Περί τις 4 π.μ. σήμερα, αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας εξαπέλυσαν επιθέσεις κατά στόχων στη Συρία, όπως είχαν προαναγγείλει ουσιαστικά τις προηγούμενες ημέρες, μετά τους (ανεπιβεβαίωτους ακόμα) ισχυρισμούς περί επίθεσης με χημικά στην περιοχή της Douma από το καθεστώς Άσαντ.
Σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, στρατηγού Joseph Dunford, ο πρώτος στόχος που επλήγη ήταν ένα κέντρο επιστημονικής έρευνας στην ευρύτερη περιοχή της Δαμασκού που εμπλέκεται στην ανάπτυξη και παραγωγή χημικών όπλων, ο δεύτερος στόχος ήταν μια εγκατάσταση αποθήκευσης χημικών όπλων δυτικά της Homs, ενώ ο τρίτος ήταν μια εγκατάσταση αποθήκευσης χημικού εξοπλισμού, και σημαντικό κέντρο διοίκησης. Ο στρατηγός Dunford ανακοίνωσε επίσης ότι η Ρωσία είχε ειδοποιηθεί για τις επιδρομές και ότι ελήφθη πρόνοια στην επιλογή των στόχων, ώστε να μην πληγούν ρωσικές δυνάμεις.
Από πλευράς ΗΠΑ, οι επιθέσεις εκτελέστηκαν τόσο από αεροσκάφη (συμπεριλαμβανομένων βομβαρδιστικών τύπου Β-1) όσο και με εκτοξεύσεις πυραύλων από πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα. Από πλευράς Μ. Βρετανίας στις επιθέσεις συμμετείχαν 4 Tornado GR4 της RAF από τη βάση του Ακρωτηρίου χρησιμοποιώντας πυραύλους Storm Shadow, ενώ από γαλλικής πλευράς οι επιθέσεις εκτελέστηκαν από αεροσκάφη Rafale.
Τόσο ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump, όσο και η πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Theresa May και ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron ανακοίνωσαν την επίθεση με δηλώσεις που επικαλούνταν τις καταγγελίες χρήσης χημικών όπλων στην περιοχή της Douma. Υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την εγκυρότητα των σχετικών καταγγελιών, και είναι σαφές ότι το καθεστώς Άσαντ και η Ρωσία δεν είχαν κίνητρο να προβούν σε χρήση χημικών, ενόσω έχουν ουσιαστικά κυριαρχήσει στη σύρραξη. Είναι ενδιαφέρον ότι ο υποστράτηγος Jonathan Shaw, πρώην διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στο Ιράκ, “κόπηκε” απότομα από το Sky News μόλις εξέφρασε τις εύλογες αυτές αμφιβολίες:
Το αρχικό συμπέρασμα είναι ότι οι δυτικές δυνάμεις επεδίωξαν, με πρόσχημα το περιστατικό χρήσης χημικών όπλων, να επιφέρουν ένα συμβολικό πλήγμα στη συριακή κυβέρνηση και τη Ρωσία, που σε μεγάλο βαθμό έχουν εδραιώσει τη θέση τους ως νικητές της εμφύλιας σύρραξης στη Συρία. Η περιορισμένη έκταση του πλήγματος δείχνει ότι δεν υπάρχει σοβαρή πρόθεση από δυτικής πλευράς να αμφισβητηθεί η έκβαση της σύρραξης, αλλά περισσότερο να δηλωθούν κάποια “όρια” ή και να διασωθούν κάποια προσχήματα εν όψει της τελικής διευθέτησης της συριακής κρίσης. Άλλωστε και η προηγούμενη, ανάλογη πυραυλική επίθεση κατά συριακών στόχων που είχε διατάξει ο πρόεδρος των ΗΠΑ (6 Απριλίου 2017) δεν άλλαξε πολλά επί του πεδίου.