Κ/Β UGM-84 Sub Harpoon στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου

78
4709
Tα υποβρύχια κλάσης ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ διαθέτουν εξαρχής πρόβλεψη εξαπόλυσης K/B Sub Harpoon.

Στις 31 Μαρτίου, στo πλαίσιο της εν εξελίξει άσκησης μεγάλης κλίμακας Deniz Yildizi (Αστερίας) 2017 του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού (TDK), πραγματοποιήθηκε εκπαιδευτική βολή Κ/Β τύπου UGM-84 Sub Harpoon από το υποβρύχιο ÇANAKKALE (S358) του TDK. Με την ευκαιρία της παραπάνω βολής, θα περιγράψουμε το Κ/Β UGM-84 Sub Harpoon και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χρήση του αλλά και τους περιορισμούς που εισάγει, ειδικότερα στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου. Υπενθυμίζεται ότι τόσο το TDK όσο και το ΠΝ διαθέτουν αδιευκρίνιστο αριθμό βλημάτων UGM-84 Sub Harpoon της έκδοσης Block 1C.

Περιγραφή βλήματος UGM-84 Block 1C

Οι επιδόσεις και τα χαρακτηριστικά της υποβρύχια εκτοξευόμενης έκδοσης UGM-84 Block 1C, πρακτικά δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες της έκδοσης επιφανείας – επιφανείας RGM-84 Block 1C. Επιγραμματικά, το βλήμα έχει εμβέλεια περίπου 75 nm (140 km) και ταχύτητα πλεύσης 0.83  Mach (1,017 km/h). Είναι αυτόνομης καθοδήγησης (fire and forget), χαμηλού ύψους πλεύσης (sea skimming) και κατευθύνεται προς τον στόχο με συνδυασμό αδρανειακής πλοήγησης και ψηφιακού μονοπαλμικού ραντάρ J-band (10 – 20 GHz), με δυνατότητα frequency agility.

Υπάρχει δυνατότητα επιλογής δύο εναλλακτικών τρόπων βολής, BOL (Bearing Only Launch) και RBL (Range and Bearing Launch). Στην BOL το μόνο στοιχείο που απαιτείται είναι η διόπτευση του στόχου. Το μονοπαλμικό ραντάρ τερματικής καθοδήγησης ενεργοποιείται σχεδόν αμέσως μετά την εκτόξευση, διενεργεί έρευνα σε ευρύ τομέα +/- 45° και, με τον περιορισμό της ελάχιστης απόστασης βολής των 5 nm, εγκλωβίζει και πραγματοποιεί επίθεση στον πρώτο στόχο που θα αποκαλύψει.

Στην βολή RBL εκτός της διόπτευσης απαιτείται γνώση και της απόστασης του στόχου. Στην περίπτωση αυτή, η ενεργοποίηση του ερευνητή καθυστερεί και η έρευνα μπορεί να ρυθμιστεί να πραγματοποιηθεί σε ευρύ (RBL-L / Large), μεσαίο (RBL-M / Medium) ή στενό (RBL-S / Small) πεδίο, ανάλογα με τον τύπο του στόχου, την τακτική κατάσταση και την γεωγραφία της περιοχής. Επιπρόσθετα παρέχεται η δυνατότητα σχεδιασμού τεθλασμένης τροχιάς, με χρήση έως και τριών σημείων αλλαγής πορείας (waypoints).

Η εξαπόλυση του βλήματος από το υποβρύχιο γίνεται από τορπιλοσωλήνα (Τ/Σ) τυπικής διαμέτρου 21” (533mm), εντός ειδικής κάψουλας (ENCAP), η οποία ανέρχεται στην επιφάνεια χωρίς μηχανική υποβοήθηση λόγω θετικής πλευστότητας. Κατάλληλα πτερύγια στο πίσω μέρος της κάψουλας την σταθεροποιούν και της δίνουν την κατάλληλη γωνία ανάδυσης. Αμέσως μόλις η κάψουλα φτάσει στην επιφάνεια ενεργοποιείται ο προωθητικός κινητήρας (booster) του UGM-84, χρόνου λειτουργίας 3 sec, που εξωθεί το βλήμα και του προσδίδει το απαιτούμενο αρχικό ύψος και ταχύτητα.

Η απουσία μηχανισμού κίνησης στην ENCAP, καθιστά αδύνατη την εξαπόλυσή της από τους Τ/Σ τύπου εξόδου κολύμβησης (swim-out) που τυπικά διαθέτουν τα υποβρύχια Tύπου 209 και 214 του ΠΝ και του TDK και συνεπώς για τη βολή UGM-84 απαιτείται σχετική τροποποίηση. Από όσο είναι γνωστό, δύο από τους οκτώ Τ/Σ των υποβρυχίων κλάσης Preveze (Type 209 1400) και Gür (Type 209 1400 Mod) του TDK και έχουν τροποποιηθεί κατάλληλα. Αντίστοιχες τροποποιήσεις έχουν πραγματοποιηθεί και σε αριθμό Τ/Σ των υποβρυχίων κλάσης ΓΛΑΥΚΟΣ και ΩΚΕΑΝΟΣ του ΠΝ, ενώ τα υποβρύχια κλάσης ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ είχαν εξαρχής σχετική πρόβλεψη.

Οι επιδόσεις και τα χαρακτηριστικά της υποβρύχια εκτοξευόμενης έκδοσης UGM-84 Block 1C, πρακτικά δεν διαφέρουν από τις αντίστοιχες της έκδοσης επιφανείας – επιφανείας RGM-84 Block 1C.

Παρά την απουσία επίσημης σχετικής πληροφόρησης τόσο για την ENCAP όσο και για το είδος και εύρος της τροποποίησης των Τ/Σ, εκτιμάται ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικοί περιορισμοί ως προς το επιτρεπόμενο βάθος εξαπόλυσης. Σημειώνεται όμως ότι λόγω της απουσίας μηχανισμού κατεύθυνσης της ENCAP, εξαπόλυση από μεγάλο βάθος ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική γωνιακή απόκλιση από την επιθυμητή διεύθυνση εκτόξευσης στην επιφάνεια. Αντίθετα, είναι αρκετά πιθανό να υπάρχει περιορισμός στην μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα του υποβρυχίου τη στιγμή της άφεσης, αφενός προκειμένου η ENCAP να μπορέσει να εξέλθει του Τ/Σ, αφετέρου για να αρχίσει την ανοδική της πορεία με ασφάλεια.

Πλεονεκτήματα και περιορισμοί

Η χρήση του UGM-84 Block 1C παρέχει στο υποβρύχιο φορέα τη δυνατότητα προσβολής στόχων επιφανείας σε αποστάσεις και κυρίως σε χρόνο που πρακτικά κανένα ύφαλο όπλο δεν μπορεί να προσεγγίσει. Ακόμα και στην περίπτωση της κορυφαίας παγκοσμίως, από άποψη εμβέλειας, τορπίλης SeaHake Mod 4 ER, που επιτυγχάνει μέγιστη θεωρητική επίδοση 75 nm, ο συνολικός χρόνος προσβολής υπολογίζεται σε περίπου 3 ώρες όταν ο αντίστοιχος του UGM-84 Block 1C είναι λίγο περισσότερο από 8 λεπτά (χωρίς να προσμετρήσουμε τον χρόνο ανάδυσης της κάψουλας).

Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η πλήρης εκμετάλλευση του βεληνεκούς του UGM-84 Block 1C απαιτεί την αντίστοιχη δυνατότητα εντοπισμού στόχων από το ίδιο το υποβρύχιο ή/και μέσω μιας ευρύτερης υποστηρικτικής υποδομής. Σε ένα περιβάλλον δράσης όπως το Αιγαίο Πέλαγος, με το διάσπαρτο σύμπλεγμα νησιών, νησίδων και βραχονησίδων, τον υψηλό θόρυβο περιβάλλοντος, τα έντονα καιρικά φαινόμενα και την ισχυρή επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, οι επιδόσεις ακόμα και συστημάτων όπως η ολοκληρωμένη σουίτα (CHA, FA, TA, PRS) σόναρ των Υ/Β 214, υποβαθμίζονται αισθητά. Επιπρόσθετα, η αναμενόμενη υψηλή συγκέντρωση φίλιων και εχθρικών μονάδων επιφανείας αλλά και εμπορικών πλοίων, εκτός της αύξησης του θορύβου περιβάλλοντος, καθιστά εξαιρετικά επισφαλή την βολή τύπου BOL. Σημειώνεται ότι ακόμα κι αν επιτευχθεί εντοπισμός ενός ίχνους (διόπτευση) σε μεγάλη απόσταση από ένα υποβρύχιο, η ανάλυση του σήματος για την ταυτοποίηση και κυρίως την εξαγωγή της απόστασης / ταχύτητας / πορείας του στόχου δεν είναι μια άμεση και εύκολη διαδικασία, ειδικά όταν ο στόχος εκτελεί ελιγμούς δυσχεραίνοντας τους σχετικούς υπολογισμούς.

Το υποβρύχιο μπορεί να επιβεβαιώσει και να συμπληρώσει την τακτική εικόνα της κατάστασης με πληροφορίες και δεδομένα από άλλα μέσα, όπως για παράδειγμα τα ναυτικά παρατηρητήρια και τα P-3B MLU στην περίπτωση του ΠΝ ή τους αισθητήρες του υπό ανάπτυξη Distant Ηorizon και τα ATR 72-600 TMPA στην περίπτωση του TDK. Αυτό όμως συνεπάγεται ότι θα πρέπει να ανέλθει σε περισκοπικό βάθος, να εκτείνει τον ιστό επικοινωνιών και να αιτηθεί/λάβει τα σχετικά στοιχεία, σε μια διαδικασία που μεταξύ άλλων ενέχει ρίσκο εντοπισμού από εχθρικά μέσα.

Ο ουσιαστικός όμως κίνδυνος αποκάλυψης της θέσης του υποβρυχίου προκύπτει με την εκτόξευση του UGM-84. Παρά την ύπαρξη των πτερυγίων, η ENCAP δεν μπορεί να θεωρηθεί κατευθυνόμενη όπως για παράδειγμα το αυτοπροωθούμενο και αυτοκατευθυνόμενο όχημα εξαπόλυσης VSM (Véhicule Sous Marin) του SM-39 Exocet, που επιτρέπει αλλαγή διεύθυνσης και τελική εξώθηση του βλήματος σε ικανή απόσταση από το υποβρύχιο αποκρύπτοντας τη θέση του. Πρακτικά, το σημείο εξόδου του UGM-84 προδίδει με αρκετή ακρίβεια την παρούσα θέση του υποβρυχίου, είτε μέσω του οπτικού εντοπισμού του σημείου έναρξης της πορείας του UGM-84, είτε μέσω εντοπισμού της τροχιάς του από τα εχθρικά ραντάρ ελέγχου επιφανείας, με τα ΑΦΝΣ να αποτελούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω της δυνατότητας άμεσης μετάβασης και έναρξης έρευνας στην περιοχή εντοπισμού. Τακτικές κινήσεις όπως μετάβαση σε περισκοπικό βάθος και έλεγχος με χρήση ESM για την παρουσία εχθρικών ΑΦΝΣ, μειώνουν αλλά δεν εξαλείφουν τον παραπάνω κίνδυνο.

Eκπαιδευτική βολή Κ/Β τύπου UGM-84 Sub Harpoon από το υποβρύχιο ÇANAKKALE (S358) του Τουρκικού Ναυτικού στον Εύξεινο Πόντο, στις 31 Μαρτίου 2017.

Πάντως, ως όπλο αυτόνομης καθοδήγησης, η χρήση του UGM-84 Block 1C επιτρέπει πλήρη ελευθερία κινήσεων στο υποβρύχιο μετά την εξαπόλυση. Υπενθυμίζεται ότι ακόμα και οι σύγχρονες τορπίλες, αν και μπορούν να βληθούν χωρίς καθοδήγηση, λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του αισθητήρα τους σε συνδυασμό με την μικρή σχετικά ταχύτητά τους, απαιτούν, για την αύξηση της πιθανότητας επιτυχούς πλήγματος, την συνεχή τροφοδότηση τους με τα στοιχεία του στόχου μέσω ενσύρματης σύνδεσης. Αυτό συνεπάγεται ότι ο τορπιλοσωλήνας παραμένει ανοικτός μέχρι την τελική φάση προσβολής, με το υποβρύχιο στο μεσοδιάστημα να έχει περιορισμούς ταχύτητας και πορείας.

Συνοψίζοντας, το βλήμα UGM-84 Block 1C αποτελεί μια χρήσιμη και επικίνδυνη αντίστοιχα προσθήκη στο οπλοστάσιο των υποβρυχίων του ΠΝ και του TDK. Το ΠΝ διαθέτει τα μέσα και τις κατάλληλες διαδικασίες συνεργασίας και επικοινωνίας με τα υπόλοιπα φίλια μέσα εντοπισμού στόχων, χρήσιμες όχι μόνο για την βολή UGM-84, τις οποίες οι κυβερνήτες των υποβρυχίων, εφόσον κρίνουν σκόπιμο, θα ενεργοποιήσουν και θα χρησιμοποιήσουν. Η ένταξη μάλιστα σε υπηρεσία των P-3B MLU εκτιμάται πως θα προσδώσει ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες μεταβίβασης και βέλτιστης αξιοποίησης της ευρύτερης τακτικής εικόνας επιφανείας, εφόσον εγκατασταθεί ο απαραίτητος εξοπλισμός. Επίσης, το ΠΝ έχει μελετήσει και αναπτύξει τακτικές κινήσεις και διαδικασίες για χρήση πριν και μετά την βολή UGM-84 Block 1C, που περιορίζουν τον κίνδυνο εντοπισμού.

Τα παραπάνω όμως δεν εξαλείφουν τους περιορισμούς και κινδύνους που συνεπάγεται η βολή ούτε αναιρούν το γεγονός της εν γένει μειωμένης καταστρεπτικής ικανότητας του βλήματος σε σύγκριση με μια τορπίλη. Το UGM-84 Block 1C θα χρησιμοποιηθεί εφόσον οι συνθήκες πριμοδοτήσουν την επιλογή του, όμως οι τορπίλες SUT/SST4 παραμένουν το κύριο όπλο εναντίον στόχων επιφανείας των ελληνικών υποβρυχίων.