H αντίδραση του ΥΠΕΘΑ στον εξοπλιστικό παροξυσμό της Τουρκίας

36
988

Σε ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου με θέμα την πιθανή προμήθεια των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων μακρού βεληνεκούς S-400 από την Τουρκία, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος απάντησε στη Βουλή στις 6 Ιουλίου πως “οι Ένοπλες Δυνάμεις διαθέτουν την ενδεδειγμένη σχεδίαση για την αντιμετώπιση οιασδήποτε απειλής και δυνατότητας κάθε πιθανού αντιπάλου. Σε κάθε περίπτωση όμως η τυχόν διαφοροποίηση της απειλής αναλύεται και αντιμετωπίζεται με συνδυασμό σχεδίων και μέσων εφόσον αυτό απαιτηθεί. Περαιτέρω πληροφορίες επί του ζητήματος δεν δύνανται να αποδεσμευθούν μέσω της παρούσης διαδικασίας καθόσον αυτές είναι χαρακτηρισμένες ως «Άκρως Απόρρητες»”.

Ασφαλώς αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η παρούσα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ κρύβεται πίσω από χαρακτηρισμό του «άκρως απορρήτου», τον οποίο συστηματικά παραβιάζει όταν οι διαβαθμισμένες πληροφορίες εξυπηρετούν κομματικές σκοπιμότητες. Σημειώνεται ότι ο κατά τα άλλα λαλίστατος Πάνος Καμμένος αποφεύγει διαρκώς να απαντήσει για την καθυστέρηση υλοποίησης των 42 εξοπλιστικών προγραμμάτων και υποπρογραμμάτων ύψους 1,9 δισ. Ευρώ για την περίοδο 2014-2020, τα οποία εγκρίθηκαν από την Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής τον Ιούλιο του 2014, επικαλούμενος την «υψηλή διαβάθμιση αρκετών εξ αυτών».

Περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι όμως η απάντηση που έδωσε ο ΑΝΥΕΘΑ Δημήτρης Βίτσας σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στις 17 Ιουλίου στην ίδια ακριβώς ερώτηση: «Εμείς δεν πρόκειται να μπούμε σε μια λογική και σε μια διαδικασία κυνηγητού των εξοπλισμών. Πολλά από αυτά, τις περισσότερες φορές, είναι περισσότερο λόγια, παρά συγκεκριμένες πρακτικές. Δηλαδή, μια τέτοια αγορά, στο βαθμό που γίνει και αν γίνει, κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα γίνει, μιλάμε για μια εξέλιξη μετά από 3-5 χρόνια. Δεν είναι δηλαδή αύριο το πρωί!»

Όσοι ενδεχομένως δεν το έχουν ακόμα αντιληφθεί, στις παραπάνω δηλώσεις συμπυκνώνεται η ακολουθούμενη αμυντική πολιτική της Χώρας τα τελευταία δυόμιση χρόνια: Ο μεν Υπουργός επιχειρεί να αποκρύψει την γενικευμένη ανεπάρκειά του στην παραγωγή έργου, περιοριζόμενος στις πολιτικά ανώδυνες καθημερινές υποχρεώσεις της θεσμικής του θέσης και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα που ο ίδιος θεωρεί πως θα εξασφαλίσουν την παραμονή του στην καρέκλα της εξουσίας, ο δε Αναπληρωτής Υπουργός, αρμόδιος μεταξύ άλλων για τα ζητήματα της αμυντικής βιομηχανίας, επαφίεται στο νόμο των πιθανοτήτων για την άσκηση πολιτικής και δεν αντιλαμβάνεται ευκαιρίες και κινδύνους πέραν του χρόνου της θητείας του. Αμφότεροι όμως θα φέρουν ακέραιη την ευθύνη σε περίπτωση που ο ελληνικός αμυντικός μηχανισμός βρεθεί σε κατάσταση στρατηγικού αιφνιδιασμού.