Η εκκωφαντική σιωπή που επικρατεί αναφορικά με την τύχη του προγράμματος προμήθειας σύγχρονων τορπιλών επαναφέρει στο προσκήνιο την έκκληση για την πλήρη αξιοποίηση της επένδυσης στα υποβρύχια Τύπου 214 του Πολεμικού Ναυτικού, τα οποία αποτελούν τον στρατηγικό πυλώνα στον οποίο εδράζεται, σε μεγάλο βαθμό, η ισορροπία ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο. Στο κείμενο που ακολουθεί εξετάζεται συνοπτικά η τεχνολογία και ακολούθως οι κύριοι τύποι όπλων που θα μπορούσαν να αξιολογηθούν από το ΠΝ, σε αντιπαραβολή με την έκβαση του αντίστοιχου τουρκικού προγράμματος για τα υποβρύχια κλάσης REİS, καθώς και με τη διαδικασία ανάπτυξης της εθνικής τορπίλης βαρέως τύπου ΑΚΥΑ, πληροφορίες για την οποία παρουσιάζονται κατ’ αποκλειστικότητα.
Συνοπτικά υπενθυμίζεται ότι ενώ τα υποβρύχια Τύπου 214 του ΠΝ αποκτήθηκαν χωρίς καμία διαγωνιστική διαδικασία, αποφασίσθηκε η διενέργεια διεθνούς διαγωνισμού για 51 τορπίλες, στον οποίο συμμετείχαν οι εταιρίες STN Atlas Elektronik (νυν Atlas Elektronik) και Whitehead Alenia Sistemi Subacquei (WASS), με τις τορπίλες DM2A4 και Black Shark αντίστοιχα. Τον Ιούνιο 2002 ανακοινώθηκε η επικράτηση της ιταλικής εταιρίας, η προσφορά της οποίας κρίθηκε υπέρτερη τόσο από τεχνική, όσο και οικονομική άποψη. Ειδικότερα, το αιτούμενο τίμημα των 58 εκατ. ευρώ της ιταλικής εταιρίας ήταν κατά πολύ χαμηλότερο των 98 εκατ. ευρώ της ανταγωνίστριάς της, η οποία δεσμευόταν να αναθέσει σε Έλληνες υπεργολάβους ποσοστό 32% των εργασιών, έναντι 46% της WASS.[1] Ακολούθως, αποφασίσθηκε αφ’ ενός μεν η προμήθεια της τορπίλης Black Shark και αφ’ ετέρου η ολοκλήρωση αμφότερων των τύπων στο σύστημα διαχείρισης μάχης ISUS 90-15 των υποβρυχίων, προκειμένου να εξασφαλιστεί τεχνολογικό και οικονομικό πλεονέκτημα. Όμως για την ολοκλήρωση της τορπίλης Black Shark η κοινοπραξία που αποτελεί την αρχή σχεδίασης του υποβρυχίου απαίτησε το εξωπραγματικό ποσό των 72 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα το συνολικό κόστος προμήθειας και ολοκλήρωσης της τορπίλης Black Shark να ανέλθει πλέον στο δυσθεώρητο ποσό των 130 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό, οι μεταγενέστεροι χειρισμοί του προγράμματος υποβρυχίων και ακολούθως η οικονομική κρίση, ανέβαλαν για περισσότερα από δέκα έτη την προμήθεια νέων τορπιλών.
Διευκρινίζεται επίσης ότι τα υποβρύχια Τύπου 214 του ΠΝ απέχουν πολύ από το να θεωρούνται άοπλα, επειδή διαθέτουν τορπίλες SST-4 και SUT. Πρόκειται για τορπίλες ηλεκτρικής πρόωσης, οι οποίες διαθέτουν συσσωρευτές αργύρου-ψευδαργύρου και πολεμική κεφαλή βάρους 260 kg. Η πρώτη χρησιμοποιείται αποκλειστικά κατά στόχων επιφανείας και έχει βεληνεκές 11, 20 και 37 km με ταχύτητα 35, 28 και 23 kts αντίστοιχα, ενώ η δεύτερη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο κατά στόχων επιφανείας, όσο και υποβρυχίων και επιτυγχάνει βεληνεκές 12 ή 28 km με αντίστοιχη ταχύτητα 35 ή 23 kts. Η ηχητική υπογραφή του συστήματος πρόωσης και οι επιδόσεις του συστήματος σόναρ CSU 90 και του συστήματος διαχείρισης μάχης ISUS 90-15 των υποβρυχίων Τύπου 214 μπορούν να εξασφαλίσουν εντοπισμό, ταξινόμηση και ιχνηλάτηση στόχων από απόσταση και σε χρόνο που ακολούθως επιτρέπουν την επιλογή της κατάλληλης τακτικής, προκειμένου να επιτευχθεί αθόρυβη προσέγγιση και να τεθεί ο εκάστοτε στόχος εντός των παραμέτρων βολής των υφιστάμενων τορπιλών. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή το υποβρύχιο κινδυνεύει να εισέλθει εντός της εμβέλειας του τυχόν συστήματος ενεργού σόναρ του στόχου, ενώ δεν αξιοποιούνται οι εντυπωσιακές επιδόσεις ιδίως του παθητικού Σόναρ Πλευρικής Διάταξης FAS 3-1 με το οποίο είναι εξοπλισμένο. Παράλληλα, η κολοσσιαία οικονομική και βιομηχανική επένδυση στο πρόγραμμα υποβρυχίων του ΠΝ καθιστά αδιανόητη τον επί μακρό χρονικό διάστημα οπλισμό τους με τορπίλες τεχνολογίας της δεκαετίας του 1970 και 1960 αντίστοιχα.
Επομένως, μοιραία απαιτείται η εγκατάσταση τορπιλών συγκρίσιμου με το συνολικό τεχνολογικό επίπεδο των υποβρυχίων της κλάσης «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ», καθώς και του μοναδικού «ΩΚΕΑΝΟΣ». Παρά τον εξοπλισμό των εν λόγω υποβρυχίων με Κ/Β UGM-84 Sub-Harpoon, οι τορπίλες παραμένουν πολύ αποτελεσματικότερα όπλα: Τα Κ/Β μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά κατά στόχων επιφανείας, όμως ακόμη και τότε μπορούν να εξουδετερωθούν ή να παραπλανηθούν από καταστροφικά ή μη συστήματα άμυνας, ενώ ακόμη και άμεσο πλήγμα δεν εγγυάται τη βύθιση του στόχου, όπως απέδειξε με ενάργεια το περιστατικό της φρεγάτας USS Stark (FFG-31), η οποία επιβίωσε μετά από άμεσο πλήγμα δύο Κ/Β AM39 Exocet, στις 17 Μαΐου 1987. Αντίθετα, η άμεση προσβολή πλοίου επιφανείας από τορπίλη έχει ως συνέπεια, πέραν των καταστροφών που προκαλεί η έκρηξη και η διασπορά των θραυσμάτων, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούν δευτερογενείς καταστροφές λόγω της προώθησής τους στο εσωτερικό του πλοίου, τη μαζική παραμόρφωση του σκάφους και της υπερκατασκευής εξ αιτίας του ωστικού κύματος, και, κυρίως, τη μαζική εισροή ύδατος. Ακόμη χειρότερα, η έκρηξη τορπίλης όχι σε επαφή με το στόχο αλλά χαμηλότερα από τα ύφαλά του είναι πολύ καταστρεπτικότερη, επειδή προκαλεί τη δημιουργία μιας τεράστιας φυσαλίδας αερίων, η οποία ανυψώνει το κεντρικό μέρος του σκάφους, για να καταρρεύσει στη συνέχεια, με αποτέλεσμα την πτώση του και τελικά τη θραύση της τρόπιδας, η οποία υφίσταται παραμόρφωση που με βεβαιότητα εξαντλεί τη δομική αντοχή της.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το περιβάλλον δράσης των υποβρυχίων είναι πολύ πολυπλοκότερο σε σύγκριση ενδεικτικά με εκείνο των πλοίων επιφανείας, όταν αντιμετωπίζουν απειλές επιφανείας και από αέρος: Το υπόδειγμα μετάδοσης, ανάκλασης και διάθλασης των ηχητικών κυμάτων σε παράκτιο περιβάλλον είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και διαρκώς μεταβαλλόμενο, δεδομένου ότι αντανακλώνται τόσο στο βυθό όσο και στην επιφάνεια της θάλασσας. Κυρίως εξαρτάται από τη σύσταση του βυθού, το βάθος της θάλασσας και τη θερμοκρασία του νερού, η οποία με τη σειρά της αποτελεί συνάρτηση ενδεικτικά της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, της ταχύτητας του ανέμου και της δράσης των κυμάτων. Η πολυπλοκότητα επιτείνεται από την εμφάνιση του εποχιακού και του μόνιμου θερμοκλινούς: Εποχιακό θερμοκλινές (seasonal thermocline) αποκαλείται το θαλάσσιο στρώμα το οποίο εκτείνεται από την επιφάνεια έως το βάθος των 60 m περίπου, το οποίο σχηματίζεται κυρίως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, εξ αιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας του νερού. Στο στρώμα αυτό, το οποίο είναι ισοθερμοκρασιακό, η τοπική ταχύτητα του ήχου αυξάνεται γενικά ανάλογα με το βάθος. Μόνιμο θερμοκλινές (permanent thermocline) είναι το στρώμα εκείνο το οποίο υπόκειται του εποχιακού θερμοκλινούς και στο οποίο η θερμοκρασία του νερού μειώνεται απότομα, με συνέπεια να μειώνεται κι η τοπική ταχύτητα του ήχου, παρά το γεγονός ότι φυσιολογικά θα έπρεπε να αυξάνεται λόγω του βάθους. Τα ηχητικά κύματα που εκπέμπονται μέσα στο εποχιακό θερμοκλινές έχουν την τάση αρχικά να ανακλώνται στην περιοχή των ορίων με το μόνιμο θερμοκλινές και ακολούθως να διαδίδονται ανοδικά, με αποτέλεσμα να ανακλώνται προς την επιφάνεια της θάλασσας και στη συνέχεια να ακολουθούν εκ νέου καθοδική πορεία. Κατά συνέπεια, τα κύματα αυτά αδυνατούν να εισχωρήσουν στο μόνιμο θερμοκλινές. Εκπομπή τους με αμβλύτερη γωνία έχει ως συνέπεια την εισχώρησή τους στο μόνιμο θερμοκλινές, όμως η διέλευση από τα διαδοχικά στρώματα συνεπάγεται την περαιτέρω άμβλυνση της γωνίας διάδοσης. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνέπεια είναι η αδυναμία ή σοβαρή δυσχέρεια εντοπισμού υποβρυχίων που βρίσκονται αμέσως χαμηλότερα από το εποχιακό θερμοκλινές.
Κατά συνέπεια, η εκτέλεση ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων σε παράκτιο περιβάλλον απαιτεί την ανάπτυξη συστημάτων Σόναρ Μεταβλητού Βάθους (VDS) ή ρυμουλκούμενης διάταξης (towed array), η χρήση όμως των οποίων απαιτεί τη διεξαγωγή του πλου με χαμηλή ταχύτητα και σε σχετικά προβλέψιμη πορεία, με αποτέλεσμα το πλοίο-φορέας να κινδυνεύει από επιθέσεις τορπιλών και Κ/Β. Ανάλογα ισχύουν για την αποτελεσματικότητα των συστημάτων ραντάρ έρευνας επιφανείας και Ανίχνευσης Μαγνητικής Ανωμαλίας (MAD), με αποτέλεσμα οι ανθυποβρυχιακοί φορείς να καταφεύγουν συχνότερα στη χρήση ενεργού σόναρ, το οποίο όμως προδίδει την παρουσία τους ταχύτερα από τον εντοπισμό τυχόν στόχων. Τα προηγούμενα ισχύουν κατά μείζονα λόγο στο περιβάλλον του Αιγαίου, λόγω της παρουσίας χιλιάδων νησιών, βραχονησίδων και βράχων, καθώς και των ακτών που τους αντιστοιχούν. Παράλληλα, η μορφολογία όχι μόνο των βυθών αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος του Αιγαίου μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα των υποβρυχίων, έναντι των λοιπών μονάδων των ΠΝ και TDK: Η εκατέρωθεν ύπαρξη μεγάλου αριθμού αεροπορικών βάσεων και συνεπώς η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού τακτικών μαχητικών αεροσκαφών αποτελεί μόνιμη και διαρκή απειλή για μονάδες επιφανείας με δυνατότητα εκτέλεσης αποστολών Ανθυποβρυχιακού Πολέμου (ASW), καθώς και για τα οργανικά ελικόπτερά τους και εγγυάται τη σχεδόν πλήρη αδυναμία επιχειρήσεων Αεροσκαφών Θαλάσσιας Περιπολίας (MPA) για τον ίδιο σκοπό. Αντίθετα, τα υποβρύχια επηρεάζονται πολύ λιγότερο από την τυχόν αντίπαλη εναέρια υπεροχή, στο μέτρο και κατά το χρόνο μάλιστα που αυτή θα επιτευχθεί, με αποτέλεσμα να εκτελούν επιχειρήσεις περισσότερο ανεμπόδιστα και, κατά συνέπεια, με μεγαλύτερη δραστικότητα, σε σύγκριση με οποιαδήποτε κύρια μονάδα στόλου ή MPA. Συμπερασματικά, το γεωγραφικό περιβάλλον του Αιγαίου αποτελεί ιδανικό πεδίο αφ’ ενός μεν επιχειρήσεων υποβρυχίων και αφ’ ετέρου διενέργειας επιχειρήσεων ASW με χρήση υποβρυχίων.
Από τεχνική άποψη, το πλαίσιο προμήθειας της νέας τορπίλης προδιαγράφεται δεσμευτικά αφ’ ενός από την παραδοσιακή προτίμηση του ΠΝ σε τορπίλες ηλεκτρικής πρόωσης και αφ’ ετέρου από τους λόγους που ευθύνονται για την αποτυχία της αρχικής προμήθειας τορπιλών. Παρά τις θεαματικές επιδόσεις ταχύτητας και βάθους κατάδυσης, η επιλογή της τορπίλης Mk48 φαίνεται εντελώς απίθανη: Η τορπίλη αυτή, η οποία αποτελεί τυπικό εξοπλισμό των υποβρυχίων του USN, εξελίχθηκε κάτω από το πρόγραμμα Προηγμένης Ικανότητας (ADvanced CAPability: ADCAP) με κύριο κριτήριο τη δυνατότητα αντιμετώπισης σοβιετικών επιθετικών υποβρυχίων πυρηνικής πρόωσης, τυπικά της κλάσης Alfa (Lira), με δυνατότητες ανάπτυξης ταχύτητας της τάξης των 40 kts και κατάδυσης σε μεγάλο βάθος, την οποία εξασφάλιζε η ναυπήγηση από τιτάνιο. Για το λόγο αυτό διαθέτει σύστημα θερμικής πρόωσης, στηριζόμενο σε εξακύλινδρο εμβολοφόρο κινητήρα, τροφοδοτούμενο με μονοπροωθητικό καύσιμο Otto II, το οποίο στηρίζεται σε νιτρώδη εστέρα. Η κατασκευάστρια εταιρία Raytheon ισχυρίζεται ότι το εν λόγω καύσιμο είναι εξαιρετικά σταθερό, μη διαβρωτικό, μη ευαίσθητο σε κραδασμούς και εγκυμονεί χαμηλό κίνδυνο πυρκαγιάς. Κατά τους ισχυρισμούς της, η διενέργεια εκτεταμένων δοκιμών ευθύνεται για την πλήρη κατανόηση και το δραστικό περιορισμό των κινδύνων χειρισμού και ασφάλειας, οι οποίοι συνεπώς είναι κατά πολύ χαμηλότεροι εκείνων άλλων τύπων καυσίμων που χρησιμοποιούνται σε τορπίλες θερμικής πρόωσης, όπως ενδεικτικά το υψηλής συγκέντρωσης υπεροξείδιο του υδρογόνου (HTP), το οποίο χρησιμοποιείται στον επτακύλινδρο κινητήρα της Τορπίλης 2000 (Torpedo 2000) της Saab Underwater Systems. Ως αποτέλεσμα, το καύσιμο τύπου Otto II μπορεί να παραμείνει για περίοδο 10 ετών στη δεξαμενή της τορπίλης χωρίς ανάγκη συντήρησης, ενώ δεν απαιτείται επιθεώρησή του επί του υποβρυχίου. Παρ’ όλα αυτά, ο χειρισμός του απαιτεί εγγενώς μεγαλύτερες προφυλάξεις, σε σύγκριση με οποιοδήποτε σύστημα ηλεκτρικής πρόωσης, ενώ, σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα, η Δινιτρική Προπυλενογλυκόλη (Propylene Glycol Dinitrate: PGDN) που περιέχεται στο καύσιμο ευθύνεται για την πρόκληση νευρολογικών και καρδιαγγειακών παθήσεων. Επίσης, κατά λογική αναγκαιότητα, το σύστημα θερμικής πρόωσης παράγει εντονότερη ηχητική υπογραφή σε σύγκριση με οποιοδήποτε σύστημα ηλεκτρικής πρόωσης, καθώς και καυσαέρια, τα οποία είναι ορατά με τη μορφή φυσαλίδων στο απόρρευμα της τορπίλης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με ορισμένες δημοσιεύσεις, πρόσθετο μειονέκτημα αποτελεί η αναφερόμενη βύθιση της τορπίλης κατά 25 m αμέσως μετά την εξαπόλυσή της, λόγω της αρνητικής πλευστότητας την οποία συνεπάγεται το βάρος του προωθητικού. Εφ’ όσον αυτό ισχύει, εισάγονται περιορισμοί κατά την εφαρμογή τακτικών εξαπόλυσης σε πολύ ρηχά ύδατα ή στην περίπτωση που το υποβρύχιο επικάθεται στον πυθμένα. Ενδεικτικά, η αντίστοιχη επίδοση της τορπίλης Black Shark είναι της τάξης του 1,5 m. Η πρόσφατη έκδοση εξαγωγής Mk48 Mod6AT (Προηγμένης Τεχνολογίας), η οποία αναπτύχθηκε για χρήση σε παράκτιο περιβάλλον, συνδυάζει το πρόσθιο μέρος της τορπίλης Mod6, το οποίο περιέχει το σόναρ και το σύστημα καθοδήγησης και ελέγχου με ένα τροποποιημένο οπίσθιο μέρος της τορπίλης Mod4, στο οποίο βρίσκεται η πολεμική κεφαλή και το σύστημα πρόωσης. Το σύστημα καθοδήγησης και ελέγχου διαθέτει επεξεργαστή εμπορικής τεχνολογίας, τύπου PowerPC. Η εγκατάσταση των ηλεκτρονικών συστημάτων περιορισμένου όγκου της έκδοσης Mod6 επέτρεψε την αύξηση των διαστάσεων της δεξαμενής καυσίμου, με αποτέλεσμα την επέκταση του βεληνεκούς της τορπίλης, το οποίο θεωρείται ότι υπερβαίνει τα 50 km, ενώ η μέγιστη ταχύτητά της υπολογίζεται άνω των 55 kts. Εξάλλου, παρά τα αντιθέτως αναφερόμενα, η κατασκευάστρια εταιρία επιβεβαιώνει ότι η τορπίλη είναι συμβατή με τορπιλοσωλήνες τύπου εξόδου κολύμβησης (swim-out), όπως ενδεικτικά των υποβρυχίων Τύπου 214. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα ήταν δυνατή η επιλογή της από το TDK, με σκοπό τον εξοπλισμό των υποβρυχίων του ίδιου τύπου, κλάσης REİS: Υπενθυμίζεται ότι στις 12 Μαΐου 2014 η Υπηρεσία Συνεργασίας Ασφάλειας (DSCA) του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ (DoD) ανακοίνωσε την πώληση μέσω FMS στην Τουρκία έως 48 τορπιλών Mk48 Mod6AT AUR (All-Up Round) και συναφούς εξοπλισμού συντήρησης, υποστήριξης και εκπαίδευσης, έναντι συμβατικού τιμήματος $170 εκατ. Τα όπλα αυτά θα προστεθούν στις τορπίλες ηλεκτρικής πρόωσης DM2A4 και Tigerfish Mk24 Mod2, οι οποίες εξοπλίζουν τα υποβρύχια των κλάσεων PREVEZE και GÜR.
Συνεκτιμώντας τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η προτίμηση του ΠΝ για τορπίλες ηλεκτρικής πρόωσης είναι τεχνικά και επιχειρησιακά δικαιολογημένη. Κύριοι εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι οι τορπίλες SeaHake mod4 και Black Shark. Η πρώτη αποτελεί όπλο τμηματικής σχεδίασης, καθ’ όσον η προσθαφαίρεση 1-3 τμημάτων συσσωρευτή, τα οποία βρίσκονται στο μέσον του, μετά τον αισθητήρα καθοδήγησης και την πολεμική κεφαλή, μεταβάλλει το ολικό μήκος και συνεπώς το βεληνεκές του. Ο συσσωρευτής 86 στοιχείων Ψευδαργύρου-Οξειδίου του Αργύρου (Zn-AgO) επιτυγχάνει χαμηλότερη ενεργειακή πυκνότητα μάζας, σε σύγκριση με εκείνον της τορπίλης Black Shark, ο οποίος στηρίζεται σε στοιχεία Αλουμινίου-Οξειδίου του Αργύρου (Al-AgO). Στην εξαγωγική έκδοση SeaHake mod4 ER, η χρήση τεσσάρων τμημάτων συσσωρευτή εξασφαλίζει βεληνεκές της τάξης των 140 km, το οποίο αποτελεί την κορυφαία επίδοση διεθνώς. Η έκδοση αυτή διαθέτει τη δυνατότητα δορυφορικής ναυτιλίας και αμφίδρομης επικοινωνίας, χάρη σε τμήμα Εκτεταμένου Βεληνεκούς (Extended Range: ER), το οποίο εγκαθίσταται έμπροσθεν των τμημάτων συσσωρευτή και περιλαμβάνει ιστό που εκτείνεται υψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας. Εκδόσεις που δεν περιλαμβάνουν το τμήμα αυτό καθοδηγούνται από το φορέα εξαπόλυσης μέσω καλωδίου οπτικής ίνας διαμέτρου 30 μm, σε αποστάσεις της τάξης των 50 km. Με τη χρήση οπτικής ίνας επιτυγχάνεται πολλαπλασιασμός κατά πολλές τάξεις μεγέθους του ρυθμού μετάδοσης δεδομένων, σε σύγκριση με το αντίστοιχο συμβατικό καλώδιο χαλκού της τορπίλης Mk48 Mod6. Καλώδιο οπτικής ίνας χρησιμοποιείται επίσης στην τορπίλη Black Shark. Παράλληλα, η οπτική ίνα διαθέτει πλευστότητα και είναι κατά πολύ ελαφρύτερη, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις του όπλου. Σε σύγκριση με τη θερμική πρόωση της τορπίλης Mk48, τα συστήματα ηλεκτρικής πρόωσης των τορπιλών SeaHake mod4 και Black Shark επιτυγχάνουν χαμηλότερη πυκνότητα ισχύος (power density), όμως οι επιδόσεις βάθους κατάδυσης και μέγιστης ταχύτητας, της τάξης των 50 kts ή και υψηλότερης, είναι επαρκέστατες για την προσβολή οποιουδήποτε υποβρύχιου ή μη στόχου. Αντίθετα, η ηχητική υπογραφή τους είναι κατά πολύ χαμηλότερη, με αποτέλεσμα τη σημαντική καθυστέρηση της προειδοποίησης του στόχου κατά τις φάσεις προσέγγισης και επίθεσης. Χαρακτηριστικά, η αντικατάσταση του συστήματος ηλεκτρικής πρόωσης της τορπίλης Mk37A με αντίστοιχο θερμικής πρόωσης στην έκδοση C είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του εκπεμπόμενου θορύβου χαμηλής συχνότητας κατά 15 dB. Παράλληλα υπενθυμίζεται ότι η υψηλότερη ηχητική υπογραφή υπονομεύει την αποτελεσματικότητα του παθητικού αισθητήρα της τορπίλης σε όχι τόσο σε ωκεάνιο όσο σε παράκτιο περιβάλλον, όπου τα ηχητικά κύματα ανακλώνται στον πυθμένα ή σε εξάρσεις του.
Πλεονέκτημα της τορπίλης Black Shark έναντι των ανταγωνιστριών της αποτελεί το μικρότερο βάρος της, της τάξης των 1.200 kg, έναντι 1.700 της Mk48 Mod6, με ενδιάμεσο εκείνο της SeaHake mod4. Το μικρότερο βάρος συνεπάγεται χαμηλότερη ελάχιστη ταχύτητα, επιθυμητό χαρακτηριστικό προκειμένου να αποφεύγεται η εκδήλωση σπηλαίωσης ή, εναλλακτικά, η βύθιση της τορπίλης κατά τη φάση της εξαπόλυσης. Αντίθετα, η φημολογούμενη υψηλότερη ελάχιστη ταχύτητα της τορπίλης Mk48 συνεπάγεται περαιτέρω επιβάρυνση του ήδη εντονότερου ηχητικού ίχνους της. Την πρόωση της τορπίλης SeaHake mod4 αναλαμβάνει κινητήρας μόνιμης μαγνήτισης, ισχύος 300 kW και απόδοσης άνω του 93%, με δυνατότητα αβαθμίδωτου ελέγχου (stepless control) και συνεπώς αθόρυβης μεταβολής της ταχύτητας περιστροφής. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια Atlas Elektronik, η προσεκτική ρύθμιση της ταχύτητας, ιδιαίτερα κατά τη φάση της εξαπόλυσης, συμβάλλει καθοριστικά στην αποτροπή της εκδήλωσης σπηλαίωσης και συνεπώς στην καταστολή του ηχητικού ίχνους του όπλου, ιδίως σε παράκτιο περιβάλλον. Κινητήρας αντίστοιχης τεχνολογίας χρησιμοποιείται στην τορπίλη Black Shark. Η τορπίλη SeaHake mod4 διαθέτει σύμμορφη διάταξη μοφοτροπέων με δυνατότητα έρευνας ±100° και ±24° σε οριζόντιο και κατακόρυφο επίπεδο αντίστοιχα, η οποία διαθέτει συνδυασμό μεθόδων ενεργού και παθητικής καθοδήγησης, καθώς και δυνατότητας κατεύθυνσης απορρεύματος (wake-homing): Στην τελευταία περίπτωση η πορεία της τορπίλης μεταβάλλεται κάθε φορά που διασχίζει τα εξωτερικά όρια του απορρεύματος, σχήματος Λ, του πλοίου-στόχου, έως ότου τελικά κατευθυνθεί προς την πηγή του, τις έλικες. Η κατεύθυνση απορρεύματος είναι άτρωτη σε παθητικά αντίμετρα παραπλάνησης, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει υψηλή φονικότητα και αξιοπιστία. Ανάλογη μέθοδο κατεύθυνσης διαθέτει η τορπίλη Black Shark, όχι όμως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η τορπίλη Mk48 Mod6AT. Γενικότερα, αν και χωρίς να υπάρχουν επιβεβαιωμένα στοιχεία, οι διαμορφώσεις λειτουργίας και οι επιδόσεις των αισθητήρων της τορπίλης SeaHake mod4, καθώς και της αντίστοιχης μονάδας της τορπίλης Black Shark, η οποία χρησιμοποιεί τεχνολογία που η κατασκευάστρια εταιρία αποκαλεί Προηγμένη Αρχιτεκτονική Εκπομπής και Λήψης Σόναρ (Advanced Sonar Transmitting and Receiving Architecture: ASTRA), φέρονται ότι υπερέχουν σε σύγκριση με τα αντίστοιχα μεγέθη της αμερικανικής τορπίλης. Υπενθυμίζεται επίσης ότι η τορπίλη Black Shark έχει στο μεταξύ πιστοποιηθεί στο σύστημα διαχείρισης μάχης ISUS 90 των υποβρυχίων Τύπου 209PN κλάσης TRIDENTE του Πορτογαλικού Ναυτικού, με αποτέλεσμα την υπέρβαση του τεχνικού περιορισμού που αποτέλεσε εμπόδιο στην αρχική προμήθειά της από το ΠΝ. Ταυτόχρονα όμως, προς αποφυγή παθημάτων του παρελθόντος, επισημαίνεται πως το Μάιο η Ινδία ακύρωσε, λόγω υπονοιών διαφθοράς, την παραγγελία 98 τορπιλών Black Shark, κόστους $300 εκατ., οι οποίες θα εξόπλιζαν τα νέα υποβρύχια κλάσης Kalvari, τύπου Scorpène, τα οποία συνεπώς θα διαθέτουν μόνο Βλήματα Εναντίον Πλοίων (ASM) υποβρύχιας εκτόξευσης SM 39 Exocet, μέχρι την επιλογή νέου τύπου τορπίλης.
Από το σύνολο των στοιχείων που παρατέθηκαν, προκύπτει ότι οι τορπίλες SeaHake mod 4 και Black Shark υπερέχουν θεαματικά ως προς το βεληνεκές και την τεχνολογία καθοδήγησης, σε σύγκριση με τις υφιστάμενες στο οπλοστάσιο του ΠΝ, όσο και έναντι εκείνων που χρησιμοποιεί ή θα αποκτήσει στο μέλλον το TDK. Η επισήμανση αυτή φαίνεται πως θα ισχύει, τουλάχιστον με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, και για την τορπίλη AKYA, η ανάπτυξη της οποίας συνεχίζεται, έξι χρόνια μετά την υπογραφή συμβολαίου ύψους 24 εκατ. ευρώ μεταξύ του υφυπουργείου Αμυντικών Βιομηχανιών (SSM), του Κέντρου Ερευνών του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού (ARMERKOM), του Ιδρύματος Επιστημονικών και τεχνολογικών Ερευνών (TÜBITAK) και της κρατικής εταιρείας Roketsan. Η ARMERKOM ανέλαβε τη σχεδίαση του όπλου, το TÜBITAK την ανάπτυξη του αισθητήρα και η Roketsan το σύστημα καθοδήγησης και τον πολεμική κεφαλή της τορπίλης. Για να το επιτύχει, η τελευταία συνεργάστηκε με την κορεατική εταιρία LIG Nex1, η οποία ανέπτυξε τη βαριά τορπίλη Κ-731 White Shark και την ελαφρά τορπίλη Κ-745 Blue Shark – αμφότερες υπηρετούν στο Ναυτικό της Δημοκρατίας της Κορέας (ROKN). Από φωτογραφία που διέρρευσε στο διαδίκτυο κατά τη διάρκεια εσωτερικής παρουσίασης στη Γραμματεία Αμυντικών Βιομηχανιών και η οποία παρουσιάζεται κατ’ αποκλειστικότητα, η τουρκική τορπίλη θα έχει μήκος 7 m, βάρος 1.200 kg και μέγιστη ταχύτητα 40 kts, με την οποία θα επιτυγχάνει βεληνεκές περί τα 15 χλμ. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά καταδεικνύουν πως, παρά το αυξημένο βάρος και μήκος της, η τουρκική σχεδίαση θα υπολείπεται δραματικά των σύγχρονων τορπιλών ως προς το βεληνεκές, καθώς τα τεχνικά χαρακτηριστικά της είναι σχεδόν εφάμιλλα της τορπίλης SUT.
Πιθανότατα, πρότυπο της τουρκικής τορπίλης αποτέλεσε η νοτιοκορεατική Κ-731 White Shark τα τεχνικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι: διαμέτρημα 483 mm, μήκος 6,4 m, μέγιστη ταχύτητα 35 kts, μέγιστη εμβέλεια 30 km, βάρος 1.000 kg, πολεμική κεφαλή 370 kg ΤΝΤ. Τούτων δοθέντων, εφ’ όσον αποδειχθεί το αυξημένο βάρος της πολεμικής κεφαλής της τορπίλης AKYA, εξάγεται το συμπέρασμα ότι πρόκειται για όπλο που θα εξασφαλίζει αυξημένη φονικότητα, καθώς ένα και μόνο πλήγμα της θα μπορεί να βυθίσει πλοίο μεγέθους αντιτορπιλικού. Όμως, το περιορισμένο βεληνεκές της, εφ’ όσον και πάλι επιβεβαιωθεί, θα περιορίζει σημαντικά την τακτική χρησιμότητά της, καθώς θα αποτελεί παράγοντα ανασταλτικό για την πλήρη αξιοποίηση της εμβέλειας των σύγχρονων συστημάτων παθητικού σόναρ πλευρικής διάταξης των νέων υποβρυχίων του TDK, υποχρεώνοντας τους κυβερνήτες τους να τροποποιούν τις τακτικές τους και να προσεγγίζουν υπερβολικά τη ζώνη δραστικής εμβέλειας των σύγχρονων συστημάτων ASW του ΠΝ. Υπάρχει βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια, η οποία μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην προκείμενη υπόθεση. Στην εν λόγω φωτογραφία διακρίνεται η τομή μιας τορπίλης. Δεδομένου πως, σύμφωνα με τις τελευταίες τουρκικές πληροφορίες, το πρόγραμμα της τορπίλης ΑΚΥΑ βρίσκεται ήδη στη φάση των υπογραφών παραγωγής, θα ανέμενε κανείς πως η τομή αφορά την συγκεκριμένη τορπίλη. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει: η τομή που παρουσιάζεται είναι της ιταλογαλλικής ελαφράς τορπίλης EuroTorp MU90, γεγονός που καθιστά τις παραπάνω πληροφορίες μάλλον επισφαλείς…
Η επίδραση του εκτεταμένου βεληνεκούς επί των εφαρμοζόμενων τακτικών είναι προφανής: Η υπολογίσιμη πιθανότητα επιτυχούς βολής τορπίλης κατά στόχου επιφανείας εξαρτάται από την εκτέλεση της βολής εντός περιοχής που αποκαλείται Ζώνη Κινδύνου Τορπίλης (Torpedo Danger Zone: TDZ), η οποία περιβάλλει μεμονωμένο ή περισσότερους στόχους και κινείται μαζί τους. Το σχήμα και το μέγεθος της περιοχής εξαρτάται από την ταχύτητα και το βεληνεκές της τορπίλης, καθώς και την ταχύτητα και τη διάταξη των στόχων. Όμως, για να επιτευχθεί η βολή εντός της συγκεκριμένης ζώνης απαιτείται η προσέγγιση του υποβρυχίου εντός κυκλικού τομέα με κορυφή το στόχο και έκταση καθοριζόμενη από το εύρος της TDZ και το λόγο ταχύτητας του υποβρυχίου προς εκείνη του στόχου. Ο τομέας αυτός αποκαλείται Περιοχή Προσέγγισης σε Κατάδυση (Submerged Approach Region: SAR) και οριοθετείται από τις Γραμμές Περιορισμού Προσέγγισης (Limiting Lines Of Approach: LLOA). Η περιεχόμενη ανάμεσα στις εν λόγω γραμμές γωνία Ψ είναι ανάλογη του λόγου της ταχύτητας του υποβρυχίου σε κατάδυση So προς την ταχύτητα του στόχου St. Κατά συνέπεια, η γωνία ανάμεσα στις LLOA και κατά συνέπεια η SAR διευρύνεται ανάλογα με την ταχύτητα του υποβρυχίου, όμως η βελτίωση της αναλογίας γνωρίζει ανυπέρβλητους τεχνολογικούς και τακτικούς περιορισμούς: Η υπέρμετρη αύξηση της ταχύτητας υποβαθμίζει αισθητά τις επιδόσεις του παθητικού σόναρ του υποβρυχίου, κυρίως όμως πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο εντοπισμού του, λόγω του παραγόμενου υδροδυναμικού θορύβου. Η προσέγγιση του υποβρυχίου, ώστε αυτό να παραμείνει ανεντόπιστο, απαιτεί τη μείωση της ταχύτητας κάτω των 4 kts, με αποτέλεσμα ανάλογο περιορισμό της SAR, λόγω μείωσης της γωνίας μεταξύ των γραμμών, οι οποίες, στην περίπτωση αυτή, αποκαλούνται Γραμμές Περιορισμού Αθόρυβης Προσέγγισης (Limiting Lines of Quiet Approach: LLQA). Επομένως ο λόγος So/St θα είναι πάντοτε αρκετά χαμηλότερος της μονάδας, γεγονός που εξηγεί την αιτία για την οποία η διατήρηση υψηλής ταχύτητας πορείας αποτελεί σημαντικό μέτρο αυτοπροστασίας για μονάδες επιφανείας.
Το αυξημένο βεληνεκές των υποψήφιων τορπιλών συνεπάγεται διεύρυνση της TDZ και, έμμεσα, της SAR, με αποτέλεσμα να περιορίζει την ανάγκη υπερβολικής προσέγγισης του υποβρυχίου στο στόχο, προκειμένου να επιτευχθούν παράμετροι βολής. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η επιβιωσιμότητα του υποβρυχίου, το οποίο μπορεί να παραμείνει σε απόσταση ασφαλείας από τους αισθητήρες ανθυποβρυχιακού πολέμου των στόχων και των συνοδών τους, ενώ παράλληλα είναι δυνατή η εκδήλωση από μη αναμενόμενη διεύθυνση, ιδίως το οπίσθιο τεταρτημόριο, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι με τα υφιστάμενα όπλα. Ιδίως η εκτεταμένου βεληνεκούς τορπίλη SeaHake mod4 ER αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη νέων τακτικών, οι οποίες θα προβλέπουν την εξαπόλυσή της από αποστάσεις τις οποίες, προς το παρόν, επιτυγχάνουν μόνο Κ/Β εναντίον πλοίων. Οι διαδοχικές ζώνες που καλύπτονται από ραντάρ επιτήρησης, Κ/Β αντιαεροπορικού πολέμου περιοχής ή άμυνας σημείου και Εγγύς Οπλικά Συστήματα (CIWS) απομειώνουν σταδιακά την πιθανότητα επιτυχούς πλήγματος κάθε Κ/Β εναντίον πλοίων, όμως αφήνουν αδιάφορη την έκδοση αυτή, η αντιμετώπιση της οποίας επαφίεται αποκλειστικά στα ρυμουλκούμενα αντίμετρα που διαθέτουν οι κύριες μονάδες του TDK. Αντίθετα, οι επιδόσεις του ερευνητή της, σε συνδυασμό με εκείνες των συστημάτων σόναρ CSU 90 και FAS 3-1 και του συστήματος μάχης ISUS 90-15 των υποβρυχίων κλάσης ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, εγγυώνται την υπεροχή της έναντι των τεχνολογικών αντιμέτρων που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία στο Αιγαίο, καθώς και τυχόν αναβαθμισμένων εκδόσεών τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι, ανεξάρτητα από την τελική επιλογή, η προμήθεια οποιασδήποτε από τις δύο τορπίλες θα πολλαπλασιάσει τόσο τη φονικότητα, όσο και την επιβιωσιμότητα των υποβρυχίων κλάσης ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, παράγοντας το κορυφαίο από άποψη τεχνολογίας και επιδόσεων οπλικό σύστημα του ΠΝ μεσοπρόθεσμα.
Σημειώσεις:
[1] Μάνου Ηλιάδη, Οι Γερμανοί εκβιάζουν με τις τορπίλες των υποβρυχίων, Κόσμος του Επενδυτή, 25-10-2003.