Η εκλογή του Donald J. Trump στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ έχει προκαλέσει θύελλα συζητήσεων, τόσο για τα αίτιά της όσο και για τις πιθανές συνέπειές της στις ΗΠΑ και τον κόσμο. Ήδη ο νέος πρόεδρος βάζει σε εφαρμογή κάποιες από τις εξαγγελίες του, καταγράφοντας και τις πρώτες του ήττες (δικαστική ακύρωση απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπών από 9 χώρες, παραίτηση συμβούλου Εθν. Ασφαλείας Μ. Φλυν). Παρ’ ότι η εικόνα του Trump δεν προδιαθέτει για σοβαρή ανάλυση των πολιτικών του θέσεων, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ουδείς πολιτικός εκλέγεται, αν δεν μπορέσει να αφουγκραστεί πολιτικά ρεύματα υπαρκτά στην κοινωνία και να γίνει ο εκφραστής τους. Αυτό ισχύει και για τον Trump, που μπόρεσε να γίνει εκφραστής της αγωνίας της “βαθιάς” αμερικανικής κοινωνίας για τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης σε επίπεδο οικονομικό (απώλεια θέσεων εργασίας) και πολιτισμικό (μετανάστευση). Αντίστοιχα “βαθιές” αντιλήψεις φαίνεται ότι θα καθορίσουν τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του: στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να τις σκιαγραφήσουμε.
Ως προς το ιδεολογικό της υπόβαθρο, η εξωτερική πολιτική του νέου προέδρου των ΗΠΑ φαίνεται να εντάσσεται στην παράδοση του απομονωτισμού, όπως διατυπώθηκε και στο προεκλογικό σύνθημα “America First”. Ο απομονωτισμός δεν είναι κάτι καινούριο για τις ΗΠΑ: υπήρξε ανέκαθεν ρεύμα ισχυρό, και μάλιστα κυρίαρχο ως τις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε για πρώτη φορά οι ΗΠΑ ανέλαβαν κομβικό ρόλο διεθνώς με την είσοδό τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σαφή στοιχεία απομονωτισμού διακρίνονταν και στην απροθυμία εμπλοκής των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το 1941. Άλλωστε και το πολιτικό πρόγραμμα του G.W. Bush το 2000 περιείχε σαφή στοιχεία απομονωτισμού, πριν η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 αλλάξει δραματικά τις προτεραιότητες της υπερδύναμης.
Ο αμερικανικός απομονωτισμός έχει τις ρίζες του σε μια αντίληψη περί αμερικανικής “μοναδικότητας”, που διαφοροποιεί τις ΗΠΑ από τον υπόλοιπο κόσμο. Ίχνη αυτής της αντίληψης για τον κόσμο, που σαφώς έχει και θρησκευτικές ρίζες, εντοπίζονται ήδη στην πολιτική σκέψη του Τζωρτζ Ουάσιγκτον και υπήρξαν ο βασικός άξονας της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ καθ΄όλο τον 19ο αιώνα. Στη συντηρητική εκδοχή της, αυτή η αντίληψη περί μοναδικότητας οδηγεί στην απόρριψη ενός υπέρμετρου διεθνούς ρόλου των ΗΠΑ και στον περιορισμό της εξωτερικής πολιτικής στην υποστήριξη των στενών συμφερόντων τους. Ιστορικός εκφραστής της αντίληψης αυτής υπήρξε ιδίως ο πρόεδρος Andrew Jackson (1829-1837), ο οποίος παρουσιάζει ορισμένες ενδιαφέρουσες πολιτικές ομοιότητες με τον Τραμπ.
Ως βασικό γνώρισμα της νέας εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ επί προεδρίας Trump διαφαίνεται λοιπόν ο περιορισμός της ανάμειξης σε περιφερειακά ζητήματα όπου οι ΗΠΑ είχαν ως σήμερα ενεργό ανάμειξη αλλά που κρίνονται πλέον ως “ήσσονος σημασίας”, και η επικέντρωση σε ζητήματα κεντρικής σημασίας για τις ίδιες τις ΗΠΑ. Τα ζητήματα αυτά είναι ουσιαστικά δύο: η απειλή του ισλαμικού φονταμενταλισμού και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με την Κίνα.
Στο ζήτημα της αντιμετώπισης του ισλαμικού φονταμενταλισμού θα πρέπει να αναμένεται μεγαλύτερη έμφαση από πλευράς ΗΠΑ στην καταπολέμηση του ISIS. Ο Trump παρέλαβε από την απερχόμενη διοίκηση Ομπάμα ένα αναλυτικό σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση του ISIS στη Συρία και το Ιράκ, αλλά έδωσε εντολή στο Πεντάγωνο να ετοιμάσει “εντός 30 ημερών” ένα νέο, συνολικό σχέδιο. Θα έχουν ενδιαφέρον οι επιλογές του στη διαχείριση συμμάχων των ΗΠΑ κατά του ISIS που είναι μεταξύ τους αντίπαλοι (Τουρκία και Κούρδοι), όπως και η στάση του απέναντι σε μουσουλμανικά κράτη που υπέθαλψαν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, αλλά ως σήμερα αντιμετωπίζονται από τις ΗΠΑ ως σύμμαχοι (Σ. Αραβία, Τουρκία). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα έχει το επίπεδο συνεργασίας των ΗΠΑ με τη Ρωσία στο πεδίο της Συρίας: ο Trump έχει εκφράσει συχνά, πριν αλλά και μετά την εκλογή του, τη γνώμη ότι η Ρωσία είναι δυνητικός σύμμαχος των ΗΠΑ στη μάχη κατά του ισλαμικού φονταμενταλισμού και την πρόθεση να συνεργαστεί στενότερα μαζί της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η διάθεση του νέου προέδρου των ΗΠΑ για συνεργασία με τη Ρωσία δεν περιορίζεται στη Συρία, αλλά φαίνεται να αφορά το σύνολο των διακρατικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ενδεχόμενης άρσης ή ελάφρυνσης των οικονομικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Ρωσία από την κυβέρνηση Ομπάμα λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014. Την Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου, ο νέος υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ J. Mattis εμφανίστηκε επιφυλακτικός έναντι της Ρωσίας, αλλά την ίδια μέρα ο αρχηγός του επιτελείου (Joint Chiefs of Staff) στρατηγός J. Dunford, συναντήθηκε με τον Ρώσο ομόλογό του στρατηγό V. Gerasimov, στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν: ήταν η πρώτη συνάντηση σε επίπεδο αρχηγών επιτελείων μετά το 2014. Παρ’ ότι υπάρχουν διαφωνίες, άλυτα ζητήματα και -κυρίως- διερεύνηση προθέσεων εκατέρωθεν, είναι σαφής η τάση αποκατάστασης των σχέσεων.
Η διάθεση συνεννόησης με τη Ρωσία που επιδεικνύει ο Trump συνδέεται από αρκετούς σχολιαστές με το ζήτημα της ανάμειξης των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, που (όπως έδειξε και η παραίτηση του Μ. Φλυν) ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις για τον Trump. Επιπλέον είναι τόσο ξένη προς τα αντιρωσικά “αντανακλαστικά” του αμερικανικού κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής, ώστε ήδη της ασκείται οξεία κριτική. Ωστόσο, η γραμμή του νέου προέδρου δεν στερείται λογικής: μια προσέγγιση ΗΠΑ και Ρωσίας θα ήταν εξηγήσιμη με όρους γεωπολιτικού ρεαλισμού, καθώς τα συμφέροντα των δύο χωρών δεν συγκρούονται πλέον μετωπικά, ενώ υπάρχουν και προοπτικές συνεργασίας εναντίον κοινών αντιπάλων (όπως ο ισλαμικός φονταμενταλισμός). Η αντιπαράθεση με τη Ρωσία και το πορτρέτο του “επιθετικού δικτάτορα” που φιλοτεχνούν για τον Β. Πούτιν τμήματα της αμερικανικής ελίτ και των δυτικών ΜΜΕ ανάγονται σε ψυχροπολεμικά αντανακλαστικά, που λειτουργούν ακόμη λόγω αδράνειας. Στην πραγματικότητα όμως η Ρωσία δεν είναι πλέον η απειλητική υπερδύναμη του Ψυχρού Πολέμου. Οι διεθνείς κινήσεις της που θεωρήθηκαν από δυτικούς σχολιαστές ως “επιθετικές” (Γεωργία, Ουκρανία, Συρία), ήταν (από στρατηγική άποψη) αμυντικές αντιδράσεις της σε δυτικές παρεμβάσεις εντός της παραδοσιακής γεωπολιτικής της σφαίρας. Ο Trump φαίνεται να έχει διαγνώσει ορθά ότι μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας δεν υπάρχει σήμερα θεμελιώδης σύγκρουση συμφερόντων.
Αντιθέτως, θεμελιώδης σύγκρουση συμφερόντων αναδεικνύεται σταδιακά μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Η μεγάλη ασιατική χώρα έχει τις δημογραφικές, οικονομικές, τεχνολογικές και στρατιωτικές δυνατότητες για να αποτελέσει το αντίπαλο δέος της υπερδύναμης, και σε ορισμένους τομείς ήδη την ξεπερνά. Από αυτή την άποψη, η στάση του D. Trump έναντι της Κίνας, αν και ελάχιστα διπλωματική (π.χ. το τηλεφώνημά του στην πρόεδρο της Ταϊβάν παραβίασε την πολιτική της “μίας Κίνας” κατά τρόπο προκλητικό), φαίνεται να έχει εντοπίσει σωστά τον στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ. Με όρους θεωρίας Διεθνών Σχέσεων, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή ένα δίλημμα ασφαλείας σε σχέση με την Κίνα: η άνιση ανάπτυξη μεταξύ των δύο χωρών, δηλαδή η συγκριτικά ισχυρότερη ανάπτυξη της Κίνας, απειλεί μεσοπρόθεσμα την πρωτοκαθεδρία τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η απειλούμενη δύναμη βρίσκεται στον πειρασμό να επιδιώξει τη σύγκρουση άμεσα, όσο ακόμη διατηρεί το πλεονέκτημα. Αυτό το σκεπτικό οδήγησε, κατά τον Θουκυδίδη, τους Σπαρτιάτες στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, προκειμένου να αποτρέψουν την περαιτέρω ενδυνάμωση της Αθήνας.
Η στρατηγική αντιμετώπισης της Κίνας από τις ΗΠΑ σαφώς έχει και στρατιωτικές πτυχές: ήδη καταγράφονται αμερικανικές δηλώσεις υπέρ του ναυτικού αποκλεισμού των τεχνητών κινεζικών νησίδων στη νότια κινεζική θάλασσα, καθώς και κινεζικές δηλώσεις περί υπαρκτού κινδύνου στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Εκτός του στρατιωτικού πεδίου όμως, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός με την Κίνα προϋποθέτει μια προσπάθεια αντιστροφής της τάσης στο οικονομικό και βιομηχανικό πεδίο, δηλαδή ανάκτησης της αμερικανικής παραγωγικής και εξαγωγικής ικανότητας, με ταυτόχρονη μείωση των αμερικανικών εισαγωγών και της δανειακής εξάρτησης από την Κίνα (που κατέχει περίπου 1,3 τρις δολλάρια αμερικανικών ομολόγων). Μια μέθοδος για την επίτευξη του στόχου αυτού θα ήταν η επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα (προεκλογικά ο Trump είχε μιλήσει για επιβολή φόρου 45% σε εισαγωγές από την Κίνα), αλλά οι συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας θα ήταν σοβαρές.
Σε κάθε περίπτωση, ο αναπροσανατολισμός των αμερικανικών στρατηγικών προτεραιοτήτων φαίνεται ρεαλιστικός, ανεξαρτήτως του τρόπου που τον εκφράζει ο συγκεκριμένος πρόεδρος. Οι προβληματισμοί που μπορούν να διατυπωθούν είναι δύο.
Ο πρώτος προβληματισμός αφορά την πιθανότητα σοβαρής στρατιωτικής κλιμάκωσης με την Κίνα, η οποία τυγχάνει και πυρηνική δύναμη και μάλιστα πρόσφατα μετακίνησε διηπειρωτικούς πυραύλους σε σημεία πλησιέστερα προς τις ΗΠΑ. Ο χαρακτήρας και η συγκρότηση του νέου προέδρου των ΗΠΑ αποτελούν λόγους ανησυχίας για τον τρόπο που θα χειριζόταν μια πυρηνική κρίση, ενώ και οι απόψεις στενών συμβούλων του όπως ο Steve Bannon σχετικά με την πιθανότητα πολέμου των ΗΠΑ με την Κίνα μέσα στη επόμενη δεκαετία εντείνουν την ανησυχία αυτή.
Ο δεύτερος προβληματισμός αφορά τα μέσα που επιλέγει ο Trump για την άσκηση αυτής της πολιτικής, δηλαδή τη στρατηγική αναδίπλωση και τον οικονομικό προστατευτισμό: ανέκαθεν η ελευθερία του εμπορίου ήταν η επιλογή της κυρίαρχης, θαλασσοκράτειρας δύναμης (παλιότερα της Μ. Βρετανίας, και μετά το 1945 των ΗΠΑ) ενώ ο προστατευτισμός ήταν “αμυντική” επιλογή για υποδεέστερες δυνάμεις. Μένει να αποδειχθεί κατά πόσον θα γίνει για τις ΗΠΑ ένας τρόπος ανόρθωσης της οικονομικής τους ισχύος, ή θα οδηγήσει στην ταχύτερη συρρίκνωσή της.
Ο τρόπος που θα επηρεάσει η προεδρία Donald J. Trump τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί άμεσα. Πάντως η πρόσφατη παραίτηση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Μ. Φλυν που διατηρούσε σχέσεις με το τουρκικό λόμπυ στις ΗΠΑ, αποδεικνύει ότι κάθε πρόβλεψη με γνώμονα τα πρόσωπα είναι επιφανειακή. Αντιθέτως, βασικός γνώμονας είναι τα κεντρικά συμφέροντα των ΗΠΑ όπως γίνονται αντιληπτά από τον εκάστοτε πρόεδρο. Από αυτήν την άποψη, η έμφαση που αποδίδει ο D. Trump στην προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων των ΗΠΑ παρέχει σημαντικές ευκαιρίες σύμπλευσης της ελληνικής με την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ενδεικτικά έχει προφανή σημασία η σχέση του νέου υπουργού Εξωτερικών Rex Tillerson με την Exxon Mobil, η οποία έχει αναλάβει, σε συνεργασία με την Qatar Petroleum, το τεμάχιο «10» της κυπριακής ΑΟΖ. Είναι επίσης σαφές ότι η προσέγγιση ΗΠΑ και Ρωσίας κατά κανόνα ελαττώνει τη στρατηγική αξία της Τουρκίας, ενώ και η έμφαση που αποδίδει ο D. Trump στην καταπολέμηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού θα μπορούσε να επηρεάσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας.
Συμπερασματικά, οι διαφαινόμενες νέες κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ υπό τον Donald J. Trump κρίνονται ως γεωπολιτικά ρεαλιστικές, ανεξαρτήτως της συνολικής παρουσίας του ιδίου. Η απεμπλοκή από δευτερεύοντα «μέτωπα» και η έμφαση στην αντιμετώπιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της Κίνας είναι κινήσεις ορθολογικές – απομένει όμως, ιδίως στην περίπτωση της Κίνας, να αξιολογηθούν οι αντιδράσεις της άλλης πλευράς. Για την Ελλάδα δε, το πλαίσιο που διαμορφώνεται στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό τον D. Trump παρέχει σημαντικές ευκαιρίες για την προώθηση των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.