Σε προηγούμενο άρθρο μας, συγκρίναμε αναλυτικά τα δυτικής προέλευσης αντιπλοϊκά κατευθυνόμενα βλήματα (Κ/Β) μεγάλης εμβέλειας, που μπορούν χρησιμοποιηθούν από επίγειους εκτοξευτές. Διαπιστώσαμε ότι όλες οι επιλογές παρουσιάζουν γενικά κοινές επιδόσεις και παραπλήσια χαρακτηριστικά, με εξαίρεση τον πιο σύγχρονο εκπρόσωπο της κατηγορίας, το Κ/Β NSM της Kongsberg, που διαφοροποιείται πλήρως στο σύστημα τερματικής καθοδήγησης, εμφανίζοντας κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα αντίστοιχα. Έχοντας πλέον σαφή εκτίμηση των δυνατοτήτων των διαθέσιμων επιλογών, μπορούμε να αναλύσουμε την επιχειρησιακή αξία των επάκτιων Συστοιχιών Κατευθυνόμενων Βλημάτων (ΣΚΒ), τελευταίας γενιάς, στο περιβάλλον δράσης του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ) και να εξετάσουμε τη σκοπιμότητα προμήθειας νέων ΣΚΒ, προς αντικατάσταση ή συμπλήρωση της υπάρχουσας υποδομής και εξοπλισμού.
Με εμβέλεια πολλαπλάσια των 10 νμ και υψηλά ποσοστά επιτυχούς πλήγματος, οι επάκτιες ΣΚΒ δεν αποτελούν απλώς ένα σύστημα τοπικής άμυνας από απειλές επιφανείας αλλά μπορούν να εκτελέσουν με επιτυχία αποστολές άρνησης / απαγόρευσης μιας ευρύτατης περιοχής. Ο επιχειρησιακός τους ρόλος είναι ουσιαστικός και διευρυμένος, αν και είναι λάθος να τον παρερμηνεύσουμε και να θεωρήσουμε ότι οι ΣΚΒ μπορούν να υποκαταστήσουν τις μονάδες επιφανείας, ακόμα κι αν περιορίσουμε την αναφορά μας στα Ταχέα Περιπολικά Κατευθυνόμενων Βλημάτων (ΤΠΚ).
Ένα σύγχρονο ΤΠΚ έχει ικανότητα εκτέλεσης επιπλέον αποστολών πέραν του πολέμου επιφανείας, όπως ναυτικό βομβαρδισμό και υποστήριξη αμφίβιων επιχειρήσεων, αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών και έρευνα και διάσωση. Επιπλέον, μπορεί να εκτελέσει αποστολές προβολής ισχύος και διαχείρισης μιας κρίσης, που εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν από τις ΣΚΒ. Οι ΣΚΒ δεν μπορούν και δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν προληπτικά (σε απόλυτη αντιστοιχία και με τα επίγεια Α/Α μέσα) προδίδοντας τη θέση τους από τον καιρό της ειρήνης π.χ. για να “παρενοχλήσουν” ή να εκδιώξουν μια εχθρική μονάδα επιφανείας που κινείται προκλητικά ή παράνομα στην περιοχή ευθύνης τους. Η ενεργοποίηση τους θα γίνει αποκλειστικά και μόνο σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης.
Στο δόγμα επιχειρήσεων του ΠΝ, οι ΣΚΒ δρουν συμπληρωματικά των μονάδων επιφανείας, σε περιοχές που επιτρέπουν την απρόσκοπτη εκμετάλλευση του μεγάλου βεληνεκούς και παράλληλα δεν ευνοούν την δράση μονάδων όπως οι ΤΠΚ προηγούμενης γενιάς, λόγω π.χ. της απουσίας σημείων αγκίστρωσης και απόκρυψης. Τοποθετημένες σε προωθημένες θέσεις, οι ΣΚΒ παρέχουν μεγάλη ισχύ πυρός και πολύ μικρούς χρόνους αντίδρασης, συμπληρώνοντας, με χαμηλό λειτουργικό κόστος, τις μονάδες του ΠΝ σε διασπορά και σε υπηρεσία σκοπούντος.
Από τη στιγμή που οι ΣΚΒ αναπτυχθούν στις θέσεις διασποράς/βολής και λάβουν τα σχετικά μέτρα απόκρυψης, ο εντοπισμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολος, ακόμα και με σύγχρονα μέσα αποκάλυψης, όπως μπορούν να βεβαιώσουν και οι χειριστές της ΠΑ και της ΑΣ που αδυνατούν να τις εντοπίσουν στο πλαίσιο διακλαδικών ασκήσεων. Η τοποθέτηση σε ένα νησί μεγάλου μεγέθους με εκτεταμένο οδικό δίκτυο, δίνει τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών για τις κύριες και εναλλακτικές θέσεις, ενώ η τοπική ύπαρξη Μοίρας Αντιαεροπορικού Πυροβολικού του ΕΣ ή Κατευθυνόμενων Βλημάτων της ΠΑ, αυξάνει την ήδη υψηλή επιβιωσημότητα τους. Σχετικά με την αποκάλυψη και ταυτοποίηση στόχων και πέραν της όποιας αυτόνομης ικανότητας, οι ΣΚΒ εκμεταλλεύονται το υπάρχον δίκτυο παρατηρητηρίων και αισθητήρων του ΠΝ.
Συνεκτιμώντας τα πλεονεκτήματα των ΣΚΒ και τον υψηλό λόγο οφέλους – κόστους που παρουσιάζουν, ειδικά όταν χρησιμοποιηθούν σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του Αιγαίου και ενταχθούν σε μια υπάρχουσα αμυντική υποδομή και δίκτυο εντοπισμού στόχων, το ΠΝ προχώρησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην απόφαση προμήθειας ΣΚΒ με βλήματα τύπου ΜΜ-40 Exocet Βlock II επί φορτηγών οχημάτων Renault TRM 10000. Το ΜΜ-40 Βlock II αποτελεί ένα σχετικά σύγχρονο αντιπλοϊκό βλήμα με εμβέλεια 40 νμ (περίπου 75 χλμ), δυνατότητα ορισμού σημείων αλλαγής πορείας (waypoints), ψηφιακό μονοπαλμικό ερευνητή τερματικής καθοδήγησης Super ADAC με ενσωματωμένα χαρακτηριστικά ECCM και δυνατότητα εκτέλεσης ελικοειδών ελιγμών υψηλής φόρτισης στην τελική φάση προσβολής.
Προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε το φημολογούμενο ενδιαφέρον του ΠΝ για προμήθεια νεών επάκτιων ΣΚΒ, παρατηρούμε καταρχήν ότι δεν προκύπτει άμεση ανάγκη αντικατάστασης των υπαρχόντων μονάδων, καθώς τα MM40 Βlock II εξακολουθούν να παρέχουν αξιοπρεπείς επιδόσεις και παραπλήσια χαρακτηριστικά με τα βλήματα τελευταίας γενιάς. Η κύρια υστέρηση της έκδοσης Block II σε σύγκριση με σύγχρονες σχεδιάσεις, επικεντρώνεται στην μικρότερη εμβέλεια και στην αδυναμία προσβολής στόχων εδάφους ή ελλιμενισμένων πλοίων. Όμως, το ΠΝ διαθέτει σήμερα 40 Κ/Β MM40 Block III με σχετικές δυνατότητες, τα οποία εφοδιάζουν τις ΤΠΚ τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ, επομένως η σχετική ανάγκη καλύπτεται ήδη. Επίσης, αν οι παραπάνω δυνατότητες θεωρηθούν επιχειρησιακά κρίσιμες και για τις επάκτιες ΣΚΒ, η πιο άμεση και οικονομικά συμφέρουσα λύση είναι η προμήθεια μικρού αριθμού (4 – 8) βλημάτων Block III και η τροποποίηση των υπαρχόντων ΣΚΒ για να αποκτήσουν τη δυνατότητα βολής τους. Συνεπώς, αν τελικά υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για προμήθεια νέων ΣΚΒ, αυτό λογικά θα αφορά τη συμπλήρωση και όχι την αντικατάσταση των συστημάτων σε υπηρεσία.
Ο συνολικός αριθμός και η σύνθεση των επάκτιων συστοιχιών του ΠΝ αποτελούν διαβαθμισμένη πληροφορία, επομένως δεν μπορούμε να αναλύσουμε την αριθμητική επάρκειά τους. Όταν όμως λήφθηκε η σχετική απόφαση αγοράς, η υπό προμήθεια ποσότητα είναι δεδομένο πως δεν προέκυψε τυχαία αλλά έπειτα από αναλυτική μελέτη με βάση το γεωγραφικό περιβάλλον δράσης του ΠΝ, τη δύναμη του Στόλου και το μεσοπρόθεσμο εξοπλιστικό προγραμματισμό της εποχής.
Σήμερα, το περιβάλλον δράσης του ΠΝ εμφανίζεται διευρυμένο καθώς περιλαμβάνει, σε υψηλή πλέον προτεραιότητα, και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο σχεδιασμός του ΠΝ περιελάμβανε πάντα σχέδια δράσης στην Ανατολική Μεσόγειο, η ανάγκη παρουσίας όμως και εκτέλεσης επιχειρήσεων στην περιοχή εμφανίζεται πλέον αυξημένη. Η εμβέλεια (100 νμ) των σύγχρονων ΣΚΒ, αν και σημαντική, δεν επαρκεί για την άρνηση/απαγόρευση της εν λόγω περιοχής ακόμα κι αν οι συστοιχίες τοποθετηθούν σε “ακραία” σημεία. Ενδεχομένως θα μπορούσαν προσφέρουν κάποιες λύσεις και μια ευελιξία στον επιτελικό σχεδιασμό της διάταξης των μονάδων επιφανείας, αλλά θα πρέπει να μην μας διαφεύγει ότι ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου απαιτεί πρωτίστως δυνατότητα ισχυρής ναυτικής παρουσίας, προβολής ισχύος και διαχείρισης καταστάσεων κρίσης. Η προστιθέμενη αξία της πιθανής παρουσίας ΣΚΒ στην περιοχή θα ήταν εκ των πραγμάτων μειωμένη και επομένως μπορούμε, με σχετική ασφάλεια, να θεωρήσουμε ότι, τουλάχιστον σε σχέση με την παράμετρο του περιβάλλοντος δράσης, δεν απαιτείται σήμερα ουσιαστική αριθμητική συμπλήρωση των υπαρχόντων ΣΚΒ.
Σε σχέση με την εξέλιξη της εξ’ ανατολών ναυτικής απειλής αλλά και της παρούσας δύναμης του ΠΝ, παρά την ισχυρή αναβάθμιση της soft/hard αντιβληματικής ικανότητας των μονάδων του TDK (π.χ. χρήση RIM-7M/P, RIM-162 ESSM, RIM-116 RAM, ECM Scorpion B, αναβάθμιση Phalanx σε Block 1B Baseline 2), το ΠΝ διαθέτει σήμερα υψηλές δυνατότητες πολέμου επιφανείας. Έχει εισάγει σε υπηρεσία το MM40 Exocet Block III που αποτελεί το πλέον σύγχρονο αντιπλοϊκό βλήμα της περιοχής, αναμένει σύντομα την εισαγωγή σε υπηρεσία δύο νέων ΤΠΚ τύπου ΡΟΥΣΣΕΝ εξοπλισμένων με το εν λόγω βλήμα, αναβαθμίζει τον εξοπλισμό των ΤΠΚ προηγούμενης γενιάς με Κ/Β RGM-84D Harpoon Block 1C και ΜΜ40 Block II, διατηρεί σε υπηρεσία τις ΣΚΒ με βλήματα MM40 Block II, διαθέτει βλήματα Penguin Mk2 Mod7 για χρήση από τα ελικόπτερα S-70B/B6 και αναβαθμίζει (;) τις ικανότητες παροχής τακτικής εικόνας με τον εκσυγχρονισμό των P-3B. Επιπρόσθετα, έχει την καθοριστική συνδρομή της ΠΑ η οποία χρησιμοποιεί το βλήμα AM-39 Block II, παρέχοντας γρήγορη αντίδραση και συγκέντρωση πυρός σε ολόκληρη την περιοχή ευθύνης. Τέλος, με την ολοκλήρωση της εισαγωγής σε υπηρεσία των Υ/Β τύπου 214 θα διαθέτει οκτώ υποβρύχιους φορείς με δυνατότητα βολής του Κ/Β Harpoon.
Συμπερασματικά, οι επάκτιες ΣΚΒ έχουν ουσιαστικό ρόλο και υψηλή προστιθέμενη επιχειρησιακή αξία στο περιβάλλον του Αιγαίου και η απόφαση προμήθειας τους ήταν εξαιρετικά επιτυχής. Οι επιδόσεις και τα χαρακτηριστικά του Κ/Β MM40 Block II που εξοπλίζει τις υπάρχουσες ΣΚΒ δεν δικαιολογούν την άμεση αντικατάστασή του ενώ συνυπολογίζοντας το περιβάλλον δράσης, τη σημερινή δύναμη του Στόλου και τις αντιβληματικές δυνατότητες του TDK, δεν φαίνεται να προκύπτει κάποια επιτακτική ανάγκη εισαγωγής νέου αντιπλοϊκού βλήματος στο οπλοστάσιο του ΠΝ. Οι εναλλακτικές επιλογές δεν προσφέρουν κάποιο καταλυτικό πλεονέκτημα που δεν απολαμβάνει ήδη το ΠΝ με την χρήση του ΜΜ40 Block III. Εφόσον κριθεί επιχειρησιακά απαραίτητη η αύξηση του σχετικού αποθέματος Κ/Β μεγάλης εμβέλειας τελευταίας γενιάς, αυτή για προφανείς λόγους ομοιοτυπίας μπορεί να πραγματοποιηθεί με προμήθεια μικρής ποσότητας επιπλέον βλημάτων MM40 Block III.
Σχετικά με το ενδιαφέρον του ΠΝ για νέες επάκτιες ΣΚΒ, το πιθανότερο είναι πως αυτό εξαντλείται στην ανάγκη ενημέρωσης των στελεχών του ΓΕΝ για τις σύγχρονες εξελίξεις ή εντάσσεται στα πλαίσια ενός μακροπρόθεσμου γενικού προγραμματισμού. Η παραπάνω θεώρηση μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη αν ο μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός του ΠΝ και της ΠΑ περιλαμβάνει την απόσυρση, χωρίς αντικατάσταση, επιπλέον μονάδων επιφανείας πέραν των τελευταίων S148 καθώς και την δρομολόγηση της σταδιακής απόσυρσης, μέσω της μη επαναπιστοποίησης, των Κ/Β τύπου MM40 Block II και ΑΜ-39 Block II. Σε αυτή τη περίπτωση, η προμήθεια νέων ΣΚΒ ενδεχομένως να εξετάζεται ως μια εναλλακτική. Προσωπική γνώμη του γράφοντος, μια τέτοια εξέλιξη δεν αποτελεί την βέλτιστη οικονομικά και επιχειρησιακά λύση. Τουλάχιστον, αν το παραπάνω σενάριο ευσταθεί και το πρόγραμμα λάβει τη σχετική προτεραιότητα υλοποίησης, ας διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε προμήθεια θα πραγματοποιηθεί μέσω διαγωνισμού. Η διεθνής πρακτική έχει δείξει ότι το χαμηλότερο τίμημα και οι βέλτιστοι οικονομικοί όροι επιτυγχάνονται με τη διενέργεια διεθνών ανοικτών διαγωνισμών και όχι μέσω απ’ ευθείας αναθέσεων.