Στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας-Ρωσίας

26
2200

«Τα ζητήματα στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας είναι σημαντικά, αν σκεφτεί κανείς ότι η Αθήνα έχει το μόνιμο καθήκον να αναχαιτίζει την Τουρκία». Η δήλωση αυτή του πρέσβη Yuri Ushakov, συμβούλου του Vladimir Putin για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, μία ημέρα πριν την επίσκεψη του Ρώσου προέδρου στην Ελλάδα, πυροδότησε εκ νέου συζητήσεις για το παρόν και το μέλλον των ελληνορωσικών σχέσεων και ιδιαίτερα για το σκέλος της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας, παρά το γεγονός ότι στην ατζέντα των συνομιλιών μεταξύ των δύο κυβερνητικών αντιπροσωπειών δεν περιλαμβάνεται το ζήτημα αυτό. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ενδεχομένως μία ένδειξη επανατοποθέτησης των διμερών σχέσεων συνεργασίας σε μία περισσότερο ρεαλιστική βάση: Αφενός οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν τους εγγενείς περιορισμούς (πολιτικούς, δημοσιονομικούς) και επικεντρώνονται στα πεδία όπου στην παρούσα φάση υφίσταται πραγματική δυνατότητα συνεργασίας αφετέρου παραμένουν νωπές ακόμα οι μνήμες από τους πειραματισμούς της προηγούμενης δεκαετίας, οι οποίες εν τέλει λειτούργησαν επιζήμια και για τις ελληνορωσικές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσφατη επανέναρξη του διαλόγου ΝΑΤΟ-Ρωσίας -μετά από διακοπή δύο ετών, με αναμενόμενη διαφωνία στο ζήτημα της Ουκρανίας- είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, η οποία οφείλει να διατηρεί ανοιχτή την επιλογή αγοράς ρωσικών οπλικών συστημάτων, κυρίως στις κατηγορίες εκείνες που η ρωσική τεχνογνωσία και οι επιδόσεις είναι υψηλές. Προς αυτή την κατεύθυνση, σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε στα τέλη του 2015 η κύρωση από την ελληνική Βουλή της διμερούς συμφωνίας για την προμήθεια Αμυντικού Υλικού, μέσω της οποίας ρυθμίζεται πλέον το πλαίσιο προμηθειών κύριου αμυντικού υλικού και η ροή ανταλλακτικών για τα οπλικά συστήματα ρωσικής προέλευσης που διαθέτουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Η Ελλάδα μαζί με την Τουρκία υπήρξαν δύο από τα παλαιά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ που -για διαφορετικούς λόγους το καθένα- ενέταξαν στα οπλοστάσιά τους συστήματα σοβιετικής/ρωσικής προέλευσης, για τις επιδόσεις των οποίων υπήρχε σχετική άγνοια μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, όταν η ενιαία πλέον Γερμανία αποφάσισε να αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικογερμανικού οπλοστασίου και να το παραχωρήσει σε συμμαχικά κράτη, η Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό, η Τουρκία, προσέτρεξαν για την κάλυψη των αναγκών τους. Σε αντίθεση με το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, που λόγω ασυμβατότητας και παλαιότητας του αντίστοιχου υλικού έδειξαν περιορισμένο ενδιαφέρον, ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) συγκρότησε επιτροπές, οι οποίες μετέβησαν στα στρατόπεδα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας για επιτόπια επιθεώρηση. Τελικά, ο ΕΣ κατάφερε να ενισχυθεί με σχεδόν μηδενικό κόστος με τα παρακάτω κύρια οπλικά συστήματα:

  • 501 Τεθωρακισμένα Οχήματα Μάχης BMP-1P/OST με αριθμό βλημάτων των 73mm
  • 158 Πολλαπλούς Εκτοξευτές Πυραύλων RM-70 με αριθμό ρουκετών των 122mm
  • 12 αντιαεροπορικά συστήματα OSA-AK (κατά ΝΑΤΟ: SA-8 Gecko) με 5 ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης Ρ-19, Κέντρα Διεύθυνσης Πυρός (ΚΔΠ) BTR-60PU-12M, οχήματα επαναγέμισης και μεγάλο αριθμό βλημάτων 9Μ33Μ2/3
  • 506 αντιαεροπορικά πυροβόλα Zu-23 με μεγάλο αριθμό πυρομαχικών των 23mm
  • 262 (κατ΄άλλες πηγές 251) αντιαρματικούς εκτοξευτές FAGOT (κατά ΝΑΤΟ: AT-4 Spigot) με 7.051 βλήματα 9Μ111 διαφόρων εκδόσεων.
  • 21.500 ελαφρούς αντιαρματικούς εκτοξευτές μιας χρήσης RPG-18
  • Πλωτές γέφυρες ΡΜΡ, ειδικοποιημένα οχήματα και λοιπό εξοπλισμό.
Το Πλοίο Ταχείας Μεταφοράς ΚΕΡΚΥΡΑ (L182) της Διοίκησης Αμφίβιων Δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού.
Το Πλοίο Ταχείας Μεταφοράς ΚΕΡΚΥΡΑ (L182) της Διοίκησης Αμφίβιων Δυνάμεων του Πολεμικού Ναυτικού.

Μετά τα γνωστά γεγονότα, η Πολεμική Αεροπορία παρέλαβε τον Μάρτιο του 1999 στην Κρήτη τις δύο πυροβολαρχίες αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς S-300PMU-1 (κατά NATO: SA-20) με 8 εκτοξευτές 5Ρ85ΤΕ και απόθεμα 40 βλημάτων 48Ν6Ε. Επιπλέον:

  • Το 1998 αποκτήθηκαν 20 μεταχειρισμένα ΟSΑ-ΑΚΜ και 3 ραντάρ Kasta-2E1 από τα ρωσικά αποθέματα.
  • Το 1999 αποκτήθηκαν 21 οχήματα εκτόξευσης 9Κ331Μ του αντιαεροπορικού συστήματος TOR-M1 (κατά ΝΑΤΟ: SA-15 Gauntlet), 5 ΚΔΠ 9S737Μ Ranzhir, οχήματα υποστήριξης και 368 βλήματα 9M331. To 2000 ασκήθηκε το δικαίωμα προαίρεσης για 10 πρόσθετα συστήματα TOR-M1 μαζί με τον προβλεπόμενο αριθμό ΚΔΠ, οχημάτων υποστήριξης και αριθμό βλημάτων. Από αυτά, τα έξι παραδόθηκαν στην Εθνική Φρουρά και τα τέσσερα στη Πολεμική Αεροπορία για την εγγύς αεροπορική προστασία των πυροβολαρχιών S-300PMU-1. Στο πλαίσιο της σύμβασης, τόσο τα TOR-M1 όσο και τα OSA-AKM απέκτησαν σύστημα Αναγνώρισης Φίλου ή Εχθρού (IFF) σύμφωνα με ΝΑΤΟϊκά πρότυπα (Mk XII, STANAG 4193) ενώ παράλληλα εγκαταστάθηκαν συστήματα IFF τύπου AN/TPX-54 (X) στα ραντάρ Ρ-19 και Kasta 2E1 των πυροβολαρχιών OSA-AKM.
  • Το 2002 υπεγράφη η σύμβαση προμήθειας 2 Πλοίων Ταχείας Μεταφοράς τύπου Zubr (κατά NATO: Pomornik) μαζί με δύο πρόσθετα από την Ουκρανία.
  • Μεταξύ 2001-2003 αποκτήθηκαν 196 αντιαρματικοί εκτοξευτές μεγάλου βεληνεκούς Kornet (κατά ΝΑΤΟ: AT-14 Spriggan).
  • To 2005 παραχωρήθηκαν 7 πρόσθετα αντιαεροπορικά συστήματα OSA-AKM με ενσωματωμένο σύστημα IFF.

Στην παρούσα φάση, «ώριμα» θεωρούνται:

  • το υποπρόγραμμα «εν συνεχεία υποστήριξη και επαναπιστοποίηση βλημάτων του οπλικού συστήματος S-300PMU1» καθώς ολοκληρώνεται η αξιολόγηση της τεχνοοικονομικής προσφοράς.
  • το υποπρόγραμμα της προμήθειας Α/Τ βλημάτων Kornet για συμπλήρωση του υφιστάμενου αποθέματος.