Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) προμηθεύτηκε 39 βλήματα αέρος – επιφανείας τύπου AM-39 Block II Exocet για τον εξοπλισμό των αεροσκαφών Mirage 2000EGM/BGM. Η συγκεκριμένη προμήθεια προσέδωσε στην ΠΑ πρωτόγνωρες δυνατότητες ναυτικής κρούσης, ακόμα και εναντίον των πλέον σύγχρονων μονάδων επιφανείας του Τουρκικού Ναυτικού (TDK). Τα βλήματα AM-39 Block II της ΠΑ αξιοποιούνται πλέον αποκλειστικά από την 332Μ και τα αεροσκάφη -EGM/BGM καθώς η χρήση τους δεν είναι συμβατή με τoν εξοπλισμό των αεροσκαφών τύπου Mirage 2000-5 Mk2 της 331M.
Στην παρούσα ανάρτηση, αφού περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του βλήματος AM-39 Block II, θα αναφερθούμε στις τακτικές και στις παραμέτρους χρήσης του, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες του επιχειρησιακού περιβάλλοντος δράσης της ΠΑ.
Περιγραφή K/B ΑΜ-39 Block II Exocet
Το βλήμα AM-39 στην έκδοση Block II διατηρεί τις εξωτερικές διαστάσεις, το βάρος και το προωστικό σύστημα της αρχικής έκδοσης, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει παρόμοιες επιδόσεις. Συγκεκριμένα, η μέγιστη ταχύτητα του βλήματος είναι 0.93 Mach (1,140 km/h), η οποία και διατηρείται σταθερή καθ΄όλη την διάρκεια (περίπου 150 sec) λειτουργίας του πυραυλοκινητήρα σταθερής ώσης SNPE Helios, με την εμβέλεια να διαμορφώνεται στα 27 ν.μ. (50 km), αυξανόμενη ενδεικτικά στα 40 ν.μ. όταν το ύψος άφεσης είναι τα 30,000 ft.
O AM-39 Block II είναι αυτόνομης καθοδήγησης (fire and forget) χωρίς δυνατότητα μεταβίβασης νέων εντολών από το αεροσκάφος φορέα μετά την εκτόξευση. Η στοχοποίηση, στην περίπτωση της ΠΑ, γίνεται από το I-band (8 – 10 GHz) ραντάρ RDM-3 των -EGM/BGM. Το RDM-3 διαθέτει αξιoπρεπείς επιδόσεις θαλάσσιας έρευνας, με δυνατότητα εντοπισμού, σε ευρύ τομέα 120 μοιρών, στόχου μεγέθους ΤΠΚ σε απόσταση 60 ν.μ. (με καλές καιρικές συνθήκες). Η υστέρηση του συστήματος, σε σύγκριση με σύγχρονες σχεδιάσεις όπως το RDY-3 που έχει προταθεί για την αναβάθμιση των -EGM, παρατηρείται κυρίως στη δυνατότητα απεικόνισης, ταυτόχρονης παρακολούθησης και διάκρισης στόχων.
Το βλήμα AM-39 Block II, το οποίο μπορεί να εκτοξευθεί με γωνιακή απόκλιση μέχρι και 105 μοίρες από την τελική διεύθυνση προσβολής, κατευθύνεται αρχικά προς τον στόχο με την βοήθεια συστήματος αδρανειακής πλοήγησης (INS) και υψομετρικό ραντάρ τύπου Διαμόρφωσης Συχνότητας Συνεχούς Κύματος (FMCW). Το ραδιοϋψόμετρο προσαρμόζει και διατηρεί αυτόματα το εκάστοτε βέλτιστο δυνατό ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας (2 έως 8 μέτρα στην τελική φάση προσβολής) ακόμα και σε συνθήκες SS6.
Η τερματική καθοδήγηση πραγματοποιείται με τη χρήση του ψηφιακού μονοπαλμικού ραντάρ Super ADAC. Το ραντάρ λειτουργεί στην J-band (10 – 20 GHz) με παραμετροποιήσιμη περιοχή έρευνας +/-15 μοίρες, που δίνει δυνατότητα προσβολής στόχων υψηλής ταχύτητας (40 knots). Η ενεργοποίηση του ραντάρ του βλήματος πραγματοποιείται σε απόσταση περίπου 6 ν.μ. από τον στόχο, με τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση της έρευνας και τη μετάπτωση σε λειτουργία εγκλωβισμού να εκτιμάται σε μικρότερο των 4 sec. Το Super ADAC ενσωματώνει χαρακτηριστικά ECCM όπως Random Frequency Agility, Leading Edge Track (για την αντιμετώπιση range gate pull-off jamming) και ενδεχομένως Home-On-Jam, ενώ διαθέτει εξελιγμένες δυνατότητες διάκρισης συγκεκριμένων στόχων εντός σχηματισμού ή πλησίον ξηράς και απόρριψης ψευδοστόχων (chaff).
Στην τελική φάση προσβολής, υπάρχει η δυνατότητα εκτέλεσης ελικοειδών ελιγμών υψηλής φόρτισης. Η ενεργοποίηση της θραυσματικής γόμωσης βάρους 165 κιλών (ικανή να απενεργοποιήσει σκάφος εκτοπίσματος 3,000 τόνων), γίνεται με την βοήθεια δύο εναλλακτικών πυροσωλήνων. Έναν προσεγγίσεως, που θα χρησιμοποιηθεί πρωτίστως σε περιπτώσεις έντονου κυματισμού και εναντίον στόχων μικρού ύψους, και έναν προσκρούσεως, ο οποίος και ενεργοποιείται με καθυστέρηση 0.015 sec από την στιγμή της πρόσκρουσης προκειμένου η εκτόνωση της κεφαλής να γίνει εντός του στόχου.
Τακτικές Χρήσης
Διεύθυνση προσβολής: Γενικά, η επιθυμητή διεύθυνση προσβολής ενός ναυτικού στόχου από ένα Κ/Β είναι στο πλάι, στο αριστερό και δεξιό εγκάρσιο (90° / 270°). Σε αυτήν τη διεύθυνση, ο στόχος παρουσιάζει τη μέγιστη δυνατή ραδιοτομή (RCS) και φυσική επιφάνεια προσβολής, διευκολύνοντας τον εντοπισμό και την ιχνηλάτησή του, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα των soft-kill αντιμέτρων (jamming, chaff, decoys) και μειώνοντας τις πιθανότητες αστοχίας. Επίσης, η προσβολή στο πλάι μεγιστοποιεί τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολεμικής κεφαλής του βλήματος.
Όταν ένα πλοίο εντοπίσει απειλή K/B, η προβλεπόμενη αντίδραση είναι να αυξήσει την ταχύτητά του και να εκτελέσει τον εκάστοτε ενδεδειγμένο αμυντικό ελιγμό (AntiShip Missile Defence Course). Η ASMD πορεία εξαρτάται από πλήθος παραμέτρων, όπως το πολικό διάγραμμα ραδιοτομής του πλοίου στη συχνότητα λειτουργίας του ερευνητή του βλήματος, η απόσταση / διεύθυνση της απειλής και η διεύθυνση / ταχύτητα του ανέμου ενώ παράγοντες όπως τα τόξα βολής του οπλισμού του σκάφους, οι τυφλοί τομείς των αισθητήρων και η κατάστασή τους (π.χ. εκτός λειτουργίας) λαμβάνονται επίσης υπόψη στην τελική απόφαση αλλαγής πορείας.
Εφόσον γίνει συνδυασμένη χρήση δύο ή περισσότερων AM-39 Block II, προκειμένου να περιοριστούν τα αποτελέσματα των αμυντικών ελιγμών και η αποτελεσματικότητα των chaff, η προτεινόμενη, από την κατασκευάστρια εταιρία, διεύθυνση προσβολής είναι με γωνιακό διαχωρισμό 90° και ταυτόχρονη άφιξη επί του στόχου, σε ένα χρονικό παράθυρο που ιδανικά δεν θα υπερβαίνει τα 5 sec. Η δυνατότητα εκτόξευσης του AM-39 Block II με γωνιακή απόκλιση 105°, παρέχει ευελιξία στο σχεδιασμό της αποστολής και ευκολία υλοποίησης του ανωτέρω σεναρίου.
Σε κάθε περίπτωση, η βέλτιστη διεύθυνση προσβολής επηρεάζεται ή/και υπαγορεύεται και από άλλους παράγοντες όπως η δομή και η διάταξη της εχθρικής ναυτικής δύναμης αλλά και η θέση του κύριου στόχου εντός αυτής, η γεωγραφία της περιοχής και η παρουσία εχθρικής αεροπορικής δραστηριότητας.
Αριθμός βλημάτων: Ο τυπικός χρόνος από τον εντοπισμό ενός AM-39 Block II μέχρι την άφιξή του στον στόχο, ακόμα και σε ιδανικές συνθήκες, είναι της τάξης των 80 sec και σε αρκετές περιπτώσεις μικρότερος από 60 sec. Σε τόσο στενά χρονικά πλαίσια, η ψύχραιμη και άμεση αντίδραση όσων αφορά την απόφαση και τον τρόπο εκτέλεσης των ελιγμών (ειδικά στην περίπτωση ομάδας πλοίων όπου απαιτείται συντονισμός), η σωστή επιλογή του χρόνου εκτόξευσης των chaff και της διάταξή τους καθώς και ο χρόνος ενεργοποίησης των ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) και το είδος τους, αποτελούν κρίσιμους παράγοντες επιβίωσης, τουλάχιστον ισάξιους με την ικανότητα ταυτόχρονης εμπλοκής πολλαπλών εναέριων στόχων και την ύπαρξη συστημάτων CIWS.
Το TDK έχει σε χρήση σύγχρονα ραντάρ έρευνας, όπως το SMART-S Mk2 που παρέχει γρήγορη (3 – 5 περιστροφές) εξαγωγή στοιχείων στόχου (θέση / διάνυσμα ταχύτητας), αυτοματοποιημένα CMS (π.χ. GENESIS) και εκτοξευτές αναλωσίμων, βλήματα επιφανείας – αέρος RIM-7, RIM-162, RIM-116 με συστήματα διεύθυνσης πυρός που παρέχουν τη δυνατότητα αντιμετώπισης αντιπλοϊκών πυραύλων καθώς και εξειδικευμένα CIWS Sea Zentith και Phalanx (τα οποία και εκσυγχρονίζει σε επίπεδο Block 1B Baseline 2). Υστέρηση εμφανίζει στον εξοπλισμό ηλεκτρονικών αντιμέτρων, καθώς μόνο το σύστημα Scorpion των φρεγατών Barbaros (MEKO 200 Track IIA/B) διαθέτει, τουλάχιστον θεωρητικά, ικανότητες παρεμβολής σύγχρονων μονοπαλμικών ερευνητών όπως ο Super ADAC, στον αριθμό ταυτόχρονα εμπλεκόμενων εναέριων στόχων, ειδικά στην περίπτωση των RIM-7, ενώ είναι αμφισβητήσιμη η ικανότητα του συνδυασμού Seaguard/Sea Zenith να αντιμετωπίσει τους εξελιγμένους τερματικούς ελιγμούς υψηλής φόρτισης του AM-39 Block II.
Σύμφωνα με ανεπίσημους ισχυρισμούς της κατασκευάστριας εταιρίας MBDA, δύο AM-39 Block II, σε συντονισμένη επίθεση, επαρκούν για την επιτυχημένη προσβολή στόχου τύπου φρεγάτας. Ο ισχυρισμός της MBDA κρίνεται μάλλον αισιόδοξος για τα δεδομένα που θα αντιμετωπίσουν οι AM-39 Block II της ΠΑ, με την γενική θεωρητική εκτίμηση να προβλέπει διπλάσιο ή ενδεχομένως και μεγαλύτερο αριθμό βλημάτων για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Σε πραγματικές όμως συνθήκες, η παραπάνω θεωρητική εκτίμηση έχει μάλλον περιορισμένη αξία. Ο αριθμός των απαιτούμενων βλημάτων θα εξαρτηθεί κυρίως από το είδος και την κατάσταση του στόχου καθώς και τη συνολική δύναμη και διάταξη της τοπικής ναυτικής εχθρικής ομάδας ενώ η τελική αποτελεσματικότητα θα κριθεί κατά προτεραιότητα από το επίπεδο εκπαίδευσης του πληρώματος του πολεμικού πλοίου, την αμεσότητα της αντίδρασης και την ορθότητα των επιλογών του, σε συνδυασμό με τη σωστή σχεδίαση και εκτέλεση της επίθεσης.
Απόσταση βολής: Για την επιλογή της βέλτιστης επιχειρησιακά απόστασης άφεσης του βλήματος από το στόχο, οι χειριστές των Mirage 2000EGM/BGM θα σταθμίσουν τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η βολή εγγύτερα σε αυτόν με την ασφάλεια που παρέχει η εξαπόλυση στα όρια της εμβέλειας του βλήματος, συνεκτιμώντας επίσης τις τοπικές καιρικές συνθήκες και επιφανειακής κυματοδήγησης (surface ducting).
Συγκεκριμένα, με δεδομένο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η γενική θέση του στόχου θα είναι ήδη γνωστή από χρήση άλλων μέσων αποκάλυψης (π.χ. P-3B MLU, ναυτικά παρατηρητήρια), το RDM-3 δεν θα χρησιμοποιηθεί για έρευνα σε ευρύ τομέα και από μεγάλη απόσταση αλλά στην φάση της τελικής στοχοποίησης. Συνεπώς, η καθυστέρηση λειτουργίας του θα δώσει μειωμένο χρόνο προειδοποίησης και περιθώρια προετοιμασίας στην εχθρική δύναμη (π.χ. ελιγμοί για αλλαγή διάταξης και μετακίνηση του στόχου υψηλής αξίας σε θέση αυξημένης προστασίας εντός του σχηματισμού ή μετακίνηση του πλοίου με τις ικανότερες αντιπυραυλικές ικανότητες σε κατάλληλη θέση για την αντιμετώπιση της επερχόμενης απειλής) ενώ παράλληλα θα παρέχει βελτιωμένη παρουσίαση της τακτικής κατάστασης στην HDD του αεροσκάφους και αυξημένη ικανότητα διάκρισης στόχων. Τέλος, η τροφοδότηση του βλήματος με τη θέση του στόχου όσο το δυνατόν εγγύτερα, επιτρέπει την μείωση του τομέα έρευνας του ερευνητή του βλήματος και τον αντίστοιχο χρόνο μετάπτωσης σε mode εγκλωβισμού, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα εφαρμογής ηλεκτρονικών αντιμέτρων και αποτρέπoντας ενδεχόμενη λανθασμένη στοχοποίηση από τον ερευνητή Super ADAC.
Μικτοί σχηματισμοί (COMAO): Μια τυπική αποστολή ναυτικής κρούσης με χρήση AM-39 Block II, θα πραγματοποιηθεί από ένα ή δύο ζεύγη αεροσκαφών Mirage 2000EGM/BGM, οπλισμένων με 2 – 8 βλήματα, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα και τον αριθμό / είδος των στόχων. Εφόσον όμως δικαιολογείται από την αξία του αντικειμενικού σκοπού της, λάβει τη σχετική προτεραιότητα και φυσικά είναι διαθέσιμοι οι απαιτούμενοι υλικοί και ανθρώπινοι πόροι, η αποστολή ναυτικής κρούσης θα εκτελεστεί από μικτό σχηματισμό αεροσκαφών.
Πέραν των εξοπλισμένων με ΑΜ-39 Block II αεροσκαφών τύπου Mirage 2000EGM/BGM, ο μικτός σχηματισμός μπορεί να περιλαμβάνει μαχητικά συνοδείας και αεροσκάφη εφοδιασμένα με βλήματα αντι-ραντάρ, κατευθυνόμενες ή μη βόμβες και περιλήπτες βομβιδίων. Σχετικά με τον οπλισμό των υπολοίπων αεροσκαφών του μικτού σχηματισμού, είναι χρήσιμο να σημειωθεί ότι η έκδοση -ΙΙΙΑ του AGM-88B HARM σε χρήση από την ΠΑ (και την ΤΗΚ) εμφανίζει περιορισμούς στην προσβολή ενός κινούμενου και ελλισόμενου ναυτικού στόχου, με το προφίλ πτήσης του βλήματος και την απουσία εξειδικευμένων ατρακτιδίων HTS να μειώνουν την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα της χρήσης του. Οι βόμβες γενικής χρήσης θα χρησιμοποιηθούν για την ολοκλήρωση της προσβολής ενός ήδη απενεργοποιημένου, από επιτυχή βολή AM-39, εχθρικού σκάφους, με ενδεχόμενη εξαίρεση την περίπτωση όπου η τοπική γεωγραφία θα επιτρέψει την ασφαλή προσέγγιση και άφεση τους με ελιγμό pop-up. Στην περίπτωση αυτή, η προσβολή με βόμβες γενικής χρήσης θα πραγματοποιηθεί το πιθανότερο με πυροσωλήνα ρυθμισμένο να εκραγεί σε ύψος πάνω από τον στόχο ή με περιλήπτες βομβιδίων για την καταστροφή των αισθητήρων και οπλισμού του εχθρικού σκάφους.
Επίλογος
Η ύπαρξη του βλήματος AM-39 Block II Exocet στο ελληνικό οπλοστάσιο αποτελεί αναμφίβολα στρατηγικό πλεονέκτημα και ουσιαστικό παράγοντα αποτροπής. Ο AM-39 Block II συμπληρώνει τα όπλα επιφανείας του ΠΝ και τις επάκτιες συστοιχίες, προσδίδοντας την ικανότητα εκτέλεσης αποστολών ναυτικής κρούσης ταχείας αντίδρασης, με υψηλή τοπική συγκέντρωση πυρός και μεγάλες πιθανότητες επιβίωσης του φορέα άφεσης. H μετατροπή του βλήματος στο πλήρως ψηφιακό επίπεδο mod 2, θα μπορούσε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την υψηλή αποτρεπτική ισχύ του συνδυασμού Mirage 2000/AM-39 της ΠΑ.