Το πρόγραμμα YUNUS αφορά την υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος επιτήρησης/ασφαλείας των ναυτικών βάσεων Φώκαιας (Foça) και Ακσάζ (Aksaz) του Tουρκικού Πολεμικού Ναυτικού (TDK). Και οι δύο ναυτικές βάσεις αποτελούν κρίσιμες υποδομές, με αυτήν της Φώκαιας να αποτελεί την έδρα των αποβατικών δυνάμεων του TDK. Στην παρούσα ανάρτηση, αφού αρχικά παραθέσουμε ένα σύντομο ιστορικό του προγράμματος, θα περιγράψουμε το εγκατεστημένο σύστημα και θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την αποτελεσματικότητά του. Επίσης, με γνώμονα την ελληνική πραγματικότητα, θα εξετάσουμε μια εναλλακτική λύση στο ζήτημα της προστασίας ναυτικών βάσεων.
1. Ιστορικό
Το πρόγραμμα YUNUS ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2005, όταν η τουρκική Υποδιεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας (SSM) εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 2005/268 σχετικό αίτημα υποβολής προσφορών. Η διαγωνιστική διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2007 με την επιλογή της πρότασης που υπέβαλε η εταιρεία Aselsan σε συνεργασία με τη νορβηγική Kongsberg Defence & Aerospace. Η σχετική σύμβαση, συνολικής αξίας 55.100.000 ευρώ, υπεγράφη στις 30 Ιουλίου του 2008 και ο χρόνος παράδοσης ορίστηκε στους 36 μήνες.
Η Aselsan είχε τη συνολική ευθύνη εκτέλεσης και υλοποίησης της σύμβασης, με επιμέρους άμεσες αρμοδιότητες την προμήθεια των αισθητήρων επιφανείας (ραντάρ και ηλεκτροοπτικών), των ασύρματων επικοινωνιών και τη διασύνδεση των διαφόρων υποσυστημάτων. Η Kongsberg ανέλαβε την προμήθεια των υποβρύχιων παθητικών και ενεργών ακουστικών αισθητήρων και του σχετικού λογισμικού ελέγχου και ανάλυσης, μέσω υποκατασκευαστικής σύμβασης συνολικής αξίας 130 εκατομμυρίων NOK (περίπου 16 εκατομμύρια ευρώ με την ισοτιμία εκείνης της εποχής). Η τουρκική εταιρεία Altay ανέλαβε την ανάπτυξη της διεπαφής χρήστη (MMI) και της συνεργαζόμενης βάσης δεδομένων για την παραγωγή μιας ολοκληρωμένης εικόνας του επιτηρούμενου τομέα, με τις κονσόλες ελέγχου να κατασκευάζονται από την τουρκική Ayesas.
Το πρόγραμμα παρουσίασε αρκετές καθυστερήσεις, με τις τελικές δοκιμές αποδοχής HAT (Harbour Acceptance Tests) να ολοκληρώνονται το καλοκαίρι του 2014, έπειτα από εκτεταμένες δοκιμές πεδίου και παραμετροποιήσεις διάρκειας σχεδόν 12 μηνών. Σήμερα, το σύστημα βρίσκεται σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι το TDK είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένο από τις δυνατότητες και την αποτελεσματικότητά του.
2. Περιγραφή Συστήματος
Το σύστημα σχεδιάστηκε με γνώμονα τη δυνατότητα επιτήρησης της ευρύτερης θαλάσσιας και υποθαλάσσιας περιοχής του υπό προστασία στόχου. Η λειτουργία του υποστηρίζεται από εξελιγμένο λογισμικό το οποίο επιτρέπει την παροχή ολοκληρωμένης εικόνας από το σύνολο των αισθητήρων (data fusion). Το λογισμικό περιλαμβάνει εξειδικευμένους αλγόριθμους ανάλυσης και παρακολούθησης ακουστικών ιχνών με στόχο αφενός τη μείωση των ψευδοσυναγερμών, αφετέρου την αυτόματη κατηγοριοποίησή των στόχων με βάση το ακουστικό τους ίχνος, την πορεία, την ταχύτητα, την επιτάχυνση και τον ρυθμό στροφής τους.
Είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι το υποθαλάσσιο περιβάλλον πλησίον και εντός μιας ναυτικής βάσης αποτελεί ενδεχομένως το απαιτητικότερο περιβάλλον ως προς την δυσκολία εντοπισμού υποβρύχιων στόχων. Πέραν των συνηθισμένων προκλήσεων του παράκτιου περιβάλλοντος στις οποίες και έγινε αναφορά σε πρόσφατο άρθρο της e-Αmyna, ένα σύστημα ασφαλείας λιμένων από υποθαλάσσιες απειλές είναι υποχρεωμένο να λειτουργήσει σε υψηλό επίπεδο θορύβου περιβάλλοντος λόγω των εργασιών και της δραστηριότητας της ναυτικής βάσης, των διερχόμενων πλοίων αλλά και του κυματισμού στην ακτογραμμή. Επίσης, έχει να αντιμετωπίσει ένα περιβάλλον με υψηλό επίπεδο αντηχήσεων, ανομοιογενή στρωμάτωση βυθού με πλήθος επικαθήμενων αντικειμένων και θαλάσσια βλάστηση, περίπλοκη βαθυμετρία και μεγάλες τοπικές μεταβολές θερμοκρασίας και αλατότητας που συνδυαστικά οδηγούν στη δημιουργία πολλαπλών ηχητικών δίαυλων μετάδοσης. Συγχρόνως, οι στόχοι δεν είναι ομοιογενείς καθώς περιλαμβάνουν υποβρύχια, σκάφη επιφανείας, οχήματα μεταφοράς / άφεσης δυτών (Swimmer Delivery Vehicles – SDV) και δύτες. Οι διαφορετικές διαστάσεις και το ακουστικό ίχνος των στόχων επιβάλλουν τη χρήση πολλαπλών ενεργών και παθητικών σόναρ χαμηλής, μέσης και υψηλής συχνότητας λειτουργίας και τη δημιουργία μιας πολυζωνικής υλοποίησης αλληλοκαλυπτόμενων αισθητήρων.
Πράγματι, η επιτηρούμενη περιοχή και των δύο ναυτικών βάσεων είναι χωρισμένη σε τρεις υποθαλάσσιες ζώνες, την εξωτερική (ζώνη Α), την ενδιάμεση (ζώνη Β) και την εσωτερική (ζώνη C).
Εξωτερική ζώνη (Α)
Στην εξωτερική ζώνη χρησιμοποιείται το ενεργό / παθητικό σόναρ τύπου LASAR 5, στην περίπτωση δε της βάσης Ακσάζ συνδυαστικά με συστοιχία υδροφώνων τύπου PASAR. Το LASAR 5 είναι ένα μεγάλου (8.5 μέτρα) ανοίγματος (aperture) σόναρ, χαμηλής συχνότητας, που μπορεί να λειτουργεί παράλληλα σε ενεργητική και σε παθητική διαμόρφωση. Τα κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά του είναι τα ακόλουθα:
Συχνότητα λειτουργίας: 3.5 kHz – 8.5 kHz
Στάθμη έντασης εκπομπής (source level): 215 dB rel 1uPa @ 1m
Τύπος παλμού: HFM, SFM, CW
Μήκος παλμού: 10 ms – 1000 ms
Τομέας ακουστικής κάλυψης: 120°
Εύρος κάθετης δέσμης εκπομπής: 8° – 15°
Κατευθυντικότητα δέσμης εκπομπής: ±10°
Διακριτικότητα / ακρίβεια δέσμης: 2.0° / 0.20°
Οι επίσημες αποστάσεις εντοπισμού στόχων που επιτυγχάνει το LASAR 5, είναι 10 km για υποβρύχιο και 4 km για SDV. Η συνήθης διαμόρφωση της συστοιχίας υδροφώνων τύπου PASAR περιλαμβάνει 334 υδρόφωνα σε συνολικό μήκος γραμμής 100 μέτρων (4 x 25 μέτρα). Το εύρος συχνότητας είναι 10 – 5000 Hz ενώ η διακριτική ικανότητα και ακρίβεια του συστήματος είναι 0.5° και 0.05° αντίστοιχα στα 2.5 kHz. Οι τυπικές αποστάσεις αποκάλυψης στόχων είναι 20 km για υποβρύχιο και 5 km για SDV.
Οι αισθητήρες της Kongsberg που χρησιμοποιήθηκαν στο πρόγραμμα YUNUS είναι σχεδιασμένοι για χρήση σε συστήματα προστασίας ναυτικών βάσεων και γενικά παράκτιων υποδομών και επομένως βελτιστοποιημένοι για λειτουργία στο εν λόγω ιδιαίτερο υποθαλάσσιο περιβάλλον. Επιπρόσθετα, ο αριθμός τους και η θέση εγκατάστασής τους προέκυψε έπειτα από λεπτομερή μελέτη και επί τόπου δοκιμές προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η απόδοσή τους. Επίσης, η λειτουργία τους είναι παραμετροποιήσιμη (π.χ. δυνατότητα ανύψωσης δέσμης εκπομπής) προκειμένου να προσαρμόζονται στις εποχικές μεταβολές του περιβάλλοντος. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι πως τουλάχιστον τους καλοκαιρινούς μήνες οι πρακτικές αποστάσεις εντοπισμού στόχων θα υπολείπονται αισθητά των επίσημων επιδόσεων.
Ενδιάμεση ζώνη (Β)
Στην ενδιάμεση ζώνη χρησιμοποιείται το μέσης συχνότητας ενεργό / παθητικό σόναρ τύπου LASAR 40, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι τα ακόλουθα:
Συχνότητα λειτουργίας: 30 kHz – 45 kHz
1 – 30 kHz (παθητική λειτουργία)
Στάθμη έντασης εκπομπής (source level): 218 dB rel 1uPa @ 1m
Τύπος παλμού: HFM, SFM, CW
Μήκος παλμού: 10 ms – 100 ms
Τομέας ακουστικής κάλυψης: 120°, 180°, 360°
Εύρος κάθετης δέσμης εκπομπής: 3° – 10°
Κατευθυντικότητα δέσμης εκπομπής: ±10°
Διακριτικότητα / ακρίβεια δέσμης: 1.8° / 0.18°
Η δυνατότητα χρήσης διαφορετικών διαμορφώσεων όπως HFM (Hyperbolic Frequency Modulated), SFM (Sinusoidal Frequency Modulated) και CW (Continuous Wave) παρέχει αυξημένη ευελιξία προσαρμογής στις εκάστοτε συνθήκες. Για παράδειγμα, η CW είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για διάκριση κινούμενων στόχων ειδικά όταν η συνιστώσα της ταχύτητας του ίχνους προς τη διεύθυνση του σόναρ είναι μεγάλη, έχει ακρίβεια στον υπολογισμό της ταχύτητας αλλά δεν παρέχει καλή ανάλυση απόστασης. Η διαμόρφωση HFM παρέχει πολύ καλύτερη ανάλυση απόστασης και καταστολή αντηχήσεων και επιτρέπει την ταξινόμηση του ίχνους με βάση τα φυσικά χαρακτηριστικά του. Η SFM επιτρέπει τον υπολογισμό της ταχύτητας του ίχνους καλύτερα από την HFM αλλά δεν παρέχει ικανοποιητική ακρίβεια απόστασης στόχου.
Οι επίσημες αποστάσεις εντοπισμού στόχων που επιτυγχάνει το LASAR 40 είναι 3000 μέτρα για SDV, 1500 μέτρα για δύτη με αναπνευστική συσκευή ανοικτού κυκλώματος (OCD – Open Circuit Diver) και 900 μέτρα στη περίπτωση δύτη με αναπνευστική συσκευή κλειστού κυκλώματος (CCD – Closed Circuit Diver). Η διαφορά στις δύο τελευταίες περιπτώσεις προκύπτει από την παρουσία των φυσαλίδων.
Εσωτερική ζώνη (C)
Στην εσωτερική ζώνη χρησιμοποιείται το υψηλής συχνότητας (90 kHz), πολλαπλών δεσμών εξειδικευμένο σόναρ εντοπισμού δυτών DDS 9000. To DDS 9000 έχει εύρος κάλυψης 200° κάνοντας χρήση 256 δεσμών εύρους 1.5° και υποστηρίζει παλμούς CW και FM Chirp (Compressed High Intensity Radar Pulse). Η υψηλή συχνότητα λειτουργίας σε συνδυασμό με τη στενή δέσμη επιτρέπει στο σύστημα την επίτευξη μεγάλης ακρίβειας στον εντοπισμό μικρών στόχων. Η τυπική απόσταση εντοπισμού δυτών CCD είναι 600 μέτρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στη ναυτική βάση Ακσάζ έχουν τοποθετηθεί 6 σόναρ τύπου DDS 9000 ενώ στη ναυτική βάση Φώκαιας έχουν τοποθετηθεί 4.
Ο μεγάλος αριθμός των χρησιμοποιούμενων σόναρ εντοπισμού δυτών αποσκοπεί στην εξάλειψη πιθανών νεκρών τομέων αλλά και στην διεύρυνση του τομέα κάλυψης της εσωτερικής ζώνης. Ο στόχος είναι η αύξηση της απόστασης εντοπισμού βατραχανθρώπων και συνακόλουθα του διαθέσιμου χρόνου αντίδρασης, ακόμα κι αν για κάποιο λόγο το σύστημα έχει αποτύχει στον εντοπισμό του μέσου μεταφοράς τους (π.χ. ΣΑΠ / ελαστική λέμβος) από τις προηγούμενες ζώνες Α και Β. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η ταχύτητα ενός βατραχανθρώπου (χωρίς συσκευή υποβοήθησης) υπολογίζεται σε 0.5 m/s περίπου. Συνεπώς, χρειάζονται 20 λεπτά για να διανυθεί μια απόσταση 600 μέτρων χωρίς να λάβουμε υπόψη διορθώσεις πορείας και τον χρόνο που θα χρειαστεί μέχρι να εντοπίσει ο βατραχάνθρωπος τον στόχο του εντός του λιμένα, διαδικασία που μπορεί να αποβεί χρονοβόρα.
Αντίστοιχα όμως, χρειάζεται κάποιος χρόνος, συνήθως 4 με 6 λεπτά, μέχρι ένα ίχνος να ιχνηλατηθεί, να κατηγοριοποιηθεί και να παρουσιασθεί ως στόχος. Επιπλέον χρόνος απαιτείται για να μεταβιβασθούν οι συντεταγμένες του στις μονάδες αντίδρασης, να μεταβούν αυτές στο σημείο και να αρχίσουν τη διαδικασία προσβολής του.
Αισθητήρες επιφανείας
Ο έλεγχος επιφανείας της επιτηρούμενης θαλάσσιας περιοχής (ζώνες A, B και C), πραγματοποιείται με συνδυασμό ραντάρ και ηλεκτροοπτικών συστημάτων. Το ραντάρ σε χρήση είναι το SERDAR της Aselsan. Πρόκειται για σύγχρονο X-band ραντάρ διαμόρφωσης συχνότητας συνεχούς κύματος (FMCW), με χαρακτηριστικά LPI (Low Probability of Intercept) και δυνατότητα επιλογής ισχύος (1mW – 10W) και μέγιστης απόστασης εντοπισμού (12 / 24 / 48 nm). Έχει δυνατότητα frequency agility σε εύρος 400 MHz. Χρησιμοποιεί κεραία SWGA (slotted waveguide array) ανοίγματος 4 μέτρων, χαμηλών πλευρικών λοβών και με δυνατότητα inverse Cosec² που επιτρέπει τη βέλτιστη χρήση της ισχύος του ραντάρ για την αποκάλυψη στόχων επιφανείας και τον εντοπισμό τους ακόμα κι αν αυτοί βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση από αυτό. Ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας είναι επιλέξιμος μεταξύ 6, 12 και 18 rpm.
Οι επίσημες αποστάσεις εντοπισμού για διάφορους στόχους, σε κατάσταση θαλάσσης έως 5, είναι οι ακόλουθες:
Μικρό σκάφος (σ = 1 m²): 8.5 nm
Ελικόπτερο σε ύψος 30μ (σ = 2 m²): 10 nm
Μεγάλο RHIB (σ = 2.5 m²): 10.5 nm
Σκάφος 10 μέτρων (σ = 10 m²): 14 nm
Η αναγνώριση και ταυτοποίηση στόχων επιφανείας που αποκαλύπτονται είτε από τους ακουστικούς αισθητήρες είτε από το ραντάρ, επιβεβαιώνεται με τη χρήση του ηλεκτροοπτικού συστήματος Seaeye της Aselsan. Το Seaeye περιλαμβάνει ψυχόμενη θερμική κάμερα 8-12 μm, 288 x 4, με 3x οπτικό zoom, έγχρωμη κάμερα ημέρας, κάμερα χαμηλού φωτισμού και αποστασιόμετρο λέιζερ εμβέλειας 150 m – 20,000 m. Το SERDAR και το Seaeye είναι τοποθετημένα σε πύργο και συνδέονται με το κέντρο πληροφοριών μέσω υποδομής οπτικών ινών.
Περιπολικό σκάφος κλάσης TUZLA
Το περιπολικό σκάφος κλάσης TUZLA δεν αποτελεί μέρος του προγράμματος YUNUS. Επειδή όμως υλοποιεί τον πυλώνα καταστολής και εξουδετέρωσης εχθρικής δράσης του συστήματος επιτήρησης / ασφαλείας των δύο ναυτικών βάσεων, η συμπερίληψή του στην παρούσα ανάλυση κρίνεται απαραίτητη. Η κλάση TUZLA περιλαμβάνει 16 συνολικά σκάφη, κατασκευασμένα από την τουρκική Dearsan, με κύρια αποστολή την παράκτια περιπολία, την ανθυποβρυχιακή άμυνα και την προστασία κρίσιμων εγκαταστάσεων και παράκτιων περιοχών από ασύμμετρες απειλές.
Το σκάφος εκτοπίσματος 400 τόνων, μήκους 56,90 μέτρων και μέγιστου βυθίσματος 2,53 μέτρων, κινούν δύο πετρελαιοκινητήρες MTU 16V 4000 M90 με έλικες σταθερού βήματος (Otto Piening 5 bladed FPP), παρέχοντας μέγιστη ταχύτητα 25 κόμβων. Το σκάφος είναι πλήρως επιχειρησιακό μέχρι SS 4 και μερικώς επιχειρησιακό σε SS 5. Εικάζεται ότι το ακουστικό ίχνος του σκάφους έχει διατηρηθεί ιδιαίτερα χαμηλό, λόγω μεταξύ άλλων της χρήσης ελαστικών και αντικραδασμικών βάσεων στους κινητήρες και τον εξοπλισμό. Το χαμηλό ακουστικό ίχνος δεν αποτελεί μόνο παράγοντα αυξημένης επιβιωσιμότητας αλλά και προϋπόθεση για την αποφυγή επηρεασμού της απόδοσης των ακουστικών αισθητήρων του συστήματος επιτήρησης / ασφαλείας.
Ο οπλισμός του σκάφους περιλαμβάνει:
- Δίδυμο πύργο πυροβόλων 40mm L70 της Oto Melara (2 x 300 rounds/min)
- Δύο τηλεχειριζόμενα σταθεροποιημένα πυροβόλα (STAMP) 12,7mm της Aselsan με ενσωματωμένο Ε/Ο σύστημα (κάμερα ημέρας, θερμική κάμερα) και δυνατότητα αυτόματης ιχνηλάτησης και προσβολής στόχων.
- Σύστημα εκτόξευσης ανθυποβρυχιακών ρουκετών (ASRL) της Aselsan με έξι έτοιμες προς βολή ρουκέτες βάρους πολεμικής κεφαλής 12 kgr. Η εμβέλεια του συστήματος είναι 500 – 2000 m και το βάθος 15 – 300 m.
- Οκτώ βόμβες βυθού που μπορούν αν αφεθούν από δύο ράγες.
Ο εξοπλισμός του σκάφους περιλαμβάνει:
- Πολιτικού τύπου σόναρ Simrad SP92 ΜkII, 256 στοιχείων, με συχνότητα λειτουργίας CW/FM 20 – 30 kHz (ανά 1 KHz) και εμβέλεια 3000 μέτρα για στόχο 0 dB. Η στάθμη έντασης εκπομπής είναι 217 dB rel 1uPa (omni mode) και 223 dB rel 1uPa (single beam).
- Hλεκτροπτικό σύστημα πρόσκτησης στόχων και ελέγχου βολής AselFLIR-200 της Aselsan. Το σύστημα περιλαμβάνει ψυχόμενη θερμική κάμερα 8-12 μm 240 x 4, έγχρωμη κάμερα ημέρας και αποστασιόμετρο λέιζερ.
- Χ-band ραντάρ ναυτιλίας πολιτικού τύπου.
- Δύο HF Π/Δ, δύο LF/HF δέκτες, δύο Duplex HF Data modems, δύο VHF/UHF Π/Δ Have Quick II και σύστημα MHS
O οπλισμός του σκάφους σε συνδυασμό με το σύστημα AselFLIR-200, επιτρέπει την προσβολή με ακρίβεια και από ασφαλή απόσταση οποιουδήποτε τύπου ΣΑΠ (Σκάφος Ανορθοδόξου Πολέμου) χρησιμοποιούν οι Ελληνικές Ειδικές Δυνάμεις του ΠΝ και του ΣΞ καθώς και ελικοπτέρων που επιχειρούν διείσδυση πολύ χαμηλού ύψους. Η απουσία ενός ραντάρ έρευνας επιφανείας/χαμηλού ύψους στρατιωτικού τύπου, περιορίζει τις δυνατότητες αυτόνομης έρευνας εντοπισμού μικρών στόχων σε μέση απόσταση και ιδιαίτερες συνθήκες. Το σκάφος θα βασισθεί πρωτίστως σε μεταβιβαζόμενα στοιχεία στόχων που θα αποκαλύψει το σύστημα επιτήρησης/ασφαλείας της ναυτικής βάσης, τους οποίους και θα ιχνηλατήσει εν συνεχεία με το AselFLIR-200.
Αντίστοιχα, το μειωμένων δυνατοτήτων φερόμενο σόναρ δεν καθιστά το σκάφος ικανό για εκτέλεση αυτόνομων ανθυποβρυχιακών επιχειρήσεων. Και στην περίπτωση αυτή, ο εντοπισμός του στόχου θα πραγματοποιηθεί από τους αισθητήρες του συστήματος επιτήρησης/ασφαλείας της ναυτικής βάσης, με το σόναρ τύπου SP92 ΜkII να χρησιμοποιείται για την επιβεβαίωση ίχνους και την εξαγωγή στοιχείων βολής για το ASRL. Σημειώνεται ότι οι ανθυποβρυχιακές ρουκέτες θεωρούνται αποτελεσματικά ανθυποβρυχιακά όπλα για χρήση σε μικρά βάθη και αποστάσεις όπου η χρήση τορπιλών μπορεί να είναι αποδειχθεί προβληματική.
Αναφορικά με υποβρύχιους στόχους πολύ μικρών διαστάσεων (δύτες), η χαμηλή συχνότητα λειτουργίας του SP92 MkII και η ευρεία δέσμη δεν επιτρέπει τον ακριβή εντοπισμό τους παρά μόνο σε πολύ μικρές αποστάσεις. Η εξαγωγή της θέσης και της πορείας του στόχου θα προσδιοριστεί από το εξειδικευμένο σόναρ εντοπισμού δυτών DDS 9000, με το φερόμενο σόναρ SP92 MkII να χρησιμοποιείται επικουρικά πριν τη ρίψη βόμβας βυθού ή χειροβομβίδας για την εξουδετέρωση του δύτη ή τον εξαναγκασμό ανάδυσής του στην επιφάνεια.
3. Αποτελεσματικότητα του Συστήματος
Η ανάλυση της αποτελεσματικότητας του συστήματος είναι χρήσιμο να πραγματοποιηθεί συνδυαστικά με τις πιθανές απειλές από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τις οποίες αυτό καλείται να αντιμετωπίσει. Οι απειλές αυτές είναι η δράση υποβρυχίων και οι καταδρομικές ενέργειες, υποβρύχιες και επιφανείας.
Σε περίοδο κρίσης, υποβρύχια του ΠΝ ενδέχεται να αναπτυχθούν στην περιοχή πλησίον των δύο ναυτικών βάσεων με αποστολή την επιτήρηση/αναγνώριση και την προετοιμασία για λήψη θέσης βολής. Εφόσον η κρίση εξελιχθεί και ανάλογα με τους κανόνες εμπλοκής και την διαμόρφωση της τακτικής κατάστασης, το υποβρύχιο μπορεί να προβεί σε ναρκοθέτηση της περιοχής ή/και σε προσβολή εξερχόμενων πλοίων (π.χ. αποβατικά πλοία από τη βάση της Φώκαιας).
Οι υποβρύχιες καταδρομικές ενέργειες αφορούν διείσδυση βατραχανθρώπων στην επιτηρούμενη περιοχή για σκοπούς αναγνώρισης ή/και δολιοφθοράς. Η αρχική προσέγγιση θα πραγματοποιηθεί με ΣΑΠ, υποβρύχιο ή ελικόπτερο σε πολύ χαμηλή πτήση και συνδυαστική χρήση ελαστικής λέμβου. Σημειώνεται ότι το ΠΝ δεν διαθέτει πλέον οχήματα SDV [1]. Οι καταδρομικές ενέργειες επιφανείας αφορούν διείσδυση εξοπλισμένων ταχέων σκαφών των ειδικών δυνάμεων του ΠΝ και του ΣΞ και προσβολή στόχων εντός των δύο ναυτικών βάσεων ή πλοίων κατά τη φάση εξόδου τους από αυτές.
Αναφορικά με την υποβρύχια απειλή, η εκτιμώμενη εμβέλεια της εξωτερικής ζώνης (Α) του συστήματος, παρότι εκτεταμένη, δεν είναι τέτοια που να απαγορεύσει σε ένα σύγχρονο υποβρύχιο του ΠΝ να παραμείνει ανεντόπιστο σε θέση βολής εξερχόμενων πλοίων. Όμως, θα περιορίσει τις εναλλακτικές του επιλογές, θα το εξαναγκάσει να ελαχιστοποιήσει τις μετακινήσεις με μέση ταχύτητα και θα αποτρέψει την προσέγγιση του σε απόσταση που να μπορεί να κάνει αποτελεσματική ναρκοθέτηση καθώς και ασφαλή άφεση ή / και περισυλλογή καταδρομικής ομάδας. Επίσης, θα προσδιορίσει μια “καθαρή” περιοχή πλησίον της βάσης όπου είναι σίγουρο πως δεν υπάρχει κάποιο ελληνικό υποβρύχιο, υποβοηθώντας την ανθυποβρυχιακή αποστολή των υπολοίπων μέσων του TDK που θα κληθούν να παράσχουν ανθυποβρυχιακή κάλυψη σε μια έξοδο π.χ. αποβατικής δύναμης.
Σχετικά με τις υποβρύχιες καταδρομικές απειλές, η έκταση της περιοχής που έχει τη δυνατότητα να επιτηρεί το σύστημα, επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό του αρχικού μέσου διείσδυσης των βατραχανθρώπων σε ικανή απόσταση για την παροχή έγκαιρης προειδοποίησης και ενδεχομένως τη προσβολή του. Η χρήση ελαστικής λέμβου ενδέχεται να περάσει απαρατήρητη τουλάχιστον στην εξωτερική ζώνη, όμως η τελική προσέγγιση των βατραχανθρώπων είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην γίνει αντιληπτή από τα σόναρ δυτών του συστήματος.
Λαμβάνοντας τώρα υπόψη τα διαθέσιμα σκάφη των αμφίβιων καταδρομέων και τον γνωστό οπλισμό τους, είναι αμφίβολο αν μια καταδρομική ενέργεια επιφανείας μπορεί να αποφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ραντάρ SERDAR και οι υποβρύχιοι αισθητήρες δεν θα έχουν δυσκολία να εντοπίσουν μια τέτοια δύναμη σε αποστάσεις της τάξης των 8 – 10 ν.μ. από την είσοδο της βάσης.
Συνοψίζοντας, το σύστημα που έχει εγκατασταθεί στις δύο ναυτικές βάσεις του TDK είναι σωστά σχεδιασμένο, υψηλής αποτελεσματικότητας και σε συνδυασμό με τα περιπολικά σκάφη κλάσης TUZLA, έχει δυνατότητα δυναμικής καταστολής τυχόν καταδρομικής ενέργειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατη η εκτέλεση μιας τέτοιας επιχείρησης αλλά απαιτεί πλέον ευρύτερο σχεδιασμό και συνδυασμένες ενέργειες όπως την καταστροφή του ραντάρ επιφανείας λίγο πριν τη διενέργεια της διείσδυσης ή ουσιαστικές ενέργειες αντιπερισπασμού.
Όμως αυτό που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί είναι η βασική αρχή των καταδρομικών επιχειρήσεων που είναι ο αιφνιδιασμός. Χρησιμοποιώντας τις καιρικές συνθήκες, την ακτογραμμή και ειδικές τεχνικές, οι Ελληνικές Ειδικές Δυνάμεις θα μπορέσουν ενδεχομένως να προσεγγίσουν ανεντόπιστοι μέχρι κάποιο σημείο. Είναι όμως δεδομένο ότι έστω και καθυστερημένα, το σύστημα θα καταφέρει να παρέχει προειδοποίηση εισβολής καθιστώντας επισφαλή την ολοκλήρωση του αντικειμενικού σκοπού και την τελική απαγκίστρωση και περισυλλογή της ομάδας πρακτικά αδύνατη.
Η παράμετρος αυτή θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη καθώς καταδρομικές επιχειρήσεις τέτοιου τύπου έχουν ισχυρό ψυχολογικό αντίκτυπο στον αντίπαλο όταν είναι επιτυχείς ακόμα κι αν η προκληθείσα ζημιά δεν είναι μεγάλη. Το ψυχολογικό αποτέλεσμα όμως αντιστρέφεται όταν υπάρχει σύλληψη / εξουδετέρωση της καταδρομικής ομάδας.
4. Χρήση Πολεμικού Πλοίου για την Προστασία Ναυτικής Βάσης
Αν και όχι ευρέως διαδεδομένη, υπάρχει η άποψη ότι η προμήθεια ενός ολοκληρωμένου συστήματος επιτήρησης / ασφαλείας ναυτικών βάσεων, όπως αυτό που προέκυψε από το πρόγραμμα YUNUS, δεν αποτελεί τη βέλτιστη λύση από άποψη διάθεσης κονδυλίων. Υποστηρίζεται ότι το ίδιο επίπεδο προστασίας μπορεί να προκύψει και από την, χωρίς επιπρόσθετο κόστος, χρήση ενός υπάρχοντος πλοίου με ανθυποβρυχιακές ικανότητες (π.χ. μια φρεγάτα τύπου S του ΠΝ ή μια κορβέτα τύπου Ada του TDK) που περιπολεί στην είσοδο της βάσης με ενεργοποιημένους όλους τους αισθητήρες και το πλήρωμα σε θέσεις μάχης. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι το ενσωματωμένο σόναρ όταν είναι σε κατάσταση ενεργούς λειτουργίας, μπορεί να απενεργοποιήσει ή / και να σκοτώσει βατραχάνθρωπους αποτελώντας έτσι όχι μόνο μέσο εντοπισμού αλλά και εν δυνάμει θανάσιμο όπλο για τους συγκεκριμένους στόχους.
Στις επόμενες παραγράφους θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε το παραπάνω σκεπτικό, παρουσιάζοντας τα επιχειρήματα των υποστηρικτών του, τον αντίλογο αλλά και τις αδυναμίες της εν λόγω προσέγγισης.
Το βασικό επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για μια άνευ κόστους λύση καθώς δεν γίνεται νέα προμήθεια αλλά χρήση υπάρχοντος μέσου (πολεμικό πλοίο). Ένα ολοκληρωμένο όμως σύστημα επιτήρησης / ασφαλείας ναυτικής βάσης, λειτουργεί συνεχώς 24/7, όχι μόνο σε περίοδο κρίσης / σύρραξης αλλά και κατά την περίοδο της ειρήνης, αποτρέποντας αιφνιδιαστικές εχθρικές ενέργειες. Για αντίστοιχη χρονική κάλυψη απαιτείται η συνεχής και αποκλειστική διάθεση ενός πολεμικού πλοίου. Σε αυτή τη περίπτωση το τελικό κόστος κτήσης και λειτουργίας είναι πολλαπλάσιο.
Το επιχείρημα της άνευ κόστους λύσης βρίσκει εφαρμογή εφόσον θεωρηθεί ότι η πιθανότητα εχθρικής αιφνιδιαστικής ενέργειας είναι μηδενική και το πολεμικό πλοίο αναλαμβάνει τη προστασία της ναυτικής βάσης μόνο σε περίοδο κρίσης / σύρραξης. Όμως ακόμα κι έτσι, η χρήση μιας φρεγάτας σε αποστολή προστασίας ναυτικής βάσης εν μέσω κρίσης / εχθροπραξιών, εισάγει ζήτημα ορθής διάθεσης πόρων καθώς σημαίνει αντίστοιχη μείωση της διαθέσιμης δύναμης των πολύτιμων αυτών μονάδων για ανάληψη άλλων, κρισιμότερων, αποστολών.
Πέραν όμως των παραπάνω, τα σόναρ τρόπιδας των πολεμικών πλοίων είναι συνήθως χαμηλής συχνότητας (π.χ. σόναρ SQS 505 των φρεγατών τύπου S με συχνότητα λειτουργίας 5 – 12 kHz) σχεδιασμένα για εντοπισμό υποβρυχίων σε ανοικτή θάλασσα και μεγάλες αποστάσεις. Η απόδοσή τους σε περιβάλλον υψηλών αντηχήσεων είναι ιδιαίτερα περιορισμένη ενώ η χαμηλή συχνότητα λειτουργίας τους δεν επιτρέπει τον εντοπισμό μικρών στόχων όπως είναι οι βατραχάνθρωποι. Η χρήση ενός σόναρ τέτοιου τύπου για την επιτήρηση της υποθαλάσσιας περιοχής μιας ναυτικής βάσης, θα έχει ως αποτέλεσμα μικρές εμβέλειες, υψηλό ποσοστό ψευδοσυναγερμών και δυσκολία αποκάλυψης στόχων μικρών διαστάσεων.
Σχετικά με τις δυνατότητες εναντίον βατραχανθρώπων, είναι γεγονός πως η λειτουργία ενός σόναρ π.χ. στα 6 kHz με SL 205dB re uPa, είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Η προσέγγιση στον θόλο του σόναρ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα δυσφορία, ζαλάδα και σε πολύ κοντινές αποστάσεις ακόμα και θάνατο. Απαιτείται όμως ο δύτης να προσεγγίσει αρκετά στο σόναρ προκειμένου να επηρεασθεί από τη λειτουργία του [2]. Η χρήση του συνεπώς ως “όπλο” εναντίον βατραχανθρώπων είναι αποτελεσματική για την αυτοάμυνα του πλοίου αλλά δεν θα πρέπει να αναμένεται να είναι το ίδιο αποτελεσματική και για την προστασία άλλων πλοίων ή τις εγκαταστάσεις της ευρύτερης περιοχής.
Σε αντίθεση όμως με τους υποβρύχιους στόχους, ένα πολεμικό πλοίο, εφοδιασμένα με τα κατάλληλα όπλα, μπορεί να αποβεί συνολικά αποτελεσματικότερο στην αντιμετώπιση στόχων επιφανείας κυρίως χάρις στην αμεσότερη και αυτοματοποιημένη διαδικασία προσβολής.
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η χρήση ενός πολεμικού πλοίου για τη προστασία μιας ναυτικής βάσης παρουσιάζει αδυναμίες και είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή. Σε περίπτωση όμως απουσίας ενός ολοκληρωμένου συστήματος επιτήρησης / ασφαλείας και στα πλαίσια της λογικής “πολεμάω με ότι έχω διαθέσιμο”, μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική λύση ειδικά αν κανείς έχει υπόψη του τους ανωτέρω περιορισμούς της.
Σημειώσεις:
[1] Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση SDV από το ΠΝ μαζί με σπάνιο φωτογραφικό υλικό μπορεί κανείς να βρει στο εξαιρετικό άρθρο του NavalAnalyses http://navalanalyses.blogspot.ch/2016/07/history-6-cosmos-ce2f-swimmer-delivery.html
[2] Το Παράρτημα 1Α του “US Navy Diving Manual” http://www.globalsecurity.org/military/library/policy/army/fm/20-11/appa.pdf παρέχει τρόπους υπολογισμού των σχετικών αποστάσεων.