Μια άγνωστη πτυχή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 παραμένει η ενεργός στήριξη που παρείχαν τα μουσουλμανικά κράτη στην Τουρκία τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, με την αποστολή εφοδίων, καυσίμου και υλικών.
Στις 20 Ιουλίου 1974, ο πρωθυπουργός του Πακιστάν Zulfikar Ali Bhutto έστειλε μήνυμα στήριξης στην Άγκυρα μέσω του πρέσβη της Τουρκίας στο Ισλαμαμπάντ, Erdem Erner, σημειώνοντας ότι «το Πακιστάν βρίσκεται στο πλευρό της Τουρκίας και είναι έτοιμο να παράσχει κάθε δυνατή συνδρομή». [1] Μία ημέρα αργότερα, ο Bhutto κάλεσε δημόσια το λαό του Πακιστάν να διαδηλώσει υπέρ της Τουρκίας, λέγοντας πως «δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς ή αδιάφοροι μπροστά στην ανάγκη της Τουρκίας για αδελφική υποστήριξη» ενώ αποκάλυψε την ετοιμότητα του Πακιστάν να στείλει «εθελοντές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν με όποιο τρόπο έκρινε σκόπιμο η Τουρκική κυβέρνηση». Στις 22 Ιουλίου, προγραμματίστηκε πτήση πακιστανικού αεροσκάφους για την μεταφορά ιατρικής ομάδας περίπου 20 ανδρών με φαρμακευτικό υλικό και κουβέρτες στην Τουρκία. [2] Στις 24 Αυγούστου 1974 και αφού κατελήφθη το 37% της νήσου, ο υφυπουργός Εξωτερικών του Πακιστάν Agha Shahi κατέφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού όπου τον υποδέχθηκε ο υφυπουργός Εξωτερικών Δημήτριος Μπίτσιος. Σκοπός της επίσκεψης του Shahi στην Αθήνα, μετά από αντίστοιχη στην Άγκυρα, ήταν η επίδοση μηνύματος προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή με το οποίο ο Πακιστανός ομόλογός του Zulfikar Ali Bhutto προσφέρθηκε να μεσολαβήσει ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με στόχο την «επίλυση» του Κυπριακού.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της Λιβύης λόγω και των ιδιαίτερων σχέσεων που είχε αναπτύξει η χούντα των συνταγματαρχών με το καθεστώς του Muammar Qaddafi, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία τον Σεπτέμβριο του 1969 αφού ανέτρεψε το φιλοδυτικό βασιλέα Idris την περίοδο που ο τελευταίος παραθέριζε στην Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα Qaddafi, η Λιβύη αποτελούσε μια ιδιόμορφη περίπτωση αραβικού καθεστώτος, το οποίο είχε προμηθευτεί άρματα μάχης από τη ΕΣΣΔ λόγω των βρετανικών κωλυσιεργιών για την αγορά των Chieftain, και την ίδια στιγμή παραλάμβανε αμερικανικά αεροσκάφη F-5 και γαλλικά Mirage 5D. Η διατήρηση κάποιας μορφής στρατιωτικής συνεργασίας με το καθεστώς αποτελούσε για τις ΗΠΑ τον μοναδικό τρόπο να έχουν μια ελάχιστη δυνατότητα επιρροής των πραγμάτων στην Λιβύη, αλλά και μια σχετική ασφαλιστική δικλείδα για τα συμφέροντα των εταιρειών τους. H Ουάσιγκτον γνώριζε πως οι Λιβυκές Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα επιχειρησιακής εκπαίδευσης και υποστήριξης, επομένως η ύπαρξη μιας φιλικής δύναμης, ικανής να εκπαιδεύσει τους Λίβυους στα αμερικανικά όπλα, ήταν ένας καλός τρόπος να αντισταθμιστεί η φθίνουσα αμερικανική στρατιωτική επιρροή μετά το κλείσιμο της Αεροπορικής Βάσης Wheelus στις 11 Ιουνίου του 1970. Έτσι, το ίδιο έτος, 110 Λίβυοι ιπτάμενοι και τεχνικοί έφτασαν στην Ελλάδα για εκπαίδευση στα F-5 ενώ πρόσθετο προσωπικό έλαβε ναυτική εκπαίδευση στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Οι Αμερικανοί, βέβαια, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο μια τέτοια πολιτική να στρεφόταν μακροπρόθεσμα εναντίον τους, αφού οι εκπαιδευμένοι από Έλληνες σε αμερικανικά όπλα Λίβυοι κατά πάσα πιθανότητα θα στρέφονταν εναντίον του Ισραήλ. Αυτό ωστόσο δεν έδειχνε να προβληματίζει διόλου την Ελλάδα, η οποία έφτασε στο σημείο να στείλει αποστολή στην πρώην βάση Wheelus, η οποία μαζί με μια αντίστοιχη Πακιστανική επικουρούσαν Αιγύπτιους τεχνικούς συμβούλους στο έργο της εκπαίδευσης των Λίβυων και της συντήρησης των εγκαταστάσεων. Και οι Αιγύπτιοι, βεβαίως, ήταν με τη σειρά τους εκπαιδευμένοι από τους Σοβιετικούς, αλλά ούτε αυτό έδειχνε να ενοχλεί την Αθήνα. Οι ελληνολιβυκές σχέσεις αποτέλεσαν ζήτημα που απασχόλησε τους Αμερικανούς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καθ’ όλη την επταετία. Αρχικά οι Αμερικανοί τις αντιμετώπισαν με νηφαλιότητα, ίσως και με κάποια ικανοποίηση. Σε μνημόνιο της 17ης Μαΐου του 1971 αναφέρθηκε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα και το Πακιστάν αποτελούν δύο φιλοδυτικές δυνάμεις που ζητούν να παίξουν ρόλο στα οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα της Λιβύης, στην κατεύθυνση της ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου για το καθεστώς». Εντούτοις, λίγο αργότερα η συνεργασία αυτή έδειχνε να τους ενοχλεί, αφού πίστευαν πως είχε χάσει τον αρχικό εποικοδομητικό της χαρακτήρα. Μάλιστα μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, έφτασαν μέχρι το σημείο να αναφέρουν ότι η ελληνική χούντα θα ακολουθούσε τον δρόμο του Qaddafi σε περίπτωση που επιδεινώνονταν οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ. [3]
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτέλεσε σημείο καμπής για τις σχέσεις Άγκυρας-Τρίπολης. Ενώ η πλειοψηφία των μουσουλμανικών κρατών κράτησε επιφυλακτική στάση στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το καλοκαίρι του 1974, το Ιράκ και -σε μεγαλύτερο βαθμό- η Λιβύη παρείχαν έμπρακτη στήριξη στην Τουρκία. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, με την έναρξη του «Αττίλα» ανεστάλησαν οι παραδόσεις στρατιωτικών υλικών και εφοδίων από αμερικανικής πλευράς ενώ διακόπηκε η παροχή αεροπορικού καυσίμου μέσω υποδομών ΝΑΤΟ, προκαλώντας πονοκέφαλο στην Άγκυρα σε περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Άλλωστε η φημολογία και μόνο περί επικείμενης αποβατικής ενέργειας του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία ήταν αρκετή για τους κατοίκους της Αλικαρνασσού και άλλων παραλιακών πόλεων να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους το διάστημα 22-24 Ιουλίου. [4] Η Άγκυρα απευθύνθηκε αρχικά διά του υπουργείου Εξωτερικών στο Ιράν και το Ιράκ, με το τελευταίο να παρέχει αργό πετρέλαιο και αεροπορικά καύσιμα. Ακολούθως και κατόπιν υποδείξεων της Βαγδάτης, η Τουρκία στράφηκε στη Λιβύη, η οποία διατηρούσε μεγάλα αποθέματα οπλισμού και ανταλλακτικών αεροσκαφών F-86 και F-100 στην πρώην αμερικανική βάση Wheelus.
Ο τότε υπουργός Άμυνας της Τουρκίας Hasan Esat Işık κάλεσε το νεαρό διπλωμάτη Taner Baytok που υπηρετούσε στη Δνση ΝΑΤΟ του υπουργείου Εξωτερικών να συνοδεύσει την τουρκική στρατιωτική αποστολή που θα μετέβαινε στη Λιβύη και να επιδώσει ευχαριστήρια αποστολή στον Qaddafi [5]. Ο σχεδιασμός προέβλεπε την αποστολή συνολικά τεσσάρων επιβατικών αεροσκαφών DC-9 των Τουρκικών Αερογραμμών (ΤΗΥ) στη Λιβύη με ενδιάμεσους σταθμούς την Γιουγκοσλαβία και την Μάλτα. Για την αύξηση του μεταφερόμενου φορτίου, το πλήρωμα διατάχθηκε να ξηλώσει όλα τα καθίσματα από την καμπίνα των αεροσκαφών πριν απογειωθούν από το αεροδρόμιο Esenboğa της Άγκυρας, όπως κι έγινε.
Τα αεροσκάφη προσγειώθηκαν τελικά στη Λιβύη και σύμφωνα με μαρτυρίες, η τουρκική αποστολή κατέλυσε στην πρωθυπουργική εξοχική κατοικία, η οποία βρισκόταν απέναντι από την ελληνική πρεσβεία. Εκείνο το βράδυ κατέφτασαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της λιβυκής κυβέρνησης, οι οποίοι ανακοίνωσαν τη βύθιση του αντιτορπιλικού Kocatepe και προχώρησαν σε ανάλυση της κατάστασης. Από την πλευρά του, ο Baytok συναντήθηκε με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Λιβύης και του είπε ότι ήθελε να πληρώσει την αξία του οπλισμού και παράλληλα να ζητήσει την αγορά και νέου. Η απάντηση του Λίβυου Αρχηγού ήταν «από εσάς δεν παίρνουμε χρήματα. Να σας στείλουμε όλο τον οπλισμό και υλικό που υπάρχει στις αποθήκες». Οι Τούρκοι αξιωματικοί που συνόδευαν τον διπλωμάτη μετέβησαν στη Βάση και επέλεξαν ό,τι τους εξυπηρετούσε. Συνολικά φόρτωσαν 25 τόνους οπλισμού, μεταξύ των οποίων ρουκέτες 2,75 και 5 ιντσών, καθώς και ανταλλακτικά αεροσκαφών τα οποία βρισκόταν στο οπλοστάσιο της Τουρκικής Αεροπορίας εκείνη την περίοδο. Σύμφωνα με τον τότε Αρχηγό της, Πτέραρχο Emin Alpkaya, η βοήθεια της Λιβύης ήταν ανεκτίμητη. Όπως είπε, η Λιβύη προσφέρθηκε να παραχωρήσει στην Τουρκία αεροσκάφη Mirage 5D, ή ακόμα και την μοναδική Μοίρα μαχητικών F-5 που διέθετε [6].
Τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας στην Πράγα που επικαλείται ως πηγή υψηλόβαθμο Τούρκο διπλωμάτη αναφέρει ότι ο Muammar Qaddafi συμμετείχε o ίδιος σε «συναισθηματικά φορτισμένες» τελετές παράδοσης ποσότητας πετρελαίου καθώς και βομβών και ανταλλακτικών μαχητικών αεροσκαφών στην Τουρκία. Η ίδια πηγή αποκαλύπτει ότι δύο ή τρεις ημέρες μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο αφίχθησαν σε τουρκικό έδαφος αεροσκάφη F-4E Phantom, τα οποία προοριζόταν για το Ιράν. Σύμφωνα με τον διπλωμάτη, οι Τούρκοι έσβησαν τα ιρανικά διακριτικά των αεροσκαφών και τα αντικατέστησαν με τουρκικά, «παραπλανώντας τους Έλληνες για το πραγματικό μέγεθος της Τουρκικής Αεροπορίας». [7]
Τα παραπάνω είχαν σημαντική επίδραση στην επιχειρησιακή ικανότητα της Τουρκικής Αεροπορίας, ενόψει του «Αττίλα 2», και εκτόξευσαν στα ύψη το ηθικό που είχε καταβαθρωθεί λόγω των απωλειών στις αεροπορικές επιχειρήσεις του «Αττίλα 1» και της βύθισης του αντιτορπιλικού KOCATEPE από φίλια πυρά. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθούν οι επιβεβαιωμένες από τουρκικής πλευράς απώλειες, σε κάθε περίπτωση δυσανάλογες σε σχέση με το μέγεθος της απειλής:
- Στις 18 Ιουλίου 1974 και σε εκτέλεση διαταγής διασποράς των αεροπορικών δυνάμεων, συνετρίβη αεροσκάφος F-100C (54-1850) της 132 Μοίρας κατά τη προσγείωση στην Αεροπορική Βάση Ικονίου λόγω αναδίπλωσης των σκελών του συστήματος προσγείωσης, με αποτέλεσμα το θάνατο του χειριστή του υποσμηναγού Türker Aydın.
- Στις 20 Ιουλίου 1974 κατερρίφθησαν ένα αεροσκάφος F-100D (55-3756) της 171 Μοίρας, ένα F-100C (54-2042) της 132 Μοίρας και ένα αναγνωριστικό RF-84F (52-7327) της 184 Μοίρας με αποτέλεσμα το θάνατο του χειριστή του υποσμηναγού İlker Kartel. Επιπλέον, ένα μεταγωγικό C-47 πραγματοποίησε βαριά προσγείωση μετά από προσβολή του από Α/Α πυρά ενώ εβλήθησαν ένα C-130B κι ένα C-160A χωρίς απώλειες. Από πλευράς Αεροπορίας Στρατού, ένα Do.28D που εκτελούσε «απόρρητη αποστολή» (πιθανότατα συλλογής πληροφοριών) συνετρίβη σε αδιευκρίνιστη τοποθεσία, φονεύοντας όλους τους επιβαίνοντες ενώ ζημιές υπέστησαν 12 από τα 72 συνολικά ελικόπτερα UH-1Β/D και AB-204B που χρησιμοποιήθηκαν κατά την πρώτη φάση της εισβολής. Την ίδια ημέρα φονεύθηκε στο έδαφος ο επισμηναγός Fehmi Ercan, χειριστής F-100 και ένας εκ των επτά Αξιωματικών Ελεγκτών Αέρος (ΑΕΛΑ) των τουρκικών δυνάμεων εισβολής στον «Αττίλα 1» (εξού και η ονομασία του παράνομου αεροδρομίου Τύμπου).
- Στις 21 Ιουλίου 1974, ημέρα προσβολής της τουρκικής ναυτικής δύναμης από φίλια πυρά, απωλέσθηκαν συνολικά τέσσερα αεροσκάφη F-100, εκ των οποίων ένα -D (55-2825) της 111 Μοίρας κατά τη διαδικασία της προσγείωσης και ένα -C (54-2083) της 112 Μοίρας σε αναγκαστική προσγείωση, καθώς κι ένα αεροσκάφος F-104G (64-17783) της 191 Μοίρας.
- Στις 22 Ιουλίου 1974 σημειώθηκε εμπλοκή ζεύγους αεροσκαφών F-5A της 337 ΜΑΗ με χειριστές τους Υποσμηναγό Ι. Δινόπουλος και Ανθυποσμηναγό Θ. Σκαμπαρδώνη, με ζεύγος F-102A (54-1403, 55-3413) της 142 Μοίρας. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, το ζεύγος των τουρκικών αεροσκαφών είχε λάβει διαταγή απογείωσης μετά τον εντοπισμό από τον σταθμό ραντάρ στα Δαρδανέλλια ενός C-47 της ΠΑ που φέρεται να εκτελούσε αποστολή αεροφωτογράφισης/συλλογής πληροφοριών. Η αερομαχία στην περιοχή μεταξύ Αγ. Ευστρατίου και Λήμνου έληξε με την κατάρριψη του ενός εχθρικού F-102A και τη συντριβή του δεύτερου κατά τη διάρκεια αναγκαστικής προσγείωσης λόγω εξάντλησης καυσίμων στην Άναια (Söke) του Αϊδινίου, με αποτέλεσμα το θάνατο του χειριστή του, υποσμηναγού Ibrahim Çınar, μετά από δύο ημέρες νοσηλείας. [8] Την ίδια ημέρα σημειώθηκε εγκατάλειψη ενός F-100D (54-2238) της 172 Μοίρας πλησίον Λευκωσίας και η καταστροφή ενός F-100C κατά τη διαδικασία της προσγείωσης.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι σχέσεις Τουρκίας-Λιβύης αναπτύχθηκαν ραγδαία μετά την εισβολή στην Κύπρο. Ο συνταγματάρχης Muammar Qaddafi, το όνομα του οποίου έλαβε μυθικές διαστάσεις στην τουρκική κοινή γνώμη, θα υποδεχθεί τον τότε υπουργό Οικονομίας της Τουρκίας Deniz Baykal στη Λιβύη στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1974 με αφορμή την επέτεια για την συμπλήρωση 5 ετών από την «επανάσταση». Ο Baytok που συνόδευσε εκ νέου την τουρκική αποστολή είχε δηλώσει σε συνέντευξή του: «Ο Qaddafi ήταν περικυκλωμένος από πλήθος κόσμου. Μετά δυσκολίας μπορέσαμε να οδηγήσουμε τον Baykal κοντά του. Ο Λίβυος ηγέτης άρχισε τις φιλοφροσύνες και είπε ότι αισθάνεται υπερηφάνεια για τους Τούρκους. Ζήτησε από την τουρκική αντιπροσωπεία να παραμείνει μερικές μέρες στη Λιβύη και να την φιλοξενήσει δίνοντας ραντεβού για την επόμενη. Στη συνάντηση αυτή ο Baykal ενημέρωσε τον Qaddafi για την επιχείρηση στο νησί. Ο Λίβυος ηγέτης ρώτησε: «Και γιατί δεν καταλάβατε το σύνολο της νήσου;» προσθέτοντας: «Αν τολμήσει να κινηθεί η Ελλάδα θα έχετε την κάθε μας βοήθεια». Στη συνέχεια ζήτησε από τον Baykal να γευματίσουν με τους Λίβυους αξιωματικούς για να τους ενημερώσει για το Κυπριακό. Η απάντηση του Baykal ήταν: «Μετά χαράς, αλλά θα χάσουμε το αεροσκάφος». Τελικά έμειναν επειδή ο Qaddafi προθυμοποιήθηκε να τους διαθέσει το ιδιωτικό του αεροσκάφος. O Qaddafi πρόσφερε στην Τουρκία όσα καμιά άλλη χώρα». [9]
Τρία χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου πρόεδρος τότε του ΠΑΣΟΚ συνοδευόμενος από τον μετέπειτα πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων Γιάννη Αλευρά, δε θα διστάσει να συναντήσει τον Muammar Qaddafi στη Λιβύη, μετά από τη μεσολάβηση του Yasser Arafat, ανοίγοντας μια νέα σελίδα στις σχέσεις Ελλάδας-Λιβύης…
Επίμετρο
Το τουρκικό αρματαγωγό ERTUĞRUL έριξε άγκυρα στις 8:47 της 20ης Ιουλίου 1974 στο Πέντε Μίλι της Κερύνειας και το πρώτο κύμα στρατιωτών του Συντάγματος Πεζοναυτών ξεχύθηκε στην ακτή με ιαχές «Αλλάχ, Αλλάχ». Περίπου 20 ώρες νωρίτερα στο λιμένα Μερσίνας, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της τουρκικής πρωθυπουργίας, γνωστής κι ως Diyanet, Lütfi Doğan επιβιβάζεται στο ERTUĞRUL για να εμψυχώσει τους εισβολείς με τα εξής λόγια: «Στη θρησκεία μας για ένα στρατιώτη η μεγαλύτερη τιμή είναι να πέσεις ως μάρτυρας (…) Μακάρι ο Αλλάχ να σας δώσει επιτυχίες και να φροντίσει την πατρίδα. Ινσαλλάχ». [10] Για να γίνει αντιληπτός ο τρόπος σκέψης των Οθωμανών στο παρελθόν και των Τούρκων σήμερα θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο συλλογικό τους υποσυνείδητο έχει εδραιωθεί η νοοτροπία του κατακτητή, η οποία στην πάροδο του χρόνου με τον εξισλαμισμό, μετέτρεψε τoυς άλλοτε νομάδες σε πολεμιστές του Αλλάχ. Για να μπορέσει κάποιος να εισέλθει στον Παράδεισο χωρίς να κριθεί από τον Αλλάχ, θα πρέπει να λάβει μέρος στον «ιερό πόλεμο» (jihad) και να χάσει τη ζωή του. Αυτός που θυσιάζει την ζωή του για τον Αλλάχ ονομάζεται «(ιερο)μάρτυρας» (şehit) ενώ εκείνος που επιβιώνει ονομάζεται «Γαζής» (gazi) έχοντας την έννοια του νικητή/θριαμβευτή που έχει διακριθεί στη μάχη κατά των απίστων. Οι γνωστότεροι Γαζήδες είναι ο Ertuğrul και ο υιος του Οσμάν Α΄, ιδρυτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Mustafa Kemal, ηγέτης των Νεότουρκων. Οι Οθωμανοί ονόμαζαν «Επιδρομείς» (πληθ. Akıncılar, ενικός Akıncı) την στρατιωτική μονάδα που προετοίμαζε το έδαφος για την jihad. Οι επιδρομείς εισέβαλλαν στα εδάφη του εχθρού πριν από την κανονική στρατιωτική επίθεση, σπέροντας το φόβο και τον πανικό, προκαλώντας την ψυχολογική κατάρρευση του αντιπάλου. [11] Κατά σατανική σύμπτωση, ο σημερινός κατοχικός ηγέτης φέρει το επώνυμο του «επιδρομέα».
Σημειώσεις – Παραπομπές:
[1] O Τούρκος πρέσβης στο Ισλαμαμπάντ, Erdem Erner, ήταν υιός του Ahmet Faik Erner, ο οποίος ως δόκιμος αξιωματικός υπήρξε συμμαθητής του Mustafa Kemal και αργότερα ως κυβερνήτης της Σεβάστειας υπεύθυνος για σφαγές χιλιάδων Αρμενίων την περίοδο 1914-1915.
[2] Τηλεγράφημα πρεσβείας ΗΠΑ στο Ισλαμαμπάντ στις 23 Ιουλίου 1974, https://www.wikileaks.org/plusd/cables/1974ISLAMA07009_b.html
[3] Παναγιώτης Κουργιώτης, Οι σχέσεις της χούντας με τη Λιβύη και ο αμερικανικός φόβος περί «Ελλήνων Καντάφηδων», Δρόμοι της Ιστορίας, τεύχος 60, Απρίλιος 2011.
[4] «Η Αλικαρνασσός εκκενώνεται» στο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, Απόφαση Απόβαση, εκδ. Φλώρος, 1984
[5] Το 2001 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο “Βir asker bir diplomat” («Ένας στρατιώτης, ένας διπλωμάτης») που συνέγραψαν ο πρέσβης Taner Baytok με τον ναύαρχο Güven Erkaya, κυβερνήτη του αντιτορπιλικού KOCATEPE το 1974 και Αρχηγό Ναυτικού στην κρίση των Ιμίων το 1996.
[6] Alon Liel, Turkey in the Middle East: Oil, Islam, and Politics, 2001, σελ. 176
[7] Τηλεγράφημα πρεσβείας ΗΠΑ στην Πράγα 9 Σεπτεμβρίου του 1974, https://www.wikileaks.org/plusd/cables/1974PRAGUE02190_b.html
[8] Σε κανέναν από τους δύο Έλληνες χειριστές δεν ανεγράφη στα μητρώα τους η πολεμική αυτή αποστολή και δεν τους εδόθη καμία ηθική αμοιβή. Ο Δινόπουλος αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Αντισμηνάρχου το 1987 και ο Θ. Σκαμπαρδώνης με το βαθμό του Ταξιάρχου λίγο αργότερα. Όταν η αερομαχία έγινε για πρώτη φορά γνωστή στην ελληνική κοινή γνώμη (εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος 18 Μαρτίου 1997), η τουρκική κυβέρνηση καταχώρησε πληρωμένη διαφήμιση στο κορυφαίο αεροπορικό περιοδικό Combat Aircraft (Νοέμβριο 1997), με πλήρως διαστρεβλωμένη εκδοχή του συμβάντος και φωτογραφία ενός τουρκικού F-102 με διάκοσμο που δήθεν αποδεικνύει ότι αυτό κατέρριψε τα ελληνικά αεροσκάφη.
Η σύγχυση από την χοντροκομμένη Τουρκική προπαγάνδα είναι σήμερα τόσο μεγάλη που ακόμα κι ο εξειδικευμένος τουρκικός ιστότοπος Kokpit Aero ισχυρίστηκε τον Ιούλιο του 2014 ότι ο χειριστής που δήθεν κατέρριψε τα ελληνικά ήταν ο σμηναγός Vasıf Sayın ενώ το Δεκέμβριο του 2015 πως ο χειριστής ήταν ο σμηναγός Sıtkı Onur.
[9] Tufan Türenç, Bir Kaddafi anısı, http://www.hurriyet.com.tr/bir-kaddafi-anisi-17115996
[10] «Εμψύχωση με θρησκευτικό κήρυγμα» στο Αννα Ανδρέου, Ραντεβού με τους Στρατηγούς, εκδόσεις ΑΒ Πολίτικη, 2016.
[11] Χρήστος Ν. Τεάζης, Η Δεύτερη Μεταπολίτευση στην Τουρκία: Η άνοδος των μη προνομιούχων, εκδ. Πατάκη, 2013