Θαλάσσια ναρκοθέτηση: χαμηλό κόστος, υψηλή αποτελεσματικότητα

17
2751
Πυροδότηση εκρηκτικής γόμωσης από το πλοίο Αντιμέτρων Ναρκών USS Scout (MCM 8) στα Στενά του Ορμούζ μέσω των οποίων διέρχεται το 40% της παγκόσμιας θαλάσσιας κυκλοφορίας για την μεταφορά πετρελαίου.

Η γεωγραφία του Αιγαίου πελάγους και ειδικότερα η απόσταση των περισσότερων νησιών από την ηπειρωτική Ελλάδα επιβάλλουν να διατηρούνται διαρκώς ανοικτές οι Θαλάσσιες Γραμμές Επικοινωνίας (SLOC), με σκοπό τη μεταφορά σ’ αυτά δυνάμεων ενισχύσεων και ανεφοδιασμού μέσω νηοπομπών, τη διεξαγωγή αποβατικών επιχειρήσεων και την προσέγγιση ακτών με σκοπό την παροχή υποστήριξης ναυτικού πυροβολικού. Κύριο μέσο, ελάχιστου κόστους αλλά υψηλής αποτελεσματικότητας, για την αποτροπή της εκτέλεσης των αποστολών αυτών, αποτελεί η θαλάσσια νάρκη. Η ναρκοθέτηση εντάσσεται στο πλαίσιο των αποστολών Θαλάσσιας Άρνησης (Sea Denial) και πλέον, των δυνατοτήτων Αντί-Πρόσβασης / Άρνησης Περιοχής (A2/AD), οι οποίες συνίστανται στην αποστέρηση της πρόσβασης του αντιπάλου σε συγκεκριμένη περιοχή ή την άρνηση της χρήσης της. Το κείμενο που ακολουθεί αποσκοπεί στην παρουσίαση της τεχνολογίας του ναρκοπολέμου, τη συνοπτική παράθεση του ισχύοντος διεθνούς νομικού πλαισίου και ακολούθως την εξέταση των εκατέρωθεν του Αιγαίου δυνατοτήτων και επιχειρησιακών απαιτήσεων, στο μέτρο βεβαίως που το επιτρέπει η αναφορά σε μη διαβαθμισμένες πληροφορίες.

Για να κατανοηθεί καλύτερα η δραστικότητα της θαλάσσιας νάρκης, χρησιμοποιείται συνήθως ως παράδειγμα ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Desert Storm»: Στις 18 Φεβρουαρίου 1991, στα ανοικτά της Κουβεϊτιανής νήσου Failaka, το καταδρομικό κατευθυνόμενων βλημάτων Princeton (CG 59) του USN, κλάσης Ticonderoga, εξοπλισμένο με το σύστημα μάχης Mk7 Aegis, ενώ εκτελούσε αποστολή προστασίας ναρκοθηρευτικών πλοίων από πιθανή ιρακινή επίθεση με βλήματα HY-2 Silkworm, εισήλθε σε ιρακινό μη εκκαθαρισμένο ναρκοπέδιο, με αποτέλεσμα να ενεργοποιήσει δύο νάρκες επίδρασης Manta: Το ωστικό κύμα της έκρηξης ανύψωσε την πρύμνη του πλοίου, εκτοπίσματος 9.800 t, κατά 3,5 m ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα να προκληθεί γιγαντιαίος κυματισμός κατά την πτώση της. Σημειώθηκε απώλεια του 50% της ισχύος του πλοίου, στρέβλωση της τρόπιδας και του δεξιού άξονα, ρήξη του κύτους και παραμόρφωση της υπερκατασκευής. Το πρυμναίο Σύστημα Κατακόρυφης Εκτόξευσης Κατευθυνόμενων Βλημάτων (GMVLS) Mk41 Mod0 και το πρυμναίο πυροβόλο Mk45 Mod1 τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Η ετοιμότητα των αγημάτων ελέγχου βλαβών απέτρεψε πολύ χειρότερες συνέπειες, ενώ η αποκατάσταση των ζημιών ύψους $24 εκατ. απαίτησε πολύμηνη παραμονή σε ναυπηγεία του Ντουμπάι και των ΗΠΑ. Το κόστος των δύο ναρκών Manta ήταν της τάξης των $10.000. Λίγες ώρες νωρίτερα, στο βόρειο Περσικό Κόλπο, το αποβατικό ελικοπτεροφόρο Tripoli (LPH 10) του USN, κλάσης Iwo Jima, προσέκρουσε σε επιπλέουσα νάρκη επαφής τύπου LUGM-145, κόστους της τάξης των $1.500 μόλις και τεχνολογίας έτους 1908, καθ’ όσον αποτελεί ιρακινό αντίγραφο της νάρκης M-08 της… Ρωσικής Αυτοκρατορίας, με συνέπεια να υποστεί ζημίες ύψους $3,5 εκατ. Τα δύο πλήγματα και οι περίπου 1.300 ιρακινές νάρκες στον Περσικό Κόλπο είχαν ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της σχεδιαζόμενης απόβασης των συμμαχικών δυνάμεων στο Κουβέιτ, με αποτέλεσμα 30.000 άνδρες του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ (USMC) να παραμείνουν καθηλωμένοι στα πλοία αμφίβιας επίθεσης .

To αποτέλεσμα της πρόσκρουσης του αποβατικού ελικοπτεροφόρού Tripoli (LPH 10) του USN σε νάρκη επαφής στον Περσικό Κόλπο κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Desert Storm» στις 18 Φεβρουαρίου 1991.

Περίπου τρία έτη νωρίτερα, στις 14 Απριλίου 1988, το πλήρωμα της φρεγάτας κατευθυνόμενων βλημάτων Samuel B. Roberts (FFG 58) του USN, κλάσης Oliver Hazard Perry, ενώ αυτή έπλεε στα ανοικτά των ακτών του Κατάρ, εντόπισε τρεις επιπλέουσες νάρκες επαφής τύπου SADAF-02, ιρανικής ταξινόμησης της νάρκης M-08, αλλά μόλις το πλοίο έκανε ανάποδα με χρήση των ανασυρόμενων βοηθητικών μονάδων πρόωσης με σκοπό να εξέλθει από το ναρκοπέδιο, προσέκρουσε σε νάρκη του ιδίου τύπου, με αποτέλεσμα από την έκρηξη να προκληθεί θραύση της τρόπιδας, αποκόλληση των κινητήρων από τα έδρανά τους και άνοιγμα οπής διαμέτρου 7 m στο σκάφος, το οποίο παρ’ ολίγον να κοπεί στα δύο. Για την αποκατάσταση των καταστροφών δαπανήθηκε το ποσό των $96 εκατ., ήτοι 64.000 φορές μεγαλύτερο από την αξία της νάρκης! Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα, 15 πλοία του του USN, του κατά τεκμήριο ισχυρότερου ναυτικού στον κόσμο, έχουν υποστεί πλήγματα από νάρκες, έναντι μόλις δύο από αεροσκάφη και ενός κάθε φορά από κατευθυνόμενο βλήμα, τορπίλη και τρομοκρατική ενέργεια.

Αριστερά: Η έκρηξη διέρρηξε το κύτος και τα διαφράγματα της φρεγάτας Samuel B. Roberts, πλημμυρίζοντας το μηχανοστάσιο. Δεξιά: Αεροφωτογραφία του Mighty Servant II καθώς μεταφέρει τη φρεγάτα στις 30 Ιουλίου 1988.

Απ’ όλο το φάσμα των ναυτικών επιχειρήσεων, η ναρκοθέτηση είναι η λιγότερο απαιτητική από την άποψη των διαθέσιμων φορέων: Πρακτικά οποιοδήποτε υποβρύχιο, αεροσκάφος ή πλοίο επιφανείας, ακόμη και οχηματαγωγό ή αλιευτικό, είναι κατάλληλο για την πόντιση ναρκών, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμη κι από δύτες ή φορτηγά σε γέφυρες προκειμένου να ναρκοθετηθούν λιμένες ή στόμια ποταμών. Η ναρκοθέτηση αποκαλείται καλυμμένη, όταν η διενέργειά της δεν μπορεί να διαγνωστεί σε πραγματικό χρόνο από τον αντίπαλο και συνήθως πραγματοποιείται από υποβρύχια ή κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η διάμετρος πολλών ναρκών τυποποιείται στο διαδεδομένο διαμέτρημα των τορπιλοσωλήνων των υποβρυχίων. Εντούτοις, επανειλημμένα έχουν καταγραφεί περιστατικά κατά τα οποία η ναρκοθέτηση ήταν επιτυχής παρά το γεγονός ότι οι ναρκοθέτιδες ήταν σε οπτική επαφή με τις αντίπαλες δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι επιχειρήσεις των ιρανικών σκαφών εξωλέμβιας πρόωσης κλάσης Ashura κατά τις συρράξεις των ετών 1987-1988, ενώ το ίδιο ισχύει για τα ιρανικά σκάφη που πόντισαν 12 νάρκες πλησίον της Ιρανικής νήσου Farsi, σε μία από τις οποίες προσέκρουσε το πετρελαιοφόρο SS Bridgeton, στις 24 Ιουλίου 1987. Αντιθέτως, η αεροναρκοθέτηση παρέχει τα πλεονεκτήματα της ταχείας και μαζικής διενέργειας, αλλά δυσκολότερα περνά απαρατήρητη. Η ναρκοθέτηση αποσκοπεί είτε στην προστασία των φιλικών ναυστάθμων, παράκτιων περιοχών, αιγιαλών από αποβατικές επιχειρήσεις και Θαλάσσιων Γραμμών Επικοινωνίας, οπότε αποκαλείται αμυντική, ενώ η επιθετική ναρκοθέτηση συνίσταται στον αποκλεισμό εχθρικών λιμενικών εγκαταστάσεων και χώρων συγκέντρωσης δυνάμεων απόβασης ή άλλων περιοχών ελεγχόμενων από τον αντίπαλο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της τελευταίας είναι η Επιχείρηση «Starvation», ήτοι η αεροναρκοθέτηση της Ιαπωνίας, που πραγματοποιήθηκε από τα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Αυγούστου 1945 με βομβαρδιστικά αεροσκάφη B-29 των τότε Εναέριων Δυνάμεων του Στρατού των ΗΠΑ (USAAF) και η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση ή πρόκληση καταστροφών σε 293 πλοία, καθώς και η αεροναρκοθέτηση των λιμένων του Βιετνάμ, στις αρχές Μαΐου 1972, κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Linebacker», από αεροσκάφη A-6 Intruder και A-7 Corsair II του USN, η οποία προκάλεσε την πλήρη διακοπή του θαλάσσιου εμπορίου του κράτους. Ενίοτε, ακόμη και η απλή ανακοίνωση περί ναρκοθέτησης μπορεί να έχει αποτελέσματα ισοδύναμα με τη διενέργειά της, όπως απέδειξε η αποκαλούμενη περίπτωση του «Πατριωτικού Αυτοδύτη» (Patriotic Scuba Diver): Τον Ιανουάριο του 1980, λίγο μετά την επιβολή από τις ΗΠΑ του εμπάργκο σιτηρών κατά της ΕΣΣΔ, άγνωστο πρόσωπο, αυτοαποκαλούμενο ως «Πατριωτικός Αυτοδύτης», προέβη σε απειλητικό τηλεφώνημα, αναφέροντας ότι είχε ποντίσει νάρκη στον Ποταμό Σακραμέντο. Ως εκ τούτου, διακόπηκε εντελώς η ναυσιπλοΐα επί τέσσερις ημέρες, όσο διήρκεσε η άκαρπη επιχείρηση επιτόπιας έρευνας από το ωκεανοπόρο ναρκαλιευτικό Gallant (MSO 489), με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων!

Από την άποψη του διεθνούς δικαίου, η θαλάσσια ναρκοθέτηση διέπεται από τη Σύμβαση (VIII) της Χάγης του 1907, σχετικά με την Πόντιση Αυτόματων Υποθαλάσσιων Ναρκών Επαφής. Επίσης, ιδιαίτερη πρακτική αξία έχει το Εγχειρίδιο του Σαν Ρέμο της 12ης Ιουνίου 1994 περί του Εφαρμοστέου Διεθνούς Δικαίου στις Εμπόλεμες Συρράξεις στη Θάλασσα, το οποίο καλύπτει τα συμβατικά κενά στον κατά θάλασσα πόλεμο και ενσωματώνει τις προβλέψεις των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ως εκ τούτου, έχει μεταφερθεί στα περισσότερα στρατιωτικά εγχειρίδια κρατών και διδάσκεται στις ένοπλες δυνάμεις. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ενδεικτική η απόφαση επί της υπόθεσης του Στενού της Κέρκυρας της 9ης Απριλίου 1949). Η Σύμβαση (VIII) της Χάγης έχει υπογραφεί αλλά δεν έχει κυρωθεί από την Ελλάδα και την Τουρκία, όμως οι διατάξεις της αντανακλούν εθιμικό δίκαιο, δεσμευτικό για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, όπως έκρινε το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση για τη νομιμότητα της απειλής ή χρήσης πυρηνικών όπλων. Στα τρία πρώτα άρθρα της σύμβασης περιέχονται οι σημαντικότερες από πρακτική άποψη διατάξεις. Ειδικότερα, το Άρθρο 1 της Σύμβασης ορίζει ότι απαγορεύεται η πόντιση μη αγκυροβολημένων αυτόματων ναρκών επαφής, εκτός αν είναι κατασκευασμένες κατά τρόπο ώστε να καθίστανται αβλαβείς το αργότερο μία ώρα μετά την παύση του ελέγχου τους από το πρόσωπο που προέβη στην πόντισή τους, καθώς και η πόντιση αγκυροβολημένων αυτόματων ναρκών, οι οποίες δεν καθίστανται αβλαβείς αμέσως μόλις αποσπαστούν από τα δεσμά τους. Περαιτέρω, το Άρθρο 2 ορίζει ότι απαγορεύεται η πόντιση αυτόματων ναρκών επαφής πλησίον της ακτής και των λιμένων του εχθρού, με μοναδικό σκοπό την παρεμπόδιση της εμπορικής ναυτιλίας. Τέλος, το Άρθρο 3 της Σύμβασης προβλέπει ότι όταν χρησιμοποιούνται αγκυροβολημένες αυτόματες νάρκες επαφής, επιβάλλεται η λήψη κάθε δυνατής προφύλαξης για την ασφάλεια της ειρηνικής ναυτιλίας, οι δε εμπόλεμοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να πράξουν κάθε τι δυνατό, προκειμένου να καταστήσουν αυτές τις νάρκες αβλαβείς εντός περιορισμένου χρόνου και, στην περίπτωση που αυτές πάψουν να τελούν υπό επιτήρηση, να ειδοποιήσουν σχετικά με τις επικίνδυνες ζώνες αμέσως μόλις οι στρατιωτικές ανάγκες το επιτρέψουν, με αναγγελία απευθυνόμενη προς τους πλοιοκτήτες, η οποία πρέπει επίσης να κοινοποιηθεί προς τις Κυβερνήσεις δια της διπλωματικής οδού. Ο όρος «αυτόματη νάρκη» υπονοεί την αυτοπυροδοτούμενη νάρκη επαφής και αντιδιαστέλλεται προς τη νάρκη που υπόκειται σε χειροκίνητο έλεγχο, αποκαλούμενη και «νάρκη του Colt». Επειδή όμως η εξέλιξη της τεχνολογίας έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα πυροδότησης της νάρκης με πολλούς άλλους τρόπους, πέραν της επαφής, η ερμηνεία του Άρθρου 1 θεωρεί πλέον ως νάρκη κάθε υποθαλάσσιο εκρηκτικό μηχανισμό ο οποίος βρίσκεται σε αναμονή, προκειμένου να βυθίσει η να προκαλέσει ζημία σε στόχους ή να αποτρέψει την είσοδό τους σε συγκεκριμένη περιοχή. Εξ άλλου, η εφαρμογή του Άρθρου 2 μπορεί ευχερώς να παρακαμφθεί με την επίκληση και απόδειξη πρόσθετων σκοπών πόντισης αυτόματων ναρκών, πέραν του σκοπού παρεμπόδισης της εμπορικής ναυτιλίας, ενώ το εθιμικό δίκαιο του κατά θάλασσα πολέμου επιτρέπει πλέον τη στόχευση ουδέτερων εμπορικών πλοίων, υπό περιστάσεις κατά τις οποίες αυτά συνεισφέρουν ουσιαστικά στη στρατιωτική δράση του εχθρού. Είναι φανερό ότι οι διατάξεις αυτές απαγορεύουν απολύτως τις παρασυρόμενες νάρκες, όμως, εξίσου προφανώς, στην πράξη ο εν λόγω κανόνας δεν τηρείται απαρέγκλιτα.

Η Σύμβαση της Χάγης του 1907 διακρίνει μεν ανάμεσα σε αυτοπυροδοτούμενες και ελεγχόμενες νάρκες, όμως αυτή είναι μία μόνο από τις πολυάριθμες διακρίσεις τους, ανάλογα με το εκάστοτε υιοθετούμενο κριτήριο. Χωρίς να απαριθμούνται οι νάρκες αμερικανικής προέλευσης, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότεροι από 300 τύποι ναρκών, σε υπηρεσία με τουλάχιστον 60 ναυτικές δυνάμεις παγκοσμίως. Συνεπώς είναι χρήσιμη η εξέταση των κυριότερων κατηγοριών ναρκών, σε αντίθεση με την εξαντλητική παράθεση των διαφόρων τύπων τους. Είναι αυτονόητο το κριτήριο της διάκρισης ανάμεσα σε νάρκες αγκυροβολίου και πυθμένα, με τους δύο τύπους να συνδυάζουν διαφορετικά πλεονεκτήματα: Οι νάρκες αγκυροβολίου αποτελούν σχετικά απλά και οικονομικά όπλα, όμως εντοπίζονται ευκολότερα, ενώ η ανάγκη εξασφάλισης πλευστότητας περιορίζει την περιεχόμενη στο εσωτερικό τους εκρηκτική ύλη. Παραλλαγή τους αποτελούν οι ταλαντευόμενες νάρκες, οι οποίες μεταβάλλουν το βάθος πόντισής τους μεταξύ προεπιλεγμένων τιμών, ούτως ώστε να αντισταθμίζουν τη διακύμανσή του λόγω της παλίρροιας. Ο εντοπισμός των ναρκών πυθμένα είναι δυσχερέστερος, ιδίως όσων έχουν ακανόνιστο εξωτερικό περίβλημα ή κατασκευασμένο από μη μαγνητικό ή ανηχοϊκό υλικό, ενδεικτικά σκυρόδεμα ή ελαστικό αντίστοιχα. Παράλληλα, η δραστικότητά τους αυξάνεται όταν το βάθος πόντισής τους είναι μικρότερο από 60 m, εξαιτίας της αντανάκλασης του ωστικού κύματος της έκρηξης στον πυθμένα. Η ενεργοποίηση ή όχι του πυροδοτικού μηχανισμού με την επαφή της νάρκης στο στόχο τις διακρίνει σε νάρκες επαφής και νάρκες επίδρασης. Ο πυροδοτικός μηχανισμός των τελευταίων διεγείρεται με την επίδραση που ασκούν κρίσιμες ιδιότητες ή εκπομπές του στόχου, με συνέπεια να υφίστανται νάρκες ακουστικές, μαγνητικές και πίεσης, ενώ σπανιότερες είναι εκείνες που πυροδοτούνται μέσω υποθαλάσσιου ηλεκτρικού δυναμικού, διαταραχών του τοπικού βαρυτικού πεδίου και σεισμικών κυμάτων. Οι σύγχρονες νάρκες συνδυάζουν περισσότερες μεθόδους διέγερσης, με αποτέλεσμα την εμφάνιση μηχανισμών APM (Acoustic, Pressure, Magnetic). Αυτοκατευθυνόμενες ονομάζονται οι νάρκες οι οποίες είτε κατευθύνονται αυτόνομα προς το στόχο, σε απόσταση έως 20 km, είτε εκτοξεύουν εναντίον του τορπίλη, ρουκέτα ή άλλου είδους υποθαλάσσιο βλήμα. Παραλλαγή τους είναι οι αποκαλούμενες αναδυόμενες νάρκες, οι οποίες αναδύονται αυτόνομα προς το στόχο, προωθούμενες από την πλευστότητά τους. Αντιπροσωπευτικές των τελευταίων κατηγοριών είναι οι νάρκες Mk60 CAPTOR, η οποία εκτοξεύει κατά του στόχου τορπίλη Mk46, οι ρωσικές PMK-1 / -2 και οι κινεζικές ΕΜ-52 / -56 και GS112. Κινητές ονομάζονται οι νάρκες που αυτοπροωθούνται προς την επιθυμητή θέση πόντισής τους, όπως ενδεικτικά η Εξαπολυόμενη από Υποβρύχιο Κινητή Νάρκη (SLMM) Mk67. Τέλος, νάρκες-πεταλίδες (limpet mines) αποκαλούνται όσες προσκολλώνται από δύτες στο στόχο.

Εντούτοις, με ορισμένες εξαιρέσεις, οι διαφορετικές κατηγορίες ναρκών δε σχετίζονται με την διάκριση των επιχειρήσεων Αντιμέτρων Ναρκών (MCM) σε ναρκαλιεία και ναρκοθηρία, κριτήριο της οποίας είναι η ακολουθούμενη μέθοδος για την εξουδετέρωσή τους. Η ναρκαλιεία (minesweeping) αναφέρεται στην επίτευξη της ανάδυσης ναρκών αγκυροβολίου ή την ενεργοποίηση ναρκών μαγνητικής ή ακουστικής επίδρασης, αγκυροβολίου ή πυθμένα. Η αλιεία ναρκών αγκυροβολίου απαιτεί τη ρυμούλκηση ενός ή συνηθέστερα δύο αποκλινόντων γρίπων, οι οποίοι αποτελούνται από συρματόσχοινα, στο άκρο των οποίων προσδένονται κατάλληλοι πλωτήρες. Η ρύθμιση του βάθους ρυμούλκησης και η μεταξύ τους απόκλιση επιτυγχάνεται με κατάλληλες διατάξεις (εκτροπείς-καταδύτες), προσαρμοσμένες στους γρίπους. Μεγάλο μέρος του μήκους των τελευταίων καταλαμβάνεται από πυκνά διατεταγμένους μεταλλικούς κόφτες («ψαλίδια»), στους οποίους ενίοτε προσαρμόζεται εκρηκτική γόμωση. Η εμπλοκή ενός από τους κόφτες στο καλώδιο ή την αλυσίδα αγκυροβολίας της νάρκης προκαλεί την αποκοπή του / της, με αποτέλεσμα την ανάδυση της νάρκης στην επιφάνεια της θάλασσας, όπου μπορεί να καταστραφεί ή να εξουδετερωθεί. Η ναρκαλιεία των ναρκών επίδρασης συνίσταται στη μίμηση της αντίστοιχης υπογραφής του πλοίου, προκειμένου να επιτευχθεί η ενεργοποίησή τους. Για το λόγο αυτό, η εξουδετέρωση ναρκών ακουστικής ή μαγνητικής επίδρασης επιτυγχάνεται με τη ρυμούλκηση αγωγού στον οποίο διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μαγνητικού πεδίου ή, αντίστοιχα, γεννήτριας ήχων («σφύρας»), με συνέπεια τη μαζική ενεργοποίηση των πυροδοτικών μηχανισμών τους. Επομένως, η ναρκαλιεία προϋποθέτει τη διέλευση του ναρκαλιευτικού από το ναρκοπέδιο, γεγονός που οδήγησε στη μακάβρια διαπίστωση ότι… κάθε πλοίο μπορεί να γίνει ναρκαλιευτικό – για μία φορά! Αντίθετα, η ναρκοθηρία (minehunting) αποσκοπεί στον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών των οποίων δεν μπορεί να προκληθεί η ανάδυση ή η τεχνητή ενεργοποίηση. Ειδικότερα, οι νάρκες πίεσης και οι αυτοκατευθυνόμενες νάρκες πυθμένα ή αγκυροβολίου μεγάλου βάθους δεν μπορούν να εξουδετερωθούν με επιχειρήσεις ναρκαλιείας. Το ίδιο όμως ισχύει συχνά για τις νάρκες επίδρασης, οι οποίες διαθέτουν εξελιγμένους πυροδοτικούς μηχανισμούς που απενεργοποιούνται περιοδικά ή ενεργοποιούνται μόνο μετά από πολλαπλές διεγέρσεις ή μετά την ανίχνευση της ηχητικής υπογραφής συγκεκριμένου πλοίου. Συνεπώς η ναρκοθηρία απαιτεί τον εφοδιασμό του πλοίου με εξειδικευμένο σόναρ μεταβλητού βάθους (VDS), υψηλής διακριτικής ικανότητας, με σκοπό τη διάκριση της νάρκης από κάθε αντικείμενο του πυθμένα που δεν είναι αλλά ομοιάζει με νάρκη (NOn-mine, Mine-like Bottom Object: NOMBO), καθώς και με προηγμένα συστήματα διεύθυνσης πλοίου ελιγμών. Η τελευταία απαίτηση ικανοποιείται με την ύπαρξη πρωραίου προωθητή (bow thruster) και την εγκατάσταση βοηθητικών ηλεκτροκίνητων ελίκων σε περιστρεφόμενα ατρακτίδια, τα οποία αποκαλούνται «ενεργά πηδάλια», κυρίως όμως με την εμφάνιση της κυκλοειδούς μετάδοσης τύπου Voith Schneider, η οποία επιτρέπει την κίνηση του πλοίου προς κάθε κατεύθυνση και την ακριβή αιώρηση πάνω από συγκεκριμένο σημείο του πυθμένα. Η επιβεβαίωση του εντοπισμού της νάρκης ανατίθεται σε τηλεκατευθυνόμενο όχημα (ROV), το οποίο αναλαμβάνει επίσης την καταστροφή της, με την τοποθέτηση εκρηκτικής γόμωσης. Η περικοπή των αμυντικών προϋπολογισμών διεθνώς επιβάλλει πλέον την κατάργηση των εξειδικευμένων πλοίων για ναρκαλιεία και ναρκοθηρία και την ανάληψη αμφότερων των αποστολών από τον ίδιο τύπο πλοίου. Το αποτέλεσμα είναι το Σκάφος Αντιμέτρων Ναρκών (Mine Countermeasures Vessel: MCMV), το οποίο συνδυάζει τα χαρακτηριστικά και τον εξοπλισμό ναρκαλιευτικού και ναρκοθηρευτικού που προαναφέρθηκαν. Επίσης, περαιτέρω διακριτικά γνωρίσματά του είναι ο περιορισμένος λόγος μήκους προς πλάτος, της τάξης του 5 ή 6:1, ο οποίος αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της ευστάθειας και της ευελιξίας του, η ναυπήγησή του από μη μαγνητικό υλικό, όπως το ξύλο, ο αμαγνητικός χάλβας ή το ενισχυμένο με ίνες γυαλιού πλαστικό (GRP), η εγκατάσταση συστημάτων ενεργού απομαγνήτισης και η επίτευξη υψηλής αντοχής του σκάφους σε υποθαλάσσιες εκρήξεις. Η εμπειρία από την αντοχή του GRP στη φωτιά είναι ανάμικτη: Πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν στα ναρκοθηρευτικά HMS Ledbury (M30) και HMS Cattistock (M31) του Βρετανικού Ναυτικού (RN), κλάσης Hunt, δεν προκάλεσαν παρά τοπικές και επισκευάσιμες φθορές στο σκάφος GRP, όμως, το Νοέμβριο του 2002, το ναρκαλιευτικό φαινομένου επιφανείας KNM Orkla του Βασιλικού Νορβηγικού Ναυτικού βυθίστηκε μετά από πυρκαγιά που ξέσπασε στο προωστήριο σκεύος και στη συνέχεια μεταδόθηκε από το μηχανοστάσιο στο υπόλοιπο πλοίο. Επίσης, τα MCMV ενσωματώνουν χαρακτηριστικά καταστολής του ακουστικού ίχνους τους, με την ελαστική ανάρτηση των κινητήρων, κιβωτίων μετάδοσης και ηλεκτρογεννητριών, καθώς και με την εγκατάσταση συστήματος αθόρυβης πλεύσης, στηριζόμενου σε ηλεκτροκινητήρες. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός αποστολής περιλαμβάνει πλέον τακτικό σύστημα διοίκησης και ελέγχου, το οποίο επιτρέπει ναυτιλία ακριβείας, αυτόματη αιώρηση και διατήρηση προκαθορισμένης πορείας, απεικονίζει ίχνη, σημεία αναφοράς και επαφές επιφανείας και υποθαλάσσιες και υποστηρίζει βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά ναρκών, συνθετικούς χάρτες και υποδείγματα έρευνας / διαδρομής. Είναι προφανές ότι η ναρκοθηρία εξασφαλίζει υπέρτερες επιχειρησιακές δυνατότητες σε σύγκριση με τη ναρκαλιεία, όμως απαιτεί υψηλότερο επίπεδο τεχνολογίας και συνεπάγεται αυξημένο κόστος.

Αυτές οι δυνατότητες αποκτήθηκαν πρώτα από τη Διοίκηση Ναρκοπολέμου (ΔΝΑΡ) του ΠΝ στις 10 Οκτωβρίου 1995, με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στα ναρκοθηρευτικά M-5504 Castagno και M-5509 Gelso του Ιταλικού Ναυτικού (MM), τα οποία ονομάστηκαν Ν/ΘΗ ΕΡΑΤΩ (M60) και Ν/ΘΗ ΕΥΝΙΚΗ (M61) αντίστοιχα. Επρόκειτο για πρώην ναρκαλιευτικά του USN, με εκτόπισμα 402 t και σκάφος κατασκευασμένο από ξύλο, τα οποία μετασκευάστηκαν σε ναρκοθηρευτικά το 1982, με την εγκατάσταση ROV τύπου FILIPPO 25 και την αντικατάσταση του συστήματος σόναρ UQS-1D από το SQQ-14A. Το τελευταίο ήταν σύστημα VDS, το οποίο λειτουργούσε σε συχνότητα 80 KHz για έρευνα και 350 KHz για ταξινόμηση, εκπέμποντας δέσμη εύρους 1,5°και 0,3°. Τα πλοία υπηρέτησαν έως το 2006 και το 2005 αντίστοιχα. Πριν την απόκτηση των δύο ναρκοθηρευτικών, το ΠΝ στηριζόταν σε οκτώ ναρκαλιευτικά «Τύπου Α» και τέσσερα «Τύπου Β», τα οποία είχαν προηγουμένως υπηρετήσει στο USN ως παράκτια ναρκαλιευτικά των τύπων Bluebird (MSC 294) και Adjutant (MSC 60) αντίστοιχα, τα τελευταία και στο Βελγικό Ναυτικό πριν την παραχώρησή τους στο ΠΝ. Τα πλοία αυτά διέθεταν παρωχημένο σόναρ AN/UQS-1D, συχνότητας 100 KHz, χωρίς ικανότητα ταξινόμησης. Στα ναρκαλιευτικά «Τύπου Α» οι τέσσερις κινητήρες General Electric GM-671 είχαν αντικατασταθεί από δύο GM-8/268/A της ίδιας εταιρίας, ενώ είχε επιπλέον εγκατασταθεί αεριοστρόβιλος Solar T-1000, για την παραγωγή ισχύος κατά τη διάρκεια της ναρκαλιείας επίδρασης.

Το ναρκοθηρευτικό ΚΑΛΥΨΩ (M 64) τύπου Osprey της Διοίκησης Ναρκοπολέμου του Πολεμικού Ναυτικού.

Ακολούθως, στις 31 Ιουλίου 2000 και 28 Φεβρουαρίου 2001 υψώθηκε η ελληνική σημαία στα ναρκοθηρευτικά HMS Bicester (M36) και HMS Berkeley (M40) του RN, τύπου Hunt, τα οποία ονομάσθηκαν Ν/ΘΗ ΕΥΡΩΠΗ (M62) και Ν/ΘΗ ΚΑΛΛΙΣΤΩ (M63) αντίστοιχα. Η παραχώρησή τους αποτελούσε προσφορά της Vosper Thornycroft για την ανάθεση της σύμβασης για την προμήθεια των ΤΠΚ τύπου Super Vita. Τα πλοία έχουν εκτόπισμα 750 t και είναι ναυπηγημένα εξ ολοκλήρου από GRP αλλά με την παραδοσιακή σχεδίαση που περιλαμβάνει νομείς και διαδοκίδες. Τα πλοία προωθούνται από δύο κινητήρες MTU, οι οποίοι αντικατέστησαν τους κινητήρες Ruston Paxman 9-59K Deltic και οι οποίοι κινούν δύο Έλικες Σταθερού Βήματος (FPP) και ένα bow thruster. Τα πλοία του RN διέθεταν σύστημα αθόρυβης πλεύσης, στηριζόμενο σε τέσσερις υδραυλικές αντλίες Dowty, καθώς και συστήματα παρακολούθησης κραδασμών VIMOS και αυτόματου ελέγχου, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα προκαθορισμένης πορείας, όχι όμως αυτόματης αιώρησης. Παρά το γεγονός ότι αποκαλούνται ναρκοθηρευτικά, τα πλοία τύπου Hunt είναι στην πραγματικότητα MCMV, καθ’ όσον διαθέτουν και εξοπλισμό ναρκαλιείας: Έτσι, διαθέτουν γρίπο τύπου Oropesa Mk8 έκδοσης O και A, γρίπο μαγνητικής αλιείας MS 14 και διάταξη ακουστικής αλιείας Sperry MSSA Mk1, με Ρυμουλκούμενη Ακουστική Γεννήτρια (TAG) και Ρυμουλκούμενο σύστημα Ελέγχου Ακουστικής (TAM). Ο εξοπλισμός ναρκοθηρίας περιλαμβάνει σόναρ σκάφους Type 193M Mod1, το οποίο σε διαμορφώσεις έρευνας και ταξινόμησης λειτουργεί σε συχνότητες 100 KHz και 300 KHz, εκπέμπει δέσμη 16°× 1° και 6°× 0,3° και επιτυγχάνει εμβέλεια 550 m και 270 m αντίστοιχα. Τα πλοία διαθέτουν θάλαμο αποσυμπίεσης δύο ανδρών και μεταφέρουν δύο ROV τύπου PAP 104 Mk5. Επίσης, έχει εγκατασταθεί Υποβοηθούμενο από Υπολογιστές Σύστημα Πληροφοριών Δράσης (CAAIS) DBA 4, με κεντρικό υπολογιστή Ferranti FM 1600D των 24 bit και συχνότητας 12 MHz και δύο κονσόλες Racal-Decca CA 1600.

Tα Ν/ΘΗ EYNIKH (Μ61) και KAΛΥΨΩ (Μ64) τύπου Osprey είναι εξοπλισμένα με τηλεκατευθυνόμενα οχήματα (ROV) εξουδετέρωσης ναρκών AN/SLQ-48 (αριστερά) ενώ τα Ν/ΘΗ ΕΥΡΩΠΗ (M62) και ΚΑΛΛΙΣΤΩ (M63) τύπου Hunt με ROV τύπου PAP 104 Mk5 (δεξιά).

Η απόσυρση των ναρκοθηρευτικών ιταλικής προέλευσης έδωσε την ευκαιρία να αντικατασταθούν από σύγχρονα πλοία: Στις 16 Μαρτίου 2007 υψώθηκε η ελληνική σημαία στα ναρκοθηρευτικά Heron (MHC 52) και Pelican (MHC 53) του USN, τύπου Osprey, τα οποία ονομάσθηκαν ΚΑΛΥΨΩ (M 64) και ΕΥΝΙΚΗ (M 61) αντίστοιχα. Το πρώτο αποκτήθηκε με αγορά και το δεύτερο με δωρεάν παραχώρηση. Πρόκειται για πλοία με εκτόπισμα 804 t και σκάφος από GRP μονού κελύφους (monocoque), πάχους 3 in στο κατάστρωμα έως 8 in στην τρόπιδα. Τα 12 πλοία εντάχθηκαν σε υπηρεσία στο USN μεταξύ 1993 και 1999 και αποτελούν μεγέθυνση των ναρκοθηρευτικών των τύπων Lerici και Gaeta που ανέπτυξε η ιταλική εταιρία Intermarine για το USN, μετά τις αποτυχημένες δοκιμές αντοχής σε υποθαλάσσιες εκρήξεις του MSH 1 Cardinal, αρχικού πλοίου ναρκαλιευτικών φαινομένου επιφανείας της σχεδιαζόμενης ομώνυμης κλάσης. Προωθούνται από δύο κινητήρες Isotta Franschini ID 36 SS 8V AM, οι οποίοι αποδίδουν συνολική ισχύ 1.600 bhp και κινούν ισάριθμες κυκλοειδείς έλικες τύπου Voith Schneider. Επιπρόσθετα, υπάρχουν δύο υδραυλικοί κινητήρες για αθόρυβη πλεύση, καθώς και bow thruster. Στα πλοία έχει εγκατασταθεί σόναρ σκάφους / μεταβλητού βάθους (HM / VDS) AN/SQQ-32. Πρόκειται για σύστημα που συνδυάζει δύο ανεξάρτητες διατάξεις, για έρευνα και ταξινόμηση. Στις διαμορφώσεις αυτές οι συχνότητες εκπομπής είναι 35 KHz και 445-650 KHz και το εύρος της εκπεμπόμενης δέσμης 60 × 3,1° και 14 × 0,13° αντίστοιχα. Υπάρχει η δυνατότητα εκπομπής πολλαπλών δεσμών, η οποία επιταχύνει το ρυθμό έρευνας. Η βάρους 3.123 kg διάταξη VDS μπορεί να καταδυθεί σε μέγιστο βάθος 500 m. Τα πλοία διαθέτουν επίσης το Σύστημα Αδρανοποίησης Ναρκών (MNS) AN/SLQ-48, το οποίο είναι ROV βάρους 1.136 kg, με μέγιστη ταχύτητα 6 kts, την οποία εξασφαλίζουν δύο ηλεκτρικοί κινητήρες 12 hp. Το σύστημα σχεδιάσθηκε με κύρια προτεραιότητα την εξουδετέρωση ναρκών ποντισμένων σε βάθος μεγαλύτερο των 200 m και η μέγιστη απόσταση απομάκρυνσής του από το πλοίο είναι 1.061 m. Το τακτικό σύστημα είναι τύπου AN/SYQ-13, το οποίο στηρίζεται σε επεξεργαστές 68020 και ολοκληρώνει δεδομένα από το ραντάρ ναυτιλίας, τα ναυτιλιακά βοηθήματα, το σόναρ AN/SQQ-32 και το MNS AN/SLQ-48, παρουσιάζοντάς τα σε δύο όμοιες κονσόλες.

Τούρκοι δύτες του ναρκοθηρευτικού Erdek (M263) κλάσης Circé κατά την πολυεθνική άσκηση Ναρκοπολέμου ΑΡΙΑΔΝΗ-2014 στον Πατραϊκό κόλπο στις 11 Νοεμβρίου 2014.

Δύο έτη μετά το ΠΝ, το TDK απέκτησε τα πρώτα ναρκοθηρευτικά του: Στις 25 Νοεμβρίου 1997 συμφωνήθηκε η απόκτηση πέντε ναρκοθηρευτικών κλάσης Circé του Γαλλικού Ναυτικού (MN), με εκτόπισμα 510 t και σκάφος κατασκευασμένο από ξύλο και πλαστικό, τα οποία εντάχθηκαν στο TDK ως κλάση Engin. Είναι μονοέλικα, αλλά διαθέτουν επιπλέον δύο ενεργά πηδάλια, με ισάριθμους ηλεκτροκινητήρες. Σχεδιάσθηκαν ειδικά για την εξουδετέρωση ναρκών βυθού, κοντά στις οποίες δύτες ή τα δύο ROV τύπου PAP 104 τοποθετούν εκρηκτικές γομώσεις και οι οποίες πυροδοτούνται από το σόναρ των πλοίων. Πρόκειται για το σύστημα DUBM-20A, το οποίο λειτουργεί σε συχνότητες 100 KHz και 400 KHz για έρευνα και ταξινόμηση αντίστοιχα. Στα πλοία εγκαταστάθηκε τακτικό σύστημα ναρκοθηρίας Minetac με μία κονσόλα, στο οποίο ολοκληρώνονται δεδομένα του σόναρ και βάσης δεδομένων και το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο Skubermor I και τον πίνακα υποτύπωσης EVEC 10. Όμως το TDK συνέχισε να ενισχύει τις επιχειρησιακές δυνατότητές του στον τομέα του ναρκοπολέμου, δεδομένου ότι, τον Απρίλιο του 1999, αποφάσισε την απόκτηση έξι ναρκοθηρευτικών βασισμένων στο ναρκοθηρευτικό Τύπου 332 της γερμανικής κοινοπραξίας των εταιριών Abeking & Rasmussen, έναντι συμβατικού τιμήματος $632 εκατ. Τα πλοία έχουν εκτόπισμα 715 t και είναι κατασκευασμένα από αμαγνητικό χάλυβα. Προωθούνται από δύο κινητήρες MTU 16V538 TB91, ισχύος 2.040 kW ο καθένας, οι οποίοι κινούν ισάριθμες Έλικες Μεταβλητού Βήματος (CPP). Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, λόγω της μη προμήθειας ηλεκτρογεννητριών στη ναυτική βάση Erdek (Αρτάκη), σημειώθηκε επιβάρυνση της λειτουργίας των κινητήρων των πλοίων, οι οποίοι λειτουργούσαν κατά μέσο όρο 150 ώρες την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρά μηχανολογικά προβλήματα, πέραν της κατανάλωσης καυσίμου αξίας αξίας TL42,5 εκατ. (€19 εκατ.)! Κύριος αισθητήρας τους είναι το σόναρ VDS Type 2093, το οποίο ανήκει στη νέα γενιά συστημάτων χαμηλής συχνότητας και πολλαπλών διαμορφώσεων. Μεταξύ άλλων, το σύστημα διαθέτει ικανότητα ταξινόμησης σκιάς, η οποία συνίσταται στην εξέταση του πυθμένα που βρίσκεται στην προέκταση της γραμμής μεταξύ VDS και νάρκης και η οποία σχηματίζεται επειδή από την περιοχή αυτή δεν επιστρέφουν αντανακλάσεις, καθώς παρεμβάλλεται το σώμα της νάρκης. Λειτουργεί σε συχνότητες 80 KHz για έρευνα και 350 KHz για ταξινόμηση, επιτυγχάνοντας εμβέλεια 1.200 m και 300 m αντίστοιχα και διαθέτει διαμορφώσεις όπως ενδεικτικά η έρευνα και ταξινόμηση ναρκών αγκυροβολίου με χρήση χαμηλής ή πολύ χαμηλής συχνότητας, ταυτόχρονα ή όχι με την έρευνα και ταξινόμηση ναρκών πυθμένα, η επισκόπηση διαδρομής και η επιτήρηση διαδρομής. Η επισκόπηση διαδρομής (route survey) αφορά στον καθορισμό και τη διατήρηση ελεύθερων από νάρκες διαδρομών, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν άφοβα από τις φιλικές δυνάμεις. Η επιτήρηση διαδρομής (route surveillance) αναφέρεται στην έρευνα διαδρομών που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο επισκόπησης, επειδή υπάρχει υποψία ότι έχουν ναρκοθετηθεί και συνίσταται στην αντιπαραβολή των δεδομένων επανέρευνας με αυτά της επισκόπησης που προηγήθηκε, με αποτέλεσμα οι διαφορές να καθίστανται αμέσως εμφανείς. Επίσης, το σύστημα έχει ικανότητα λειτουργίας όταν η ταχύτητα του πλοίου δεν υπερβαίνει τους 12 kts, έναντι 3-4 kts του σόναρ Type 193M των ναρκοθηρευτικών τύπου Hunt. Για την εξουδετέρωση ναρκών υπάρχουν δύο ROV τύπου PAP 105 Mk5. Το τακτικό σύστημα είναι το Ναυτικό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Πληροφοριών Ναρκοθηρίας (NAUTIS) III-M, με αρχιτεκτονική αποκεντρωμένης επεξεργασίας, το οποίο στηρίζεται σε υπολογιστές εμπορίου (COTS) SPARC τεχνολογίας RISC και λειτουργικό σύστημα Solaris. Το σύστημα ολοκληρώνει δεδομένα ναυτιλίας, επαφών σόναρ, IFF, ζεύξεις δεδομένων και αναλαμβάνει τον έλεγχο των ROV. Επίσης διασυνδέεται με βάση δεδομένων που καλύπτει περιοχή πραγματικής έκτασης 2.000 km × 2.000 km και περιλαμβάνει τουλάχιστον 20 χάρτες, 200 σημεία αναφοράς και 5.000 υποβρύχιες επαφές.

To πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας Star στις 14 Ιανουαρίου 2013, σύμφωνα με το οποίο σημειώθηκε επιβάρυνση της λειτουργίας των κινητήρων των ναρκοθηρευτικών κλάσης AYDIN στη ναυτική βάση Erdek (Αρτάκη) λόγω μη προμήθειας γεννητριών για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Η Διοίκηση Ναρκοπολέμου του TDK είχε βρεθεί και πάλι στο στόχαστρο του Τύπου το Μάιο του 2010, όταν σε έφοδο της Χωροφυλακής και της Ακτοφυλακής εντοπίστηκαν 100 χιλιάδες λαθραία πακέτα με τσιγάρα και εκατοντάδες φιάλες με ουίσκι στο τμήμα αποθήκευσης πυρομαχικών του ναρκοθηρευτικού Edremit (M261), μετά την επιστροφή του από ΝΑΤΟική άσκηση στην Ισπανία. Οι τουρκικές αρχές προχώρησαν τότε στη σύλληψη τριών αξιωματικών του πλοίου.

Το σοβαρό αριθμητικό προβάδισμα του TDK σε ναρκοθηρευτικά εξηγείται από τη γεωγραφία των Στενών και των δυτικών ακτών της Τουρκίας, η ναρκοθέτηση των οποίων θα οδηγούσε σε καταστροφικά αποτελέσματα, εγκυμονώντας ακόμη και τον κίνδυνο εγκλεισμού του στους ναυστάθμους του σε περίπτωση πραγματικών επιχειρήσεων. Επομένως οι σχετικές επιχειρησιακές απαιτήσεις του TDK είναι πολύ οξύτερες σε σύγκριση με αυτές του ΠΝ. Παρ’ όλα αυτά, επιβάλλεται η αύξηση των μονάδων του ΠΝ, το οποίο πλέον επιχειρεί με τέσσερα μόλις πλοία. Υπενθυμίζεται πως, με την έγκριση της «Πράξης Μεταβίβασης Πολεμικών Πλοίων» της 8ης Οκτωβρίου 2010, εξουσιοδοτήθηκε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να παραχωρήσει δωρεάν στην Ελλάδα τα MHC 51 Osprey, MHC 58 Blackhawk και MHC 62 Shrike, αλλά η σχετική προθεσμία παρήλθε άπρακτη. Τα πλοία δεν είναι πλέον διαθέσιμα, καθ’ όσον τον Απρίλιο του 2014 η Διοίκηση Γενικών Υπηρεσιών (GSA) των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι τα έξι εναπομένοντα ναρκοθηρευτικά τύπου Osprey διατίθενται ως σύνολο σε δημοπρασία, με αποκλειστικό σκοπό την αποσυναρμολόγηση.

Εντούτοις, δεδομένης μάλιστα της δημοσιονομικής συγκυρίας, η ποσοτική ενίσχυση των δυνατοτήτων ναρκοθηρίας του ΠΝ δεν είναι υποχρεωτικό να επέλθει με την απόκτηση πρόσθετων πλοίων: Η έκρηξη που παρατηρείται στον τομέα των Αυτόνομων Υποθαλάσσιων Οχημάτων (AUV) θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την υποκατάσταση ναρκοθηρευτικών σε καθήκοντα στα οποία δεν είναι απολύτως απαραίτητα. Στο εμπόριο πλέον διατίθεται πληθώρα συστημάτων με ποικιλία επιδόσεων και δυνατοτήτων. Εντελώς ενδεικτικά, το AUV Remus 100 της Kongsberg, μήκους 1,60 m και βάρους 38,5 kg, προωθείται από ηλεκτροκινητήρα DC στηριζόμενο σε επαναφορτιζόμενο συσσωρευτή λιθίου-ιόντων και μπορεί να καταδύεται σε μέγιστο βάθος 100 m, ενώ η αυτονομία του είναι 22 ώρες με ταχύτητα 3 kts και τουλάχιστον 8 ώρες με ταχύτητα 5 kts. Δύο χειριστές, χωρίς πρόσθετο εξοπλισμό, μπορούν να καθελκύσουν από πνευστή λέμβο το όχημα, το οποίο κατευθύνεται μέσω INS / GPS και μεταφέρει μεταξύ άλλων σόναρ πλευρικής σάρωσης. Το κόστος κάθε συστήματος δεν υπερβαίνει τις $250.000, ενώ δύο συστήματα θα μπορούσαν να αποκτηθούν με σκοπό την περιοδική έρευνα των ναυστάθμων του ΠΝ, ή σε περιοχές όπου δεν είναι επιθυμητή η εμφάνιση ναρκοθηρευτικών. Πλέον διατίθεται η έκδοση New Generation Remus 100, με ηλεκτρονικά συστήματα νέας γενιάς και σύμμορφο μορφοτροπέα διάταξης φάσης 300 kHz DVL. Επίσης, είναι σκόπιμη η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που παρέχουν στο ΠΝ τα γεωγραφικά και βυθομετρικά χαρακτηριστικά του Αιγαίου, μέσω της επαύξησης των δυνατοτήτων ναρκοθέτησης: Το ΠΝ διαθέτει μεταξύ άλλων νάρκες αγκυροβολίου επαφής Mk6 και Mk16, ακουστικές νάρκες Mk25, μαγνητικές νάρκες Mk36 και νάρκες επίδρασης πυθμένα Mk18, MR-80 και Mk55, από τις οποίες οι τελευταίες προορίζονται για πόντιση από τα ΑΦΝΣ P-3B. Το Orion έχει δυνατότητα μεταφοράς τριών ναρκών βάρους 2.000 lb (ή επτά ναρκών βάρους 1.000 lb), εκ των οποίων μία (ή τρεις αντίστοιχα) στην εσωτερική αποθήκη οπλισμού και τις λοιπές σε υποπτερύγιους φορείς. Ανάλογη είναι η σύνθεση του οπλοστασίου του TDK, το οποίο περιλαμβάνει περί τις 1.136 Mk6, 1.256 Mk18 Mod0, 1.000 Mk25, 1.340 Mk36, 137 Mk49, 100 Mk51 Mod0, καθώς και νάρκες-πεταλίδες. Η απόκτηση προηγμένων, ενδεικτικά αυτοκατευθυνόμενων, ναρκών, θα εξασφάλιζε στο ΠΝ σοβαρότατα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα. Εξάλλου, αξιόλογη εξέλιξη για το ΠΝ ήταν η οργανική υπαγωγή στη ΔΝΑΡ των Ομάδων Εξουδετέρωσης Ναρκών (ΟΕΝ), στελέχη των οποίων επιβαίνουν πλέον μόνιμα στα πλοία της. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να αφιερωθούν αποκλειστικά στην εκπαίδευση στις κατάλληλες διαδικασίες, τεχνικές και τακτικές εντοπισμού, αναγνώρισης, περισυλλογής και εξουδετέρωσης ναρκών. Η μεταλαμπάδευση της σχετικής γνώσης και εμπειρίας και η μελλοντική αύξηση του προσωπικού θα επιτρέψουν την επιβίβασή του στα πλοία άλλων Διοικήσεων. Η ναρκοθέτηση συνιστά επίσης βασική επιχειρησιακή προτεραιότητα του TDK, αποτελώντας μάλιστα κύρια αποστολή των περισσότερων αρματαγωγών του. Είναι προφανές ότι η τακτική αυτή στηρίζεται στα διδάγματα της αποτελεσματικότητας που ενέχει η ναρκοθέτηση, ιδίως διεθνών στενών ναυσιπλοΐας, όπως προέκυψαν από τη βύθιση τριών θωρηκτών και την πρόκληση σοβαρών ζημιών σε άλλα δύο, καθώς και σε ένα καταδρομικό μάχης των Συμμάχων, στα Δαρδανέλια, στις 18 Μαρτίου 1915. Επίσης, για να ενισχύσει περαιτέρω τις δυνατότητές του στον εν λόγω τομέα, το TDK, σε συνεργασία με τη Saab, απέκτησε Κέντρο Δεδομένων Ναρκοπολέμου (MWDC), το οποίο αποτελεί κέντρο αποθήκευσης και ανάλυσης δεδομένων, σε συνδυασμό με στοιχεία που παρέχονται από άλλες πηγές. Το MWDC αλληλεπιδρά με τις υπόλοιπες μονάδες MCM, λαμβάνοντας απ’ αυτές πληροφορίες και αποτελώντας πολύτιμο βοήθημα στην εκπόνηση επιχειρησιακών σχεδίων. Αντίστοιχη προσπάθεια φαίνεται πως βρίσκεται σε εξέλιξη στο ΠΝ.

Αεροσκάφος Ναυτικής Συνεργασίας P-3B Orion του Πολεμικού Ναυτικού φορτωμένο με μια νάρκη βυθού Mk55 σε κάθε πτέρυγα. Πηγή: Redstar.gr

Καταληκτικά, ο θαλάσσιος ναρκοπόλεμος αποτελεί μια άκρως απαιτητική, πλην όμως παραμελημένη μορφή ναυτικού πολέμου. Στη θεώρηση αυτή συντελεί μεταξύ άλλων το γεγονός ότι η υπηρεσία σε άλλους τύπους πλοίων αντιμετωπίζεται συχνά ως περισσότερο υποσχόμενη ή ενδιαφέρουσα εξέλιξη στη σταδιοδρομία πολλών αξιωματικών. Επίσης, η υποβάθμιση της σημασίας των αντιναρκικών επιχειρήσεων εντείνεται από το διαβόητο «φαύλο κύκλο του ναρκοπολέμου», του οποίου η διαγραμματική εξέλιξη είναι η ακόλουθη: Οι νάρκες διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο σε ορισμένη σύρραξη → Ο ναρκοπόλεμος καθίσταται κρίσιμο ζήτημα → Μεταπολεμικά οι διαθέσιμες πιστώσεις μειώνονται → Ο ναρκοπόλεμος οφείλει να ανταγωνιστεί ελκυστικότερα προγράμματα → Το ενδιαφέρον περιορίζεται, καθώς οι μνήμες εξασθενούν → Ο ναρκοπόλεμος δε γνωρίζει σημαντική εξέλιξη → Οι νάρκες διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο σε ορισμένη σύρραξη… Η απόδοση στο θαλάσσιο ναρκοπόλεμο προτεραιότητας ίσης με άλλους τύπους επιχειρήσεων αποτελεί το πρώτο βήμα για την αναίρεση της αντίληψης αυτής, με επόμενο τη διάθεση επαρκούς προσωπικού και μέσων, η οποία μπορεί να εξασφαλίσει στο ΠΝ αξιόλογα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα στο περιβάλλον του Αιγαίου.