Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου 2017 στη Γερμανία ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενο. Η επικράτηση του χριστιανοδημοκρατικού συνασπισμού της Angela Merkel (CDU/CSU), η ήττα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD), η επανάκαμψη των Φιλελευθέρων (FDP) και το σχετικά υψηλό ποσοστό της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” (AfD) ήταν εξελίξεις που είχαν προβλεφθεί δημοσκοπικά. Ποσοτικά υπήρξαν διακυμάνσεις, όπως η μικρότερη του αναμενομένου νίκη της Μέρκελ και το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του SPD, αλλά οι γενικές τάσεις ήταν σαφείς και εξηγήσιμες με βάση τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία και την Ευρώπη την τελευταία διετία.
Η βασική πολιτική εξέλιξη που καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία ήταν η εισροή άνω του 1.000.000 προσφύγων και μεταναστών στη Γερμανία την τελευταία διετία, η οποία οδήγησε μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων να αντιδράσουν ψηφίζοντας το AfD. Υπενθυμίζεται ότι η πλημμυρίδα προσφύγων και μεταναστών ξεκίνησε με το άνοιγμα των ελληνικών συνόρων το Μάρτιο του 2015 και την πολιτική ημιεπίσημης ανοχής στη διέλευσή τους μέσω Ελλάδας προς Ευρώπη (“λιάζονται και εξαφανίζονται”), συνεχίστηκε με την “πρόσκληση” της Μέρκελ το Σεπτέμβριο του 2015 (“wir schaffen das”) και ουσιαστικά σταμάτησε με το κλείσιμο των βαλκανικών συνόρων το Φεβρουάριο του 2016 και τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το Μάρτιο του 2016 για επαναπροώθηση των μεταναστών.
H Γερμανία (σε αντίθεση με άλλες χώρες, πχ. Ουγγαρία) κατέβαλε σοβαρή προσπάθεια να απορροφήσει τους πρόσφυγες/μετανάστες με στοχευμένη εγκατάσταση και παροχή στέγης, περίθαλψης και εκπαίδευσης. Σε αυτό συνέβαλε το αρχικό διεθνές κύμα αλληλεγγύης, που εστίαζε στη συριακή κρίση και τις εικόνες προσφύγων, γυναικόπαιδων κλπ., αποσιωπώντας το φαινόμενο των οικονομικών μεταναστών. Όμως η εμφάνιση φαινομένων τύπου “αστυνομίας της Σαρία” και γεγονότα όπως η γενικευμένη σεξουαλική παρενόχληση γυναικών από μουσουλμάνους μετανάστες την Πρωτοχρονιά του 2016 στην Κολωνία, εξάντλησαν την ανοχή της γερμανικής κοινωνίας. Η Μέρκελ αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμνα και να παραδεχθεί ότι έσφαλε, για να περιορίσει το πολιτικό κόστος. Το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει ότι το πέτυχε μόνο εν μέρει.
Επομένως από το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών προκύπτει μια σαφής απάντηση στο (πολιτικά φορτισμένο) ερώτημα των αιτίων της πανευρωπαϊκής ανόδου της ακροδεξιάς. Κατά μια ορισμένη “διεθνιστική”, “φιλομεταναστευτική” ή “αλληλέγγυα” ερμηνεία (που κυριαρχεί και στην ελληνική κυβέρνηση), για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη δεν ευθύνεται η μετανάστευση, αλλά η οικονομική κρίση, η λιτότητα και “οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές” (τέτοιες ερμηνείες δίνονταν και στην ΕΡΤ το βράδυ των γερμανικών εκλογών). Μια τέτοια ερμηνεία θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί για χώρες σε οικονομική κρίση όπως η Ελλάδα, ή χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο όπως τα κράτη της πρώην Αν. Ευρώπης. Αλλά η Γερμανία του 2017 ευημερεί τουλάχιστον όσο ευημερούσε και το 2013, οπότε η ερμηνεία της ανόδου της ακροδεξιάς δεν μπορεί να είναι οικονομική. Η μόνη παράμετρος που άλλαξε μεταξύ 2013 και 2017, και επομένως η μόνη δυνατή ερμηνεία της ανόδου του AfD, είναι η εισροή του μεταναστευτικού κύματος.
Η ίδια παράμετρος άλλωστε καθόρισε το διακύβευμα των εκλογικών αναμετρήσεων της τελευταίας διετίας σε όλη την Ευρώπη: στην Ολλανδία (Βίλντερς), τη Γαλλία (Λε Πεν) και την Αυστρία (Χόφερ) οι ακροδεξιοί υποψήφιοι έφτασαν να διεκδικούν με αξιώσεις (περισσότερες ή λιγότερες) την εξουσία, ενώ στη Μ. Βρετανία ο περιορισμός της εισροής μεταναστών υπήρξε “σημαία” του στρατοπέδου του Brexit. Και είναι αξιοσημείωτο ότι στη Γαλλία και την Αυστρία οι υποψήφιοι των παραδοσιακών κομμάτων έμειναν εκτός τελικού γύρου των προεδρικών εκλογών, ο οποίος διεξήχθη μεταξύ “εναλλακτικών” υποψηφίων με αντίθετες απόψεις στο μεταναστευτικό.
Επομένως το αποτέλεσμα (και) των γερμανικών εκλογών δείχνει τον “ελέφαντα στο δωμάτιο”, τον οποίο σε μεγάλο βαθμό αποσιωπούν οι βασικοί παράγοντες του δημοσίου διαλόγου χάριν της “πολιτικής ορθότητας”: το μεταναστευτικό πρόβλημα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν ίσως να ωφεληθούν αντικειμενικά από μια λελογισμένη εισροή και αφομοίωση μεταναστών. Αλλά έχουν και κάθε δικαίωμα να την αποφασίσουν οι ίδιες καθορίζοντας και τους όρους της, χωρίς η απαίτησή τους αυτή να απαξιώνεται ως ρατσιστική, φασιστική ή έστω “ντεμοντέ”. Ειδικά η εισροή μουσουλμάνων μεταναστών με αμφίβολες δυνατότητες ενσωμάτωσης θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική και πολιτισμική συνοχή της Ευρώπης – και αυτό οι ευρωπαϊκές κοινωνίες το αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς, μάλλον καλύτερα από τις σημερινές ηγεσίες τους. Οι δε πολιτικές ηγεσίες εκλέγονται για να υπηρετούν το εθνικό συμφέρον και όχι νεφελώδη πολυπολιτισμικά ιδεολογήματα – σε αντίθετη περίπτωση οι κοινωνίες βρίσκουν άλλους πολιτικούς τρόπους για να εκφραστούν. Το καμπανάκι χτύπησε και στη Γερμανία, για πολλοστή φορά.