Διοίκηση Ναυτικού Κύπρου: Από την συγκρότηση στις προκλήσεις του μέλλοντος (A’ Μέρος)

20
3847
Τα πρώτα πλοία της Ναυτικής Διοίκησης Κύπρου, τα παράκτια περιπολικά ΦΑΕΘΩΝ και ΑΡΙΩΝ, ανέλαβαν την πρώτη τους πολεμική αποστολή 9 ημέρες μετά την άφιξή τους στο νησί.

Η επιχειρησιακή ανάγκη για την επιτήρηση της θαλάσσιας περιοχής περιμετρικά της Κύπρου προέκυψε επιτακτικά το 1964, όταν η Τουρκία άρχισε να απειλεί απροκάλυπτα την Κυπριακή Δημοκρατία με στρατιωτική εισβολή, εκμεταλλευόμενη τις διακοινοτικές συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει στα τέλη του προηγούμενου έτους. Τον Απρίλιο του 1964, παράλληλα με την συγκρότηση της Στρατιωτικής Διοίκησης Κύπρου (ΣΔΙΚ) ή Εθνικής Φρουράς (ΕΦ) όπως ονομάστηκε στην συνέχεια, άρχισε η αποστολή ανδρών του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο, οι οποίοι εφοδιάστηκαν με κυπριακά ταξιδιωτικά έγγραφα, όπως επίσης και ο αναγκαίος οπλισμός. Την ίδια περίοδο τοποθετήθηκε ως Ναυτικός Σύνδεσμος στην Κύπρο, ο Πλοίαρχος Πέτρος Αραπάκης, μετέπειτα Αρχηγός ΓΕΝ κατά την εισβολή το 1974, ο οποίος ανέλαβε να μελετήσει τις ακτές και να οργανώσει την άμυνα της νήσου από θαλάσσης.

Στις 7 Μαΐου του 1964 ξεκίνησε η τμηματική ανάπτυξη της Μεραρχίας (ΕΛΔΥΚ/Μ) με πλοία του εφοπλιστή Ανδρέα Ποταμιάνου, απόφαση που σηματοδοτούσε την στρατηγική αντίληψη της αποτροπής τουρκικής ενέργειας σε βάρος της Κύπρου, με προωθημένη άμυνα της Ελλάδας. [1] Στις 26 Ιουνίου (Μ/S ΕΛΕΝΗ) και στις 6 Ιουλίου 1964 (Μ/S Γ. ΒΕΝΤΟΥΡΗΣ) μεταφέρθηκαν υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας τέσσερις ρυμουλκούμενοι σταθμοί RADAR του τότε Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, τύπου ΑΑ Νo 4 Μk 6/2 Καναδικής προέλευσης, με δυνατότητα παρακολούθησης στόχων επιφανείας σε αποστάσεις 50 ναυτικών μιλίων. Με αυτούς, συγκροτήθηκαν τέσσερις Σταθμοί Έγκαιρης Προειδοποίησης (ΣΕΠ) στα ακόλουθα σημεία: ΑΣΤΗΡ (ΣΕΠ Α) στο Ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέα, ΒΥΡΩΝ (ΣΕΠ Β) στην Αγία Νάπα Αμμοχώστου, ΓΑΛΗ (ΣΕΠ Γ) στα Πολεμίδια Λεμεσού και ΔΟΞΑ (ΣΕΠ Δ) στα Λιβερά Κορμακίτη.

Η επιτήρηση όμως των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, εύρους 12 ναυτικών μιλίων, θα ήταν περιορισμένη χωρίς τη δυνατότητα τοπικού ναυτικού έλεγχου, γι’ αυτό η εγκατάσταση των επάκτιων RADAR συνοδεύτηκε από την απόκτηση των Παράκτιων Περιπολικών (ΠΠ) ΑΡΙΩΝ και ΦΑΕΘΩΝ, κατόπιν προσφοράς του Κύπριου επιχειρηματία Αναστάση Λεβέντη. Οι δύο ξύλινες ακταιωροί Γερμανικής προέλευσης, κατασκευής 1935, εκτοπίσματος 85 τόνων και μέγιστης ταχύτητας 23 κόμβων, αφού επισκευάστηκαν και επανδρώθηκαν στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, κατέπλευσαν στη Λεμεσό στις 28 Ιουλίου 1964.

Την 1η Αυγούστου 1964 έλαβαν εντολή να πλεύσουν στον κόλπο της Μόρφου και στην Καρπασία για να αποτρέψουν τη διά θαλάσσης μεταφορά Τούρκων στρατιωτικών και εξοπλισμού στους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Στις 7 Αυγούστου του 1964 αναλήφθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή του Κυπριακού Ναυτικού όταν τα ΠΠ ΑΡΙΩΝ και ΦΑΕΘΩΝ διατάχθηκαν να υποστηρίξουν με ναυτικό βομβαρδισμό τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της ΕΦ στον παραθαλάσσιο τουρκοκυπριακό θύλακο Μανσούρας-Κοκκίνων της Τηλλυρίας, ο οποίος αποτελούσε έτοιμο προγεφύρωμα σε περίπτωση τουρκικής αποβατικής ενέργειας. [2] Το ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ παρουσίασε βλάβη σε μία από τις δύο κύριες μηχανές και σύμφωνα με μαρτυρία του κυβερνήτη του, Ανθυποπλοιάρχου Δημητρίου Μητσάτου, από τα πυροβόλα του πλοίου μόνο το ένα ήταν λειτουργικό καθώς στα υπόλοιπα είχε γίνει λάθος με τους γεμιστήρες και διέθεταν διαφορετικού τύπου πυρομαχικά, τα οποία έπρεπε να έρθουν από την Ελλάδα. [3]

Τις απογευματινές ώρες της 8ης Αυγούστου 1964 εκδηλώθηκε μεγάλης κλίμακας τουρκική αεροπορική προσβολή σε ολόκληρη την περιοχή της Τηλλυρίας. Τα δύο ΠΠ που υποστήριζαν τα μαχόμενα φίλια τμήματα, βάλλοντας κατά των οχυρωμένων θέσεων των Τ/κ εξτρεμιστών, διατάχθηκαν να απομακρυνθούν από την περιοχή των επιχειρήσεων. Το ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ κινούμενο με ταχύτητα 7-8 κόμβων, λόγω βλάβης της μίας κύριας μηχανής, αμύνετο επί 40λεπτο με το μοναδικό πυροβόλο των 20mm στις συνεχείς επιθέσεις τετράδας F-100 της Τουρκικής Αεροπορίας. Το πλοίο επλήγη τελικά με ρουκέτες και βλήματα πυροβόλων, φονεύοντας 7 μέλη του πληρώματος. Τα τουρκικά αεροσκάφη χτυπούσαν τους ναυαγούς ακόμα κι όταν εκείνοι κολυμπούσαν προς τη στεριά [4]. Το ΠΠ ΑΡΙΩΝ με Κυβερνήτη τον Ανθυποπλοίαρχο Νικόλαο Μπέτση, κινούμενο με ελιγμούς, με μέγιστη ταχύτητα 18 κόμβων, απέκρουσε τέσσερις διαδοχικές επιθέσεις από τουρκικά αεροσκάφη F-100 και ακολούθως κατέφυγε προς την Πάφο χωρίς απώλειες. Στο πλήρωμα του ΑΡΙΩΝΑ πιστώνεται η κατάρριψη του τουρκικού αεροσκάφους F-100D της 112 Μοίρας με χειριστή τον Σμηναγό Cengiz Topel, ο οποίος εγκατέλειψε αλλά υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του. 

Η μάχη του ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ με τα τουρκικά αεροσκάφη όπως αποτυπώθηκε από το φωτογράφο Jim Pringle στις 8 Αυγούστου 1964 (Φωτό: Associated Press).

Στις 16 Αυγούστου 1964 εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο η προμήθεια πολεμικού υλικού από την Σοβιετική Ένωση αφού είχαν προηγηθεί διευρυμένες συσκέψεις στο Καστρί υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με την συμμετοχή και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Το κύριο υλικό που αγοράστηκε από την τότε ΕΣΣΔ για το Κυπριακό Ναυτικό περιελάμβανε: 6 Τορπιλακάτους τύπου Κ-123 (κατασκευής 1954, εκτοπίσματος 21,5 τόνων, μέγιστης ταχύτητας 55 κόμβων), 36 τορπίλες μάχης, 3 τορπίλες γυμνασίων, 3 αεροσυμπιεστές, υλικά εγκατάστασης συνεργείου τορπιλών, δύο φορεία τορπιλών, δύο σταθμούς ασυρμάτου VHF μετά μονάδων τροφοδότησης, ένα γερανοφόρο όχημα, ένα αυτοκίνητο μεταφοράς τορπιλών, 180 τόνους καυσίμων, αμοιβό υλικό  μηχανολογικό, ηλεκτρολογικό, ηλεκτρονικό, ναυτιλίας, ελέγχου βλαβών, και πυροβολικού, 48.000 βλήματα των 14,5mm και υλικό στρατωνισμού των 6 Τορπιλακάτων [5].

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1964 οργανώθηκε η Ναυτική Διοίκηση Κύπρου (ΝΔΚ) κατόπιν διαταγής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ). Παράλληλα, η Κυπριακή κυβέρνηση μετά από υπόδειξη των Ελλαδιτών Αξιωματικών, προχώρησε στην επίταξη εκτάσεως στο Μπογάζι της επαρχίας Αμμοχώστου για τη δημιουργία ναυτικής βάσης. Η έκταση αυτή, ιδιοκτησίας του επιχειρηματία Μποδοσάκη, αποτέλεσε την Υπηρεσία Διοικητικής Μέριμνας του Κυπριακού Ναυτικού και ονομάσθηκε Ναυτική Βάση «Χρυσούλης» (ΝΒΧ) προς τιμή του φονευθέντος Υπάρχου του ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ. Τον ίδιο μήνα ολοκληρώθηκε το πρώτο Σχολείο Υποβρυχίων Καταστροφών, με 18 νέους βατραχαναχθρώπους από τους 142 αρχικά επιλεγέντες για εκπαίδευση. Αυτοί, μαζί με στελέχη από την Ελλάδα, επάνδρωσαν τις πρώτες Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών (ΟΥΚ) με Διοικητή τον Υποπλοίαρχο Νικόλαο Κιοσσέ.

Στις 7 Οκτωβρίου 1964 έφθασε στην Κύπρο ο έφεδρος Υποναύαρχος Γ. Καρβέλης, ο οποίος στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από όπου παρέλαβε εκ μέρους της Κυπριακής κυβέρνησης το σύνολο του σοβιετικού πολεμικού υλικού. Το ΓΕΝ, λόγω προελεύσεως των Τορπιλακάτων, είχε σχεδιάσει να γίνει η παραλαβή και η αρχική επάνδρωσή τους με ανώτερο προσωπικό, προερχόμενο κυρίως από εθελοντές εφέδρους εκ μονίμων, αλλά στη συνέχεια περιέλαβε και εν ενεργεία αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, καθώς και στρατεύσιμο προσωπικό. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους αφίχθη στην Κύπρο ο Πλωτάρχης Γ. Δημητρόπουλος που ανέλαβε καθήκοντα Ναυτικού Διοικητού Κύπρου και επωμίσθηκε το δύσκολο έργο της οργάνωσης του Κυπριακού Ναυτικού από μηδενική βάση. Κατά την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1964 βελτιώθηκε η επικοινωνία του Θαλάμου Επιχειρήσεων της ΝΔΚ με τα Ναυτικά Παρατηρητήρια, με την εγκατάσταση νέου αυτόνομου συστήματος αναμετάδοσης και εφαρμόσθηκε κωδικοποιημένη επικοινωνία με εκπονηθέντα Κώδικα Αναφορών. Το σύστημα αυτό επεξετάθη αργότερα και χρησιμοποιείτο και από τα λοιπά υφιστάμενα κλιμάκια της ΝΔΚ, ενώ παρέμεινε ως εναλλακτική μέθοδος επικοινωνίας η υφισταμένη υποδομή του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (CYTA). Επίσης δημιουργήθηκε μία κινητή μονάδα θαλάμου επιχειρήσεων εφοδιασμένη με τις απαραίτητες συσκευές, η οποία και είχε την δυνατότητα να ρυμουλκήσει μία ηλεκτρογεννήτρια, με σκοπό την κατάλληλο ανάπτυξή της, εφόσον προέκυπτε τέτοια ανάγκη.

Τον Ιανουάριο του 1965 άρχισε να καταφθάνει με διαδοχικά δρομολόγια (M/S ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΠΟΥΣΕΣ) στη Ναυτική Βάση Χρυσούλης το αγορασθέν πολεμικό υλικό, η εκφόρτωση του οποίου πραγματοποιούνταν πάντοτε νύχτα. Οι τορπιλάκατοι έλαβαν πλευρικούς αριθμούς από Τ-1 έως Τ-6 και συγκρότησαν δύο Μοίρες, που κατέστησαν σύντομα επιχειρησιακές και ανέλαβαν περιπολίες με κανόνες εμπλοκής που προέβλεπαν την προσβολή της τουρκικής αποβατικής δύναμης σε περίπτωση παραβίασης των κυπριακών χωρικών υδάτων. Κατά το τέλος του πρώτου εξαμήνου 1965, το Κυπριακό Ναυτικό είχε τις ακόλουθες επιχειρησιακές δυνατότητες:

  • Ανακοπή του ρεύματος εφοδιασμού των Τ/Κ από την Τουρκία.
  • Δυνατότητα αναγνωρίσεως κάθε εντοπιζόμενου στόχου με την συνεργασία RADAR, Παρατηρητηρίων, ΠΠ ΛΕΒΕΝΤΗΣ (πρώην ΑΡΙΩΝ) και Τ/Α.
  • Προσβολή με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας αποβατικής δυνάμεως εισερχόμενης εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου με νυκτερινές τορπιλικές επιθέσεις των Τ/Α συνεργαζομένων με τα RADAR των Παρατηρητηρίων. [6]

Το καλοκαίρι του 1965 ενεργοποιήθηκε ο Ναυτικός Σταθμός Κερύνειας στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλης, όπου μεταστάθμευσε η δεύτερη Μοίρα Τορπιλακάτων, μειώνοντας δραστικά το χρόνο αντίδρασης σε περίπτωση παραβίασης των κυπριακών χωρικών υδάτων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί πως από τον Μάιο του 1965, η Τουρκία άρχισε να συγκεντρώνει αποβατικά πλοία και αντιτορπιλικά στους λιμένες Μερσίνας και Αλεξανδρέττας, στα οποία επιβιβάζονταν στρατεύματα και απέπλεαν με κατεύθυνση την Κύπρο. Η άσκηση αυτή επαναλαμβανόταν τους θερινούς μήνες κάθε έτους μέχρι το 1974.

Οι τορπιλάκατοι Τ1 και Τ4 στο Ναυτικό Σταθμό Κερύνειας όπως φωτογραφήθηκαν το 1967 από το ενετικό κάστρο. Κάθε σκάφος έφερε δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 18 ιντσών (457mm) και δίδυμο αντιαεροπορικό πυροβόλο των 14,5mm. (Φωτό: John Bushell).

Το δεύτερο εξάμηνο του 1967 χαρακτηρίστηκε από την δραματική επιδείνωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία ξεκίνησε με τους καταστροφικούς διπλωματικούς χειρισμούς στη διάσκεψη του Έβρου (10-12 Σεπτεμβρίου), συνεχίστηκε στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα της εορτής της Αεροπορίας, με την αιφνιδιαστική, μαζική και για πρώτη φορά στα χρονικά, παραβίαση του Εθνικού Εναέριου Χώρου από σχηματισμούς τουρκικών αεροσκαφών από το ύψος της Σαμοθράκης μέχρι το Καστελόριζο, και κορυφώθηκε με τα γεγονότα Κοφίνου-Αγίου Θεοδώρου (12-15 Νοεμβρίου) και την παραβίαση των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (18 Νοεμβρίου). Η Τουρκία, απειλώντας για δεύτερη φορά με εισβολή στην Κύπρο ή ακόμα και επίθεση στον Έβρο, απαίτησε την άμεση απομάκρυνση της Μεραρχίας και την ανάκληση του Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα. Η δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών, με την σύμφωνη γνώμη του βασιλέα Κωνσταντίνου, υπέκυψε στο τελεσίγραφο της Τουρκίας ενώ ο Μακάριος, όχι μόνο δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση αλλά ζήτησε ταυτόχρονα την απομάκρυνση των δυνάμεων της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. [7] Στις 9 Δεκεμβρίου 1967, οι πρώτοι στρατιώτες της Μεραρχίας αναχώρησαν από το λιμένα της Αμμοχώστου με το αρματαγωγό ΛΕΣΒΟΣ και με συνοδεία αντιτορπιλικών του ΠΝ. Το επιβατικό ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ παρέλαβε άλλο μέρος της δύναμης και τελικά η απομάκρυνση των Ελλαδικών στρατευμάτων ολοκληρώθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1968, πολύ πριν εκπνεύσει το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των 45 ημερών, αφήνοντας πίσω τους δυσαναπλήρωτο κενό στις αμυντικές δυνατότητες της Κύπρου. Ακολούθησε μία μακρά περίοδος στασιμότητας στη ΝΔΚ λόγω δραστικών περικοπών στον αμυντικό προϋπολογισμό με μοναδική σημαντική εξέλιξη την μεταστάθμευση των ΟΥΚ στη ΝΒΧ το 1971.

Τον Αύγουστο του 1972 ανέλαβε καθήκοντα Διοικητού ΝΔΚ ο Αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρεται σε μία παλαιά ξύλινη τορπιλλάκατο Γιουγκοσλαβικής κατασκευής Tύπου 108, «χωρίς καθόλου οπλισμό που την είχε αγοράσει η Κυπριακή κυβέρνησις, με επιθυμία να την …κάνουμε πολεμικό πλοίο, ενώ στην ουσία είχε αγορασθεί για να εξυπηρετηθεί ο πωλητής της, μεγαλοεπιχειρηματίας της Κύπρου, ονομαζόμενος Καϊσής. Το προσωπικό που είχα έφθανε τους 200 άνδρες εκ των οποίων οι 130-140 ήταν προσωπικό του Ναυτικού από την Ελλάδα, κυρίως αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, και οι υπόλοιποι 60-70 κληρωτοί από την Κύπρο». [8] Το ξύλινο σκάφος που λόγω πολυκαιρίας παρουσίαζε διαρροές μεταβιβάστηκε τελικά στην αστυνομία Αμμοχώστου. Στα τέλη του 1973, η ΝΔΚ εισηγήθηκε και ακολούθως η κυπριακή κυβέρνηση ενέκρινε την προμήθεια δύο πυραυλακάτων Γαλλικής κατασκευής, εκτοπίσματος 80 τόνων και μέγιστης ταχύτητας 27 κόμβων, τα οποία έφεραν 4 Κ/Β επιφανείας-επιφανείας SS-12, πυροβόλο 40mm L/70 και πυροβόλο 20mm. Η Τουρκική εισβολή του 1974 δεν επέτρεψε όμως την παράδοσή του στην Κύπρο και τα παρέλαβε η Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα. Επρόκειτο για τα Κελευστής ΣΤΑΜΟΥ (P28) και Δίοπος ΑΝΤΩΝΙΟΥ (P29) που υπηρετούν μέχρι σήμερα με το ΠΝ ως παράκτια περιπολικά.

Τουρκική Εισβολή

Τον Ιούλιο του 1974, στο Κυπριακό Ναυτικό υπηρετούσαν 23 Αξιωματικοί και 70 Υπαξιωματικοί, πέραν των υπηρετούντων Ελλαδιτών και Κυπρίων ναυτών. Είχε την ακόλουθη δομή και στελέχωση:

  • ΝΑΥΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΥΠΡΟΥ (ΝΔΚ): Διοικητής Αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης.
  • ΝΑΥΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΧΡΥΣΟΥΛΗ (ΝΒΧ) και ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΜΥΝΗΣ (ΔΠΑ): Διοικητής Αντιπλοίαρχος Α. Παπαδάκης και Υποδιοικητής Υποπλοίαρχος Π. Δούκας. Στην ΝΒΧ υπαγόταν και Ομάδα Υποβρυχίων Καταστροφών (ΟΥΚ) με Διοικητή τον Υποπλοίαρχο Σ. Γουλέα.
  • ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ (ΝΣΚ): Διοικητής Υποπλοίαρχος Ε. Τσομάκης
  • ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΠΑΦΟΥ (ΝΣΠ): Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Α. Παλαίστρος
  • Π/Π ΛΕΒΕΝΤΗΣ (τέως ΑΡΙΩΝ): Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Σ. Ταβλαρίδης.
  • Τ-6: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Ε. Τσαταλός.
  • Τ-2: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Α. Κανδαλέπας.
  • Τ-3: Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Ε. Τσομάκης.
  • Τ-4: Kυβερνήτης Υποπλοίαρχος Π. Δούκας.
  • Τ-1: Κυβερνήτης Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Ν. Βερύκιος.
  • Τ-5: Σε ακινησία στην ΝΒΧ
  • ΣΕΠ ΑΣΤΗΡ: Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ  Δ. Πυρόβολος.
  • ΣΕΠ ΒΥΡΩΝ: Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Α. Τρικοίλης.
  • ΣΕΠ ΓΑΛΗ: Διοικητής Ανθυπασπιστής Σημ. Β. Μητρόπουλος.Tο RADAR βρισκόταν εκτός λειτουργίας, λόγω καταστροφής του κατά τα γεγονότα του πραξικοπήματος. Δύο A/A πυροβόλα Oerlikon και ο οπλισμός επιστρατεύσεως είχαν κλαπεί.
  • ΣΕΠ ΔΟΞΑ: Διοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Ε. Κομνηνός.

Στις 14:00 της 19ης Ιουλίου 1974 ολοκληρώθηκε ο απόπλους του τουρκικού αποβατικού στόλου από τη Μερσίνα σε δύο Ομάδες. Ο ΣΕΠ Α εντόπισε στις 21:15 την πρώτη Ομάδα, αποτελούμενη από 6 εμπορικά πλοία, σε απόσταση 40 μιλίων με κατεύθυνση τον κόλπο της Αμμοχώστου προς παραπλάνηση της ΕΦ ως προς το χώρο αποβάσεως. Στις 21:40 εντοπίστηκε η κύρια αποβατική δύναμη, αποτελούμενη από 11 πολεμικά πλοία, βόρεια της Κύπρου και σε απόσταση 30 μιλίων. Στις 02:00 της 20ης Ιουλίου, η παραπλανητική νηοπομπή άλλαξε πορεία κατά 180 μοίρες και άρχισε να πλέει προς βορρά με κατεύθυνση προς την Τουρκία. Ενώ το στίγμα των τουρκικών πλοίων καταγραφόταν συνεχώς στο θάλαμο επιχειρήσεων της ΝΔΚ, στα ανώτατα κλιμάκια του ΓΕΕΦ επικρατούσε απραξία, αμηχανία και αναποφασιστικότητα ενώ από πλευράς ΓΕΕΘΑ διαβιβάζονταν η καθησυχαστική διαβεβαίωση περί «ασκήσεων». Στις 04:30 η ομάδα των πλοίων σταμάτησε περί τα 10 μίλια από την Κερύνεια.

Το ενετικό κάστρο της Κερύνειας τον Ιούνιο του 1973. Αριστερά, διακρίνονται δύο Τορπιλάκατοι του Ναυτικού Σταθμού. (Φωτό: Laurie Patton)

Οι τορπιλάκατοι Τ1 και Τ3 εξήλθαν του Ναυτικού Σταθμού Κερύνειας με το Πρώτο Φως για εκτέλεση αναγνώρισης της νηοπομπής και με διαταγή αν βληθούν να προσβάλουν τις εχθρικές ναυτικές μονάδες. Η Τ1 προσεβλήθη από ρουκέτες τουρκικών αεροσκαφών με αποτέλεσμα τον τραυματισμό έξι μελών του πληρώματος και την ακινητοποίηση του πλοίου, το οποίο παρασύρθηκε ακυβέρνητο προς την ακτή Βοσπόρου ανατολικά της Κερύνειας. Περί τις 05:15, ένα σμήνος τριών τουρκικών αεροσκαφών και παραπλέοντα αντιτορπιλικά άρχισαν να βάλουν κατά της τορπιλακάτου Τ3. Παρά τους ελιγμούς διαφυγής, η Τ3 δέχθηκε καίριο πλήγμα και ανατινάχθηκε με αποτέλεσμα να φονευθούν ο Κυβερνήτης Υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης και 8 από τα 9 μέλη του πληρώματος. Σύμφωνα με τον Δοικητή της ΝΔΚ, «...κατέστησα τα αντιαεροπορικά μου ελεύθερα, με εντολή να καταρρίπτουν όλα τα υπεριπτάμενα αεροσκάφη, διέταξα τις τορπιλλακάτους της ΝΒΧ να αποπλεύσουν και να πάνε στις περιοχές αποκρύψεως τους που είχαμε καθωρίσει με τις οδηγίες μάχης, και τέλος, πήρα τον Τσομάκη στην Κυρήνεια, ο οποίος μέσα στην πρωινή αχλύ έβλεπε ήδη τα Τουρκικά πλοία, εξήγησα την κατάσταση και του έδωσα εντολή να αποπλεύσει αμέσως » σε πολεμική έγερση» και να πάει να τορπιλλίσει τα Τουρκικά πλοία, μαζί με την δεύτερη τορπιλλάκατο που υπήρχε στην Κυρήνεια με κυβερνήτη τον εφ. σημαιοφόρο Ν. Βερύκιο. Μου απήντησε » Φεύγω αμέσως κύριε Διοικητά». Μόλις πρόλαβα να του πώ » να προσέχεις Λευτέρη» και μου έκλεισε το τηλέφωνο σπεύδων να εκτελέσει την διαταγή. Άφησε αντικαταστάτη του στον σταθμό τον αρχικελευστή Γαρύφαλλο Γαλιατσό και με τον Βερύκιο και τα πληρώματα των τορπιλλακάτων έτρεξαν και επιβιβάστηκαν σε αυτές. Απέπλευσαν 2-3 λεπτά πριν τις 5 το πρωί από το λιμάνι σε πολεμική έγερση, αφού μου ανέφεραν ότι αποπλέουν και τους απάντησα «καλή τύχη «. Κατέβηκα τρέχοντας στο γραφείο του Γεωργίτση για να του αναφέρω τις κινήσεις που είχα διατάξει. Ενώ έμπαινα στο γραφείο του ακούστηκαν οι πρώτες βόμβες που έριχναν Τουρκικά αεροσκάφη στην περιοχή της ΕΛΔΥΚ, ενώ από το παράθυρο του γραφείου του είδαμε αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στην Τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Η εισβολή είχε αρχίσει. Ο Γεωργίτσης πήρε αμέσως το ΓΕΕΘΑ στο τηλέφωνο και τους ανέφερε το γεγονός. Στο γραφείο του είχαν μαζευτεί σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί του ΓΕΕΦ. Ζήτησε τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ στρατηγό Μπονάνο. Δεν είχε πάει ακόμα στο γραφείο του. Άλλωστε ήταν νωρίς. Μόλις 5 το πρωί. Ο Συνταγματάρχης του θαλάμου επιχειρήσεων, του είπε να επιδείξουμε…. αυτοσυγκράτηση !!! Ο Γεωργίτσης εξανέστη. Τον στόλισε με κοσμητικά επίθετα, και του είπε να ειδοποιήσει αμέσως τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ και την Κυβέρνηση, βγάζοντας από το παράθυρο το ακουστικό του τηλεφώνου του, για να ακούσει τις βόμβες που έπεφταν. Ο παρευρισκόμενος επιτελάρχης του ΓΕΕΦ – ένας αξιωματικός πολύ χαμηλών τόνων – επενέβει τότε και απευθυνόμενος στους ευρισκομένους εκεί αξιωματικούς, είπε με αγανάκτηση «είναι όλοι τους ηλίθιοι, εδώ έχουμε πόλεμο, εφαρμόστε αμέσως τα υφιστάμενα σχέδια και διατάξτε τις μονάδες σας να χτυπήσουν στο ψαχνό». [8]

Ωστόσο το αεροναυτικό σκέλος του Σχέδιου Άμυνας Κύπρου (ΣΑΚ) ΑΦΡΟΔΙΤΗ ουδέποτε υλοποιήθηκε [9], επιτρέποντας την κήρυξη από την Τουρκία «ζώνης ναυτικού και αεροπορικού αποκλεισμού» σε περιοχή 40 ναυτικών μιλίων περιμετρικά της νήσου και την ανεμπόδιστη αποβίβαση στρατευμάτων. Οι υπόλοιπες τορπιλάκατοι παρέμειναν αδρανείς πέριξ της ΝΒΧ καθ΄όλη τη διάρκεια του ΑΤΤΙΛΑ 1 (20-22 Ιουλίου 1974), χωρίς να προωθηθούν σε θέσεις αποκρύψεως. Σύμφωνα με τον Δοικητή της ΝΔΚ, «η μία τορπιλλάκατος με κυβερνήτη τον Τσαταλό μόλις ξεκίνησε το πρωί «έπαθε» βλάβη, την οποία δεν μου κατανόμασε, και επέστρεψε στην ΝΒΧ όπου το πλήρωμα την εγκατέλειψε και πήγαν στις εγκαταστάσεις της βάσεως. Η δεύτερη με κυβερνήτη τον Κανδαλέπα, στην οποία επέβαινε και ο Παπαδάκης έπλευσε προς το λιμάνι Αμμοχώστου (τελείως αντίθετη πορεία από την περιοχή αποκρύψεως) και προσάραξε στην ακτή, εγκαταληφθείσα από όλους τους επιβαίνοντες, που επέστρεψαν στην ΝΒΧ με την βοήθεια πλωτού μέσου που ζήτησαν και τους έστειλαν από την βάση». [10] Στο Πολεμικό Ημερολόγιο της ΝΔΚ σημειώνεται: «210120 Η Τ/Α-2 εξοκείλει εις ακτήν βορείως του ξενοδοχείου ΣΑΛΑΜΙΣ το δε προσωπικό της μετά του επιβαίνοντος εις αυτήν Διοικητού ΔΠΑ παραλαμβάνεται από την λέμβον Α99 και μεταφέρεται εις ΝΒΧ. Το περίεργον τούτο ατύχημα της Τ/Α-2 θα αποτελέσει θέμα μελλοντικών ανακρίσεων».

Η τορπιλάκατος Τ2 προσάραξε σε αβαθή του κόλπου της Αμμοχώστου, βορείως της ΝΒΧ, όπου και εγκαταλείφθηκε. Τη δεκαετία του ΄80 μεταφέρθηκε μαζί με μία ακόμα τορπιλάκατο στην Τουρκία με τον πλοίο υποστηρίξεως DERYA (A576) και σήμερα εκτίθενται στο Ναυτικό Μουσείο Gölcük. (Φωτό: Ergin Konuksever)

Στο ΝΣ Κερήνειας, μετά την απώλεια των δύο Τ/Α, αλλά και το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη ο Υποδιοικητής Σημαιοφόρος ΣΕΑ/Μ Β.Πετρόπουλος, ανέλαβε την διοίκηση ο Αρχικελευστής Τ/ΠΒ Τ. Γαλιάτσος. Το προσωπικό του Σταθμού υπό τον Γαλιάτσο πολέμησε ηρωικά, βάλλοντας με τα αντιαεροπορικά εναντίον των Τουρκικών αεροσκαφών, και αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον Σταθμό όταν στις 22 Ιουλίου και αφού όλα είχαν χαθεί, ο Διοικητής ΝΔΚ τους συνέστησε να αποχωρήσουν και να κινηθούν ανατολικά ώστε να συνενωθούν με τις εκεί ευρισκόμενες δυνάμεις των καταδρομέων. Τα πρώτα Τουρκικά τμήματα μπήκαν στην πόλη που είχε εγκαταλειφθεί εκτός από τον Ν. Σταθμό περί τις 14:00. Στις 16:00 ο Γαλιάτσος ανέφερε ότι ένα άρμα μάχης και ένα Τεθωρακισμένο Όχημα Μεταφοράς Προσωπικού με 15 στρατιώτες και 2 Αξιωματικούς Τούρκους προσέγγισαν την πύλη του φρουρίου και τους κάλεσαν να υποστείλουν την Ελληνική σημαία και να παραδοθούν. Οι Υπαξιωματικοί και οι ναύτες του Σταθμού τους απάντησαν με καταιγισμό πυρών και χειροβομβίδων και φόνευσαν περί τους δέκα, καταστρέφοντας το τεθωρακισμένο. Το άρμα απομακρύνθηκε. Όλο το βράδυ της 22ας τελούσαν υπό πολιορκία από τους Τούρκους που τους καλούσαν να παραδοθούν. Το πρωί της επομένης 23 Ιουλίου, αφού κατέστρεψαν το υλικό του Σταθμού, διέφυγαν κινούμενοι στις στοές του κάστρου, μετά από πορεία πέντε ωρών συνενώθηκαν με τους καταδρομείς, και υποχώρησαν στην Λευκωσία. Οι Αρχικελευστής Η/Ν Χ. Γιαβρούτας και ναύτης Χ. Αντωνίου έχασαν τον προσανατολισμό τους κατά την διαφυγή και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους.

Στις 25 Ιουλίου διατάχθηκε η συγκρότηση δύο Ναυτικών Σταθμών, ενός στη Λεμεσό, και ενός στη Λάρνακα υπό την διοίκηση στρατευσίμων Σημαιοφόρων ενώ απηλλάγησαν οι Υποπλοίαρχοι Κανδαλέπας και Τσαταλός από τα μάχιμα καθήκοντά τους. Στις 4 Αυγούστου αφίχθη στην Κύπρο με πλοίο (μετά την άρση του ναυτικού αποκλεισμού) ο νέος Αρχηγός της ΕΦ Αντιστράτηγος Ευθύμιος Καραγιάννης ο οποίος άρχισε να ενημερώνεται και να παραλαμβάνει από τον Γεωργίτση. Η ΝΒΧ βρισκόταν κατά το διάστημα αυτό σε πλήρη συναγερμό. Έγιναν προσπάθειες εξαγωγής των μηχανών της Τ-2 προκειμένου να τοποθετηθούν στην Τ-5, καθώς και προσπάθειες επισκευής του αριστερού άξονα του ΠΠ ΛΕΒΕΝΤΗΣ. Και οι δύο αυτές προσπάθειες δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιηθούν λόγω ελλείψεως πλωτού γερανού η πρώτη και λόγω απαιτήσεως δεξαμενισμού η δεύτερη. Αργότερα ιδιωτικό συνεργείο εξήγαγε τον άξονα και τον μετέφερε προς επισκευή. Αντίθετα τέθηκε σε ενέργεια η Τ-6 με μειωμένες στροφές μηχανών και μαζί με την Τ-4 ήταν πλέον τα μόνα εν ενεργεία πλοία της ΝΔΚ. [11]

Στις 10 Αυγούστου 1974, ο Αντιπλοίαρχος Α. Παπαδάκης παρέλαβε καθήκοντα Διοικητού ΝΔΚ από τον Παπαγιάννη και παρέδωσε καθήκοντα Διοικητού ΝΒΧ στον Δούκα. Στις 13 Αυγούστου, παραμονή της γενικευμένης επίθεσης των τουρκικών δυνάμεων, η T-2 παρέμενε προσαραγμένη βόρεια της Αμμοχώστου, η Τ-4 ήταν αξιόπλοη, η Τ-5 βρισκόταν υπό διαδικασία ενεργοποιήσεως, η Τ-6 ικανή να πλεύσει με δύο μηχανές και περιορισμένες στροφές και το ΠΠ ΛΕΒΕΝΤΗΣ υπό επισκευή ικανό να πλεύσει με ένα άξονα.

Οι επιχειρήσεις του ΑΤΤΙΛΑ 2 (14-16 Αυγούστου 1974) επισφράγισαν την εικόνας διάλυσης της ΝΔΚ με την εσπευσμένη εγκατάλειψη της Ναυτικής Βάσης Χρυσούλης και την απώλεια του συνόλου των πολεμικών πλοίων καθώς αποφασίστηκε η υπονόμευση και καταστροφή τους από τις ΟΥΚ. Η εντολή καταστροφής των δύο Τ/Α και του ΠΠ ΛΕΒΕΝΤΗΣ «λόγω μειωμένης αποδόσεως», στην ουσία των μόνων πλοίων που είχαν απομείνει στο Κυπριακό Ναυτικό, παραμένει μέχρι σήμερα μια σκοτεινή πτυχή. Η Τ-2 μαζί με ακόμα μία τορπιλάκατο μεταφέρθηκαν τη δεκαετία του ΄80 στην Τουρκία με τον πλοίο υποστηρίξεως DERYA (A576) και σήμερα εκτίθενται στο Ναυτικό Μουσείο Gölcük.

Στις 19 Αυγούστου 1974 το ΓΕΕΦ με ΣΗΜΑ ΓΕΕΦ 191645 ΑΥΓ ανέφερε στο Αρχηγείο Ναυτικού τα ακόλουθα σχετικά με τις υπονομεύσεις στη ΝΒΧ:

«Επί σχετικού γνωρίζονται τα κάτωθι:

 α. Εγκαταστάσεις ξηράς και υλικά συνεργείων και αποθηκών δεν κατέστη δυνατόν να καταστραφούν.

     β. Οπλισμός και πυρομαχικά παρελήφθησαν υπό προσωπικού άπαντα πλην τορπιλών και πυρομαχικών 20mm άτινα εγκαταλείφθηκαν. Πυροβόλα 20mm κατεστράφησαν. Έκ τορπιλών είχον αφαιρεθεί κώνοι μάχης.

     γ. Οι πλείονες συσκευαί κατεστράφησαν και τινές παρελήφθησαν υπό του προσωπικού.

     δ. Τα πλείονα οχήματα παρελήφθησαν υπό προσωπικού. Μεταγενέστερα ο Γουλέας αναφέρει ότι και οι τρείς Τ/Α που βρισκόταν στην Βάση καταστράφηκαν».

O τέως Διοικητής ΝΔΚ Παπαγιάννης περιγράφει τα γεγονότα ως εξής: «Έτσι η ΝΒΧ εγκατελήφθει εν σπουδή από το προσωπικό της το οποίον εκκινήθει προς τις Αγγλικές βάσεις, όπου αφού υπέστησαν από τους Αγγλους τον εξευτελισμό του αφοπλισμού των μετέβησαν στην Λάρνακα, αφήνωντας την βάση χωρίς να ολοκληρωθούν όλες (…..) όπως προεβλέπετο από τις οδηγίες μάχης, και μόνο ο κυβερνήτης του Λεβέντης ανατίναξε το πλοίο του πριν ή το εγκαταλήψει. Στον επικρατήσαντα πανικό κατά την αποχώρηση έλησμόνησαν να υποστείλουν και την σημαία της βάσεως, οι δε αξιωματικοί με εξαίρεση τον Ντάνο και τους αξιωματικούς των βατραχανθρώπων απεχώρησαν πρώτοι. Το Ραντάρ του Κορμακίτη εγκαταλήφθει και αυτό ταχέως από το προσωπικό του αφού ανετινάχθει και το προσωπικό εκκινήθει προς την Λευκωσία και εν συνεχεία στην Λεμεσό. Στο ραντάρ του Αποστόλου Ανδρέα χάρις στον πατριωτισμό και την ψυχραιμία του επικεφαλής Έλληνος Σημαιοφόρου, αφού με κίνδυνο να αποκοπούν από τους Τούρκους έδιναν συνεχώς αναφορές, και απέκρουαν αεροπορικές επιθέσεις, μη έχοντες δε καμμία επαφή με το επιτελείο, τελικώς ανετίναξαν τις εγκαταστάσεις των και το Ραντάρ, και συντεταγμένοι και ετοιμοπόλεμοι με τρία αυτοκίνητα που επέταξαν εκκινήθησαν προς την Αμμόχωστο. Περνώντας έξω από την εγκαταλελειμένη ΝΒΧ ο Σημαιοφόρος σταμάτησε, πήγε μέσα, υπέστειλε την σημαία, και την πήρε μαζί του». [12]


Σημειώσεις

[1] Παύλος Ιεροδιακόνου, «Εθνική Φρουρά: Από τα πέτρινα χρόνια στο σήμερα», εκδ. Κυπροπαιδεία, Λευκωσία, 2016.

[2] ό.π. Μετά το 1964, οι Τούρκοι μετονόμασαν το χωριό Κόκκινα σε Erenköy που σημαίνει «το χωριό των ιεροπολεμιστών».

[3] Συνέντευξη του Δ. Μητσάτου στον Στ. Χελιδόνη, http://www.kathimerini.gr/305768/article/epikairothta/ellada/oi-toyrkoi-ekayan-to-fae8wn-me-napalm.

[4] Γιάννης Παπαδόπουλος, Οι πληγές μιας μυστικής αποστολής, http://www.kathimerini.gr/907114/interactive/epikairothta/ereynes/oi-plhges-mias-mystikhs-apostolhs-sthn-kypro. Οι πεσόντες του ΠΠ ΦΑΕΘΩΝ: Σημαιοφόρος Παναγιώτης Χρυσούλης, Υποκελευστής Σπυρίδων Αγάθος, Υποκελευστής Νικόλαος Πανάγος, Ναύτης Παναγιώτης Θεοδωράτος, Ναύτης Νικόλαος Νιάφας, Ναύτης Νικόλαος Καπαλούκας, και ο Εθελοντής Άντης Φιλήτας.

[5] «Ίδρυση του Κυπριακού Ναυτικού (1964-1966)». Επιμέλεια: Αντιναύαρχοι ΠΝ Κ. Δημητριάδης – Γ. Δεμέστιχας, Εκδόσεις Πελασγός

[6] ό.π.

[7] Αλέξης Παπαχελάς,« Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας», εκδ. Εστία, Αθήνα, 2009.

[8] «Ο Ναυτικός Διοικητής Κύπρου το 1974 (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ) γράφει …» στο https://kakaras.wordpress.com. Οι πεσόντες της Τορπιλακάτου Τ-3: Υποπλοίαρχος Ελευθέριος Τσομάκης, Αρχικελευστής Λεωνίδας Βιτουλαδίτης, Κελευστής Κυριάκος Καρέστος, Ναύτης Ελευθέριος Κουτσουράδης, Ναύτης Νικόλαος Στιβακτάς, Ναύτης Φοίβος Φιερός, Ναύτης Χρίστος Κεφαλλονίτης. Ο μοναδικός επιζήσας -Κελευστής τότε- Σταύρος Διονύσιος Μαγέτος απεβίωσε στις 21 Οκτωβρίου 2015.

[9] Στις 22 Οκτωβρίου 1973 εκδόθηκε από το ΓΕΕΦ το Σχέδιο Άμυνας της Κύπρου (ΣΑΚ) με τον συνθηματικό τίτλο ΑΦΡΟΔΙΤΗ, το οποίο βασιζόταν στο Σχέδιο ΚΑΛΥΨΩ που είχε καταρτιστεί  τον Ιούνιο του 1965. Το ΣΑΚ ΑΦΡΟΔΙΤΗ 1973 προέβλεπε την αντιμετώπιση τουρκικής αποβατικής ενέργειας και την εξάλειψη τουρκοκυπριακών εστιών με τη συνδρομή και της ΕΛΔΥΚ, η οποία «θα ετηρείτο εφεδρεία και θα αποτελούσε την κύρια δύναμη αντεπίθεσης κατά του προγεφυρώματος που τυχόν θα δημιουργείτο (…) τη νύχτα της D/D+1» ενώ η προβλεπόμενη συνδρομή της Ελλάδας στο αεροναυτικό τομέα θα ήταν:

  • Μια Μοίρας 18 αεροσκαφών F-84F που θα ενεργούσαν από τα Α/Δ Καστελλίου και Τυμπακίου Κρήτης ή από το Α/Δ Σούδας για την εφάπαξ προσβολή της εχθρικής αποβατικής δύναμης
  • Ένα Υποβρύχιο Τύπου 209
  • Δύο Τορπιλακάτοι τύπου NASTY.

[10] «Ο Ναυτικός Διοικητής Κύπρου το 1974 (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ) γράφει …», ό.π.

[11] ΣΗΜΑΤΑ ΝΔΚ 061450ΑΥΓ, ΝΒΧ 061730ΑΥΓ, ΝΒΧ081230ΑΥΓ.

[12] «Ο Ναυτικός Διοικητής Κύπρου το 1974 (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ) γράφει …», ό.π.