Περί συγκρότησης Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας

12
1376
Η βελτίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και διαχείρισης κρίσεων στο υφιστάμενο πρωθυπουργικό σύστημα διακυβέρνησης μπορεί να προέλθει μέσα από τη συγκρότηση ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.

Ο πρέσβης ε.τ. και υπεύθυνος Εξωτερικής Πολιτικής και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Ποταμιού Γιώργος Κακλίκης παρουσίασε χθες την πρόταση του κόμματος στο Ζάππειο για θεσμοθέτηση και λειτουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) που «θα συνεπικουρεί την εκάστοτε κυβέρνηση στην λήψη κρίσιμων αποφάσεων» και το οποίο «θα είναι επιφορτισμένο με την επίβλεψη όλων των θεμάτων που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, τη στρατηγική άμυνα, τον συντονισμό πληροφοριών και την ασφάλεια των πόρων, χωρίς βέβαια να υποκαθιστά το ΚΥΣΕΑ το οποίο είναι αμιγώς κυβερνητικό σώμα».

Το ζήτημα του ΣΕΑ επανέρχεται κατά καιρούς στην επικαιρότητα καθώς αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση ότι υφίσταται θεσμικό έλλειμμα τόσο στο επίπεδο διαμόρφωσης, σχεδιασμού και υλοποίησης στρατηγικής όσο και σε εκείνο της λήψης αποφάσεων και διαχείρισης κρίσεων. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) από τη σύστασή του το 1985 μέχρι σήμερα απέτυχε στη πράξη ως συλλογικό όργανο να διαμορφώσει μια συνεκτική και μακροπρόθεσμη στρατηγική εθνικής ασφαλείας για τη χώρα και περιορίστηκε στη λήψη διαδικαστικών κυρίως αποφάσεων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του. Η μέχρι σήμερα πρακτική έχει αποδείξει πως το ΚΥΣΕΑ εύκολα παρακάμπτεται ή επικυρώνει εκ των υστέρων τις αποφάσεις που λαμβάνει ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, βασιζόμενος σε στενούς συνεργάτες και πρόσωπα εμπιστοσύνης. Επιτομή της απαξίωσης του ΚΥΣΕΑ είναι η «δια περιφοράς» σύγκληση όπου κάθε μέλος καλείται να συνυπογράψει ειλημμένες αποφάσεις μείζονος εθνικής σημασίας, χωρίς τη φυσική τους παρουσία και προφανώς χωρίς να έχει προηγηθεί ενημέρωση και συζήτηση. Ασφαλώς, προεκλογικές εξαγγελίες όπως εκείνη των Ανεξαρτήτων Ελλήνων για «σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας με τους 20 καλύτερους στρατηγικούς αναλυτές της χώρας» (sic) δεν μπορούν να αξιολογηθούν ως σοβαρές στο δημόσιο διάλογο.

Ως θεσμός, το ΣΕΑ έχει διαφορετική μορφή και αρμοδιότητες ανά κράτος και διακρίνεται κατά κύριο λόγο α) σε αποφασιστικό ή β) σε συμβουλευτικό – συντονιστικό όργανο του προέδρου (ΗΠΑ, Γαλλία, Τουρκία) ή πρωθυπουργού (Ισραήλ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία). Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν μπορεί να συγκροτηθεί ΣΕΑ οποιασδήποτε μορφής αλλά κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματική ακόμα μία γραφειοκρατική δομή, όπως αυτή που προτείνει το Ποτάμι με τη συμμετοχή μάλιστα πρώην Πρωθυπουργών, σε ένα κράτος όπου σήμερα κυριαρχούν οι προσπάθειες διάβρωσης των ήδη απαξιωμένων θεσμών, όπου νόμοι εκδίδονται αλλά δεν εφαρμόζονται, όπου αποφάσεις λαμβάνονται ακόμα και σε επίπεδο Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών αλλά δεν υλοποιούνται, όπως ενδεικτικά για το εθνικής σημασίας ζήτημα του Μεταναστευτικού. 

prothupourgos-aleksis-tsipras
Ένας σημαντικός, αν και απροσδιόριστος, παράγοντας ισχύος ενός κράτους είναι η αποδοτικότητα της γραφειοκρατίας που σχετίζεται άμεσα με τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού. Στην περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης, η οργάνωση και στελέχωση του Γραφείου του Πρωθυπουργού έχει λάβει κωμικοτραγικές διαστάσεις.

Σύμφωνα με τους καθηγητές Kevin Featherstone του London School of Economics και Δημήτρης Παπαδημητρίου του University of Manchester («Prime ministers in Greece: The paradox of power») που μελέτησαν εκτενώς τις θητείες 5 Ελλήνων πρωθυπουργών, οι δύο σημαντικότεροι παράγοντες που έχουν ως αποτέλεσμα να υστερεί το σύστημα κεντρικής διοίκησης της χώρας υπό τον πρωθυπουργό είναι α) η οργάνωση και στελέχωση του Γραφείου του Πρωθυπουργού και β) η λειτουργία της κυβέρνησης. [1] Η ελλιπής οργάνωση, η αναξιοκρατική στελέχωση και η προβληματική λειτουργία αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της σημερινής κυβέρνησης, σε σημείο μάλιστα που ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα προτιμούν να συνομιλούν απευθείας με τον επικεφαλής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού αντί του υπουργού Εξωτερικών για το ζήτημα διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης. [2] Στο ίδιο ζήτημα, αντικείμενο προβληματισμού αποτελούν και οι πληροφορίες για ψυχρότητα του Μεγάρου Μαξίμου με τον Διοικητή της ΕΥΠ όταν ο τελευταίος φέρεται να είχε προτείνει πιο ριζική και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος από την κυβέρνηση. [3]

Επομένως, η συγκρότηση ΣΕΑ οφείλει πρωτίστως να αποσκοπεί:

  • στη βελτίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο υφιστάμενο πρωθυπουργικό σύστημα διακυβέρνησης
  • στο συντονισμό όλων των εμπλεκομένων φορέων στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικής άμυνας και ασφάλειας
  • στη σύσταση ενός θεσμοθετημένου οργάνου διαχείρισης κρίσεων που θα έχει ρόλο στην πρόληψη, την αποτροπή και την αντιμετώπιση κρίσεων.

Μια ρεαλιστική και μηδενικού κόστους παρέμβαση θα ήταν η σύσταση ενός νέου συλλογικού κυβερνητικού οργάνου με διευρυμένες αποφασιστικές αρμοδιότητες και ονομασία (Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας) που θα υπάγεται απ΄ευθείας στον Πρωθυπουργό και θα προέλθει από την κατάργηση των δύο βασικών συλλογικών κυβερνητικών οργάνων, ήτοι της Κυβερνητικής Επιτροπής και του ΚΥΣΕΑ, προς αποφυγήν επικάλυψης και σύγκρουσης αρμοδιοτήτων. [4] Καθήκοντα Γραμματέα του ΣΕΑ ασκεί ο εκάστοτε επικεφαλής του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού ενώ διοικητική υποστήριξη στη λειτουργία του ΣΕΑ παρέχει η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης που θα τηρεί τα πρακτικά των συνεδριάσεών του.

Φυσικά η τελική μορφή του ΣΕΑ εξαρτάται άμεσα από το εύρος των αρμοδιοτήτων που θα αποκτήσει. Σύμφωνα με μελέτη 278 κρίσεων, στο 51% των περιπτώσεων η ομάδα που έπαιρνε αποφάσεις απαρτιζόταν από τέσσερα ή λιγότερα άτομα ενώ μόνο στο 22% ξεπερνούσε τα 10 άτομα (Ηλίας Κουσκουβέλης, Λήψη Αποφάσεων Κρίση Διαπραγμάτευση, Παπαζήσης, Αθήνα 1997). Επομένως, στο ΣΕΑ θα πρέπει να μετέχουν ο Πρωθυπουργός ως πρόεδρος, oι Υπουργοί Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, ο Γ.Γ. του ΥΠΕΞ, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ και ο Διοικητής της ΕΥΠ ως τακτικά μέλη ενώ θα προσκαλούνται, κατά περίπτωση, και άλλοι συναρμόδιοι Υπουργοί και ανώτατα υπηρεσιακά στελέχη (Αρχηγοί Σωμάτων Ασφαλείας κλπ) ως έκτακτα μέλη, ανάλογα με το αντικείμενο της συνεδρίασης.

Βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή και υλοποίηση οποιασδήποτε κυβερνητικής απόφασης παραμένει η αξιοκρατική στελέχωση και η θεσμοθέτηση θητείας για τα ανώτατα υπηρεσιακά στελέχη (Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων, Αρχηγοί ΕΔ και ΣΑ κλπ) ώστε να εξασφαλίζεται η «συνέχεια του κράτους».

Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας

Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (Milli Güvenlik Kurulu: ΜGK) είναι ένας από τους παλαιότερους θεσμούς του τουρκικoύ κράτους και εμφανίστηκε αρχικά τον Απρίλιο του 1933, κατόπιν Προεδρικού Διατάγματος που εξέδωσε ο Mustafa Kemal, με την ονομασία Ανώτατο Συμβούλιο και Γενική Γραμματεία Άμυνας. Το 1949 μετονομάσθηκε σε Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας ενώ συγκροτήθηκε Γενική Γραμματεία για την εξυπηρέτησή του. Μετά το πρώτο πραξικόπημα και πιο συγκεκριμένα με το άρθρο 111 του Συντάγματος του 1961, αλλάζει όνομα σε Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, όπως παραμένει μέχρι σήμερα. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας λαμβάνει την τελική του μορφή με το άρθρο 118 του Συντάγματος του 1982 που ακολούθησε το τρίτο πραξικόπημα του 1980. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο: «Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας παρουσιάζει τις απόψεις του στο υπουργικό συμβούλιο για θέματα που αφορούν τη λήψη αποφάσεων και τον αναγκαίο συντονισμό για τον προσδιορισμό, την αξιολόγηση και τις εφαρμογές του δόγματος της εθνικής ασφάλειας της χώρας. Οι προτάσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που έχουν να κάνουν με μέτρα που κρίνονται απαραίτητα να ληφθούν και είναι άμεσα συνδεδεμένα με την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας και την εσωτερική σταθερότητα, θα πρέπει να τυγχάνουν προτεραιότητας ως προς την εφαρμογή τους».

Συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (MGK) υπό τον πρόεδρο Recep Tayyip Erdoğan στις 20 Ιουλίου 2016.
Συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (MGK) υπό τον πρόεδρο Recep Tayyip Erdoğan στις 20 Ιουλίου 2016.

Σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό, το MGK θα πρέπει να διέπεται από άκρα μυστικότητα. Οι οικονομικοί του πόροι ανέρχονται περίπου σε 6 εκατ. ευρώ ετησίως, τα ονόματα όσων εργάζονται στη Γραμματεία του Συμβουλίου είναι απόρρητα, καθώς επίσης και οποιαδήποτε δημοσίευση των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συμβουλίου είναι αυστηρώς απαγορευμένη. Το Συμβούλιο συνέρχεται υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας και σε αυτό συμμετέχουν ο Πρωθυπουργός, οι Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, οι υπουργοί Εξωτερικών, Εσωτερικών, Άμυνας και Δικαιοσύνης, ο Αρχηγός των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και οι Αρχηγοί των Κλάδων. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια όπου επικεφαλής της MGK αναλάμβανε ανώτατος αξιωματικός ε.α., σημερινός γενικός γραμματέας του MGK είναι ο πρώην περιφερειάρχης Seyfullah Hacımüftüoğlu με καταγωγή από την ανατολική Τραπεζούντα, όπως εξάλλου συμβαίνει με σειρά στελεχών που έχουν τοποθετηθεί τα τελευταία χρόνια σε ολόκληρο τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό και αποτελούν τα «αυτιά και μάτια» του Recep Tayyip Erdoğan.

Η Γραμματεία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας είναι επίσης υπεύθυνη για τη σύνταξη και αναθεώρηση του Πρωτοκόλλου Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας (Milli Güvenlik Siyaset Belgesi) της Τουρκίας, γνωστό στη γειτονική χώρα ως «Ερυθρά Βίβλος» (Kirmizi Kitap), το οποίο εγκρίνεται και υπογράφεται από τα μέλη του ΣΕΑ και από το υπουργικό συμβούλιο. Στη συνέχεια, υπογράφεται ανάλογα από εκείνα τα όργανα του κράτους και της κυβέρνησης που έχουν αρμοδιότητα υπογραφής διεθνών και διμερών συμβάσεων και συμφωνιών, νόμων, διαταγμάτων και λοιπών διοικητικών αποφάσεων. Η «Ερυθρά Βίβλος» είναι επίσημο έγγραφο του τουρκικού κράτους, που καθορίζει ρητά τις βασικές γραμμές της Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας και υποχρεώνει την εκάστοτε κυβέρνηση να ακολουθεί πολιτικές που στηρίζονται απαρέγκλιτα στις γραμμές του Πρωτοκόλλου.

Το Πρωτόκολλο του 1960 παρέμενε αναλλοίωτο επί μια 20ετία, μέχρι που η αλλαγή των διεθνών και των εσωτερικών πολιτικών συνθηκών και η επιβολή της χούντας του Εβρέν οδήγησε στην πρώτη του αλλαγή. Η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ οδήγησε στη σύνταξη του τρίτου Πρωτοκόλλου (1992), ενώ η ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις οδήγησαν στη σύνταξη του τέταρτου Πρωτοκόλλου, το Νοέμβριο του 1997. Το 2005 εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας το πέμπτο Πρωτόκολλο, το οποίο επικυρώθηκε με απόλυτη μυστικότητα από το υπουργικό συμβούλιο και τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2006.


Σημειώσεις:

[1] «Οι πρωθυπουργοί στην Ελλάδα: Το παράδοξο της εξουσίας», http://www.kathimerini.gr/833509/opinion/epikairothta/politikh/oi-prw8ypoyrgoi-sthn-ellada-to-parado3o-ths-e3oysias

[2] Ρήγμα στις σχέσεις Μαξίμου – Κοτζιά, http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=787455

[3] Ψυχρότητα στις σχέσεις Μαξίμου με τον Ρουμπάτη της EYΠ, http://www.thetoc.gr/politiki/article/psuxrotita-stis-sxeseis-maksimou-me-ton-roumpati-tis-eyp

[4] Π. Χηνοφώτης, Σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, http://www.kathimerini.gr/858299/opinion/epikairothta/politikh/systash-symvoylioy–e8nikhs-asfaleias