίκησης πυροβολαρχίας BCV (Battery Command Vehicle), ένα όχημα διοίκησης MCC (Mobile Command Vehicle), ένα όχημα ελέγχου CCV (Command and Control Vehicle), ένα MRV (Mobile Radar Vehicle) με ραντάρ έρευνας επιφανείας TRS-15C, τρεις μονάδες βολής MLV (Mobile Launch Vehicle) με 2 βλήματα η κάθε μια (σύνολο 6 βλήματα / πυροβολαρχία), τρια οχήματα δορυφορικής ζεύξης και τρία οχήματα τεχνικής υποστήριξης και φόρτωσης βλημάτων (σύνολο 13 οχήματα / πυροβολαρχία). Επίσης, ένα επιπλέον MCC συντονίζει την δράση των δύο πυροβολαρχιών.

Τον Δεκέμβριο του 2010, η Kongsberg υπέγραψε σύμβαση για την παράδοση επιπλέον 36 βλημάτων NSM και 2 δοκιμών, έναντι ΝΟΚ 660 εκατομμυρίων (περίπου 70 εκατομμύρια ευρώ με τη σημερινή ισοτιμία). Με την παραπάνω σύμβαση, κάθε πυροβολαρχία απέκτησε τον προβλεπόμενο αριθμό των 12 βλημάτων NSM (4 ανά MLV) έτοιμων προς βολή με άλλα 12 να βρίσκονται διαθέσιμα για επαναφόρτωση. Το τελικό κόστος για τις δύο πυροβολαρχίες ανήλθε τελικά σε περίπου 145 εκατομμύρια ευρώ.

Τον Δεκέμβριο του 2014, η Kongsberg υπέγραψε σύμβαση για την παράδοση δύο επιπλέον πυροβολαρχιών, πλήρους σύνθεσης, έναντι ΝΟΚ 1.3 δις (περίπου 137 εκατομμύρια ευρώ με τη σημερινή ισοτιμία).

Είναι άξιο αναφοράς το ότι στον πολωνικό διαγωνισμό συμμετείχε και η SAAB με το βλήμα RBS15 Mk3. H τιμή της προσφοράς της SAAB ήταν διπλάσια της αντίστοιχης της Kongsberg, γεγονός που σύμφωνα με πληροφορίες οφείλεται και στο ότι η SAAB είχε συμπεριλάβει επιπρόσθετα υλικά και κόστος χρηματοδότησης συνολικού ύψους περίπου 45 εκατομμυρίων ευρώ.

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι επίσης ότι τόσο η MBDA όσο και η Konsberg έχουν πρόσφατα λάβει παραγγελίες σημαντικού ύψους για βλήματα MM40 Block III και NSM από το Κατάρ και τη Γερμανία αντίστοιχα, που συνεπάγεται εκτεταμένη γραμμή παραγωγής για το επόμενο χρονικό διάστημα και ενδεχομένως δυνατότητα για χαμηλότερες τιμές μονάδας.

Σε επόμενο άρθρο θα ολοκληρώσουμε την παραπάνω ανάλυση με αναφορά στην επιχειρησιακή χρησιμότητα των ΣΚΒ στο Αιγαίο και με τα γενικά συμπεράσματά μας.

Σημειώσεις:

[1] Για λόγους γενικών όρων, τεχνικών προδιαγραφών και άδειας εξαγωγής θεωρείται απίθανο το ενδεχόμενο σε ενδεχόμενο διαγωνισμό να συμμετέχουν εταιρείες όπως η BrahMos Aerospace και η ρωσική NPO.

[2] H  MBDA κατασκευάζει επίσης το σύστημα μειωμένων σχετικά επιδόσεων εμβέλειας Marte MK2 Mobile Coastal Defence System (MDCS). Το MDCS βασίζεται στα βλήματα αυτόνομης καθοδήγησης (fire and forget) Marte Mk2/N εμβέλειας 30 χλμ και Marte ER εμβέλειας 100 χλμ. Τα Marte επιτυγχάνουν υψηλή υποηχητική ταχύτητα και έχουν δυνατότητα sea-skimming, τερματικών ελιγμών και ορισμού τριών σημείων ενδιάμεσης αλλαγής πορείας (waypoints) αλλά δεν έχουν δυνατότητα προσβολής στόχων εδάφους. Το MDCS εκμεταλλεύεται την ύπαρξη των δύο εκδόσεων, διαφορετικής εμβέλειας αλλά και κόστους, του βλήματος Marte, προκειμένου να προσφέρει μια ευέλικτη λύση μέσω της συνδυαστικής χρήσης κοινού φορέα / εκτοξευτή και συστήματος διαχείρισης και σχεδιασμού αποστολής. Το MDCS μπορεί να συνεργαστεί επίσης με φορείς βλημάτων MM40 Block III.