Καλλιεργημένος, οραματιστής, τραχύς τόσο με τους αντιπάλους του όσο και με τους συμμάχους του, ο Σιμόν Πέρες, που έφυγε από τη ζωή στις 28 Σεπτεμβρίου, είχε αντιπάθειες ακόμη και στον στενό του κύκλο, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που τον ειρωνεύονταν για την ανικανότητά του να κερδίσει εκλογές, αν και διετέλεσε 18 φορές υπουργός και πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Ο Σιμόν Πέρσκι γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1923 στη Βισνέβα της τότε Πολωνίας (και σημερινής Λευκορωσίας) και έφτασε στην υπό βρετανική διοίκηση Παλαιστίνη το 1934, σε ηλικία 11 ετών. Εγκαταστάθηκε σε ένα κιμπούτζ της Γαλιλαίας, γράφτηκε σε ένα αγροτικό σχολείο και αποφάσισε να αλλάξει το επίθετό του σε Πέρες («αετός»), κάτι που θα προκαλούσε δεκαετίες αργότερα τις ειρωνείες πολλών σχολιαστών, οι οποίοι θα τον συνέκριναν με τα αρπακτικά που κινδυνεύουν να εκλείψουν. Με το ξέσπασμα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας του κατετάγη εθελοντικά στο εβραϊκό τάγμα του Βρετανικού Στρατού. Για σχεδόν δυο χρόνια, ο Γιτζάκ Πέρσκι, έζησε περιπετειωδώς στην κατεχόμενη Ελλάδα όπου έπεσε με αλεξίπτωτο μαζί με μία βρετανική αποστολή στα βουνά της Αττικοβοιωτίας, αιχμαλωτίστηκε από τους ναζί, δραπέτευσε και επιβίωσε χάρις στην πολύτιμη βοήθεια Ελλήνων.
Όντας νεαρός ακόμη, ο Σιμόν εντάχτηκε στην Haganah, την πολιτοφυλακή που αποτέλεσε τον προπομπό των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, και ανέλαβε την επίβλεψη της επιμελητείας κατά τον πόλεμο του 1948, οπότε και ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ. Το 1949 εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τη γυναίκα του Σόνια και την κόρη τους. Πέρασε μερικούς μήνες στο Χάρβαρντ, ενώ παράλληλα εργαζόταν για το Υπουργείο Άμυνας με προτεραιότητά του την προμήθεια οπλισμού για τις νεοσύστατες Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας. Μεταξύ του 1953 και του 1965 ο Πέρες διετέλεσε γενικός διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας και αργότερα αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας.
Ο Πέρες ήταν πολύ δραστήριος στη σύναψη εξοπλιστικών συμβάσεων με το εξωτερικό, και κυρίως με κράτη της ανατολικής Ευρώπης, παρά το εμπάργκο που είχε επιβάλει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Ανέπτυξε στενές επαφές και με τη Γαλλία, χάρη στη οποία γεννήθηκε το ισραηλινό πυρηνικό πρόγραμμα, την ύπαρξη του οποίου το Ισραήλ δεν έχει παραδεχθεί ποτέ. Το 1963 ήρθη το αμερικανικό εμπάργκο. Και ο Σιμόν Πέρες, που είχε εκλεγεί πλέον βουλευτής, διαπραγματεύτηκε με την Ουάσινγκτον μια συμφωνία για την αγορά οπλικών συστημάτων. Ένα χρόνο αργότερα ήρθαν τα πρώτα άρματα μάχης Μ48 Patton και τα αεροσκάφη A-4 Skyhawk. Η επιτυχία του Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην επιμονή του Πέρες για την απόκτηση σύγχρονου οπλισμού.
Το 1968, ο Σιμόν Πέρες εξελέγη γενικός γραμματέας του Εργατικού Κόμματος, που λεγόταν τότε Avoda. Προσέκρουσε όμως στην Γκόλντα Μεϊρ, που ευνοούσε τον Ράμπιν, τότε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, και υποχρεώθηκε να αρκεστεί σε δευτερεύοντα υπουργικά αξιώματα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σύμφωνα με μια ορολογία που δεν είχε ακόμη καθιερωθεί, περιλαμβανόταν στα «γεράκια» της χώρας του. Ήταν, για παράδειγμα, ένα από τα πιο αποφασισμένα κυβερνητικά στελέχη στην επιχείρηση των ισραηλινών ειδικών δυνάμεων στο Έντεμπε της Ουγκάντας, με στόχο να απελευθερώσει τους ομήρους που είχαν συλλάβει παλαιστίνιοι αεροπειρατές. Tο 1975 συμμετείχε ως υπουργός Άμυνας σε μυστικές συνομιλίες με το καθεστώς της Νοτίου Αφρικής για την πώληση πυρηνικών κεφαλών.
Μετά την απροσδόκητη αποχώρηση του Ράμπιν πριν από τις εκλογές του 1977, εξαιτίας ενός οικονομικού σκανδάλου της συζύγου του, ο Πέρες πήρε τη θέση του αλλά έχασε από την εθνικιστική Δεξιά του Μεναχέμ Μπέγκιν. Το 1981 βρέθηκε κοντά στη νίκη, η δημόσια τηλεόραση τον έχρισε μάλιστα για λίγες ώρες πρωθυπουργό, αλλά τελικά αναγκάστηκε να αρκεστεί στο ρόλο της αντιπολίτευσης. Κι αν τελικά βρέθηκε στην εξουσία από το 1984 ως το 1986, το πέτυχε μόνο χάρη σε μια συμφωνία με τη Δεξιά που προέβλεπε την εναλλαγή στην πρωθυπουργία. Εκείνο το έτος μάλιστα, ο Ο Πέρες ήταν εξουσιοδότησε την επιχείρηση της Mossad για την απαγωγή του Μορντεχάι Βανούνου από τη Ρώμη.
Ο απολογισμός αυτής της διετούς του θητείας δεν ήταν αμελητέος: χαλιναγώγησε έναν τριψήφιο πληθωρισμό που απειλούσε τη χώρα του και απέσυρε τα περισσότερα ισραηλινά στρατεύματα από τον Λίβανο, όπου είχαν παγιδευτεί μετά την “Επιχείρηση στη Γαλιλαία” που εξαπέλυσε ο Σαρόν το 1982. Ομως το 1988 οι ψηφοφόροι προτίμησαν και πάλι τη Δεξιά.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο αιώνιος αντίπαλός του Γιτζάκ Ράμπιν – τον οποίο ο Πέρες χαρακτηρίζει στα απομνημονεύματά του «ακούραστο συνωμότη» – τον κερδίζει στις προκριματικές εκλογές του Εργατικού Κόμματος και οδηγεί το κόμμα του στην εκλογική νίκη. Ανοίγει τότε μια καινούργια πολιτική σελίδα στη ζωή του Σιμόν Πέρες, που είναι χωρίς αμφιβολία και η πιο σημαντική. Πείθει τον πρωθυπουργό να του επιτρέψει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους. Και στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 υπογράφονται στον Λευκό Οίκο οι συμφωνίες του Οσλο. Η χειραψία του ισραηλινού πρωθυπουργού με τον Γιάσερ Αραφάτ θα μείνει στην ιστορία. Αλλά ο Πέρες θα περιληφθεί κι αυτός στο τριπλό Νομπέλ Ειρήνης που απονέμεται το 1994. Είναι πλέον το πιο διάσημο «περιστέρι» του Ισραήλ.
Στις 4 Νοεμβρίου 1995, ο Ράμπιν δολοφονείται στο Τελ Αβίβ από έναν ισραηλινό εξτρεμιστή. Και ο Σιμόν Πέρες γίνεται και πάλι πρωθυπουργός από σύμπτωση. Αρνείται όμως να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, όπως του ζητά η χήρα του Ράμπιν. Τον Φεβρουάριο σημειώνονται διαδοχικές παλαιστινιακές επιθέσεις σε αντίποινα για τη δολοφονία από το Ισραήλ ενός στελέχους της Χαμάς. Στις 11 Απριλίου 1996 διατάσσει την επιχείρηση «Σταφύλια της Οργής» με θύματα περίπου 100 αμάχους που θα μείνει στην ιστορία ως «σφαγή της Κάνα». Οι συμφωνίες του Οσλο καταρρέουν. Και στις προγραμματισμένες εκλογές του Μαϊου ο Πέρες φτάνει και πάλι κοντά στη νίκη, αλλά στο τέλος ηττάται από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου και επιστρέφει στην αντιπολίτευση.
Η πολιτική του σταδιοδρομία μοιάζει να έχει τελειώσει. Εχει πατήσει τα 70 και οι Εργατικοί στρέφονται πλέον προς τον πιο παρασημοφορημένο στρατιωτικό στην ιστορία του Ισραήλ, τον Εχούντ Μπαράκ, από τον οποίο περιμένουν να σώσει την ειρηνευτική συμφωνία. Ο Μπαράκ αναθέτει στον Πέρες το Υπουργείο Συνεργασίας, δείχνοντάς του ουσιαστικά την έξοδο. Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων του Καμπ Ντέιβιντ, τον Ιούλιο του 2000, μεταφράζεται όμως και σε αποτυχία του Μπαράκ, ο οποίος ηττάται στις εκλογές του 2001 από τον Αριέλ Σαρόν. Οι Εργατικοί θυμούνται τότε εκ νέου τον Πέρες, ο οποίος προσπαθεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του κόμματος σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Και αναλαμβάνει ξανά το Υπουργείο Εξωτερικών, υποσχόμενος να αποτρέψει την οριστική κατάρρευση του Οσλο.
Το παλαιστινιακό κράτος είναι απαραίτητο για το Ισραήλ, διακηρύσσει. Αλλά η επιρροή του στον Σαρόν είναι περιορισμένη. Κατηγορείται λοιπόν ότι δεν κάνει τίποτα άλλο από το να «πουλάει» στο εξωτερικό την πολιτική ισχύος του νέου πρωθυπουργού. Μετά την ήττα των Εργατικών στις εκλογές του 2003, ξεκινά και πάλι διαπραγματεύσεις στο όνομα ενός διαλυμένου κόμματος, το οποίο θα δει τον Σαρόν να εκπληρώνει μέρος του δικού του προγράμματος διατάζοντας την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Λωρίδα της Γάζας.
Τον Νοέμβριο του 2005, ο Πέρες αποχωρεί από τους Εργατικούς και προσχωρεί στο Καντίμα, το κεντρώο κόμμα που ίδρυσε ο Αριέλ Σαρόν. Είναι ένα φιλόδοξο στοίχημα, το οποίο θα του επιτρέψει να γίνει το 2007 πρόεδρος της χώρας, σε ηλικία 84 ετών. Τον Ιούλιο του 2014, ύστερα από επτά χρόνια στην προεδρία, ο Πέρες θα αποχωρήσει από την επίσημη κατοικία του στην Ιερουσαλήμ και θα επιστρέψει στο διαμέρισμά του στο Τελ Αβίβ. Ο διάδοχός του, ο Ρεούβεν Ρίβλιν, είναι αντίθετος στην ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους. Και αυτό αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη ήττα για τον Πέρες.
Με πληροφορίες από Le Monde, ΑΠΕ – ΜΠΕ