Ηλεκτρονικά Αντίμετρα (ECM) και Αντι-αντίμετρα (ECCM) στον Eπιχειρησιακό Xώρο του Αιγαίου

31
5911

Από την εποχή των παρεμβολέων ULQ-6 των αντιτορπιλικών Gearing FRAM I/II και του νεοτερισμού που επέφερε η εισαγωγή των συστημάτων DIAS στα Α-7/F-4 της Πολεμικής Αεροπορίας, έχουν αλλάξει πολλά. Οι ένοπλες δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας έχουν πλέον εξοπλιστεί με σύγχρονα συστήματα ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM – Electronic Countermeasures ή ΕΑ – Electronic Attack σύμφωνα με τη πρόσφατη ορολογία), τη χρήση των οποίων έχουν ενσωματώσει πλήρως στο επιχειρησιακό τους δόγμα.

Αντίστοιχα και οι δύο χώρες, μέσα από νέες προμήθειες ή εκσυγχρονισμούς, έχουν αναβαθμίσει σημαντικά το σύστημα αεροπορικού ελέγχου και αεράμυνας που διαθέτουν. Ως αποτέλεσμα, τα συστήματα ραντάρ που χρησιμοποιούν παρουσιάζουν εξελιγμένες δυνατότητες αντι-αντιμέτρων (ECCM – Electronic Counter-Countermeasures ή EP – Electronic Protection) ενσωματώνοντας σε αρκετές περιπτώσεις τεχνολογία αιχμής.

Ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας, θα είναι η πρώτη στην οποία θα αναμετρηθούν σε τέτοια έκταση και ένταση σύγχρονες τεχνολογίες και τακτικές ECM και ECCM και μάλιστα από νατοϊκού επιπέδου εκπαίδευσης χειριστές.

Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε το επιχειρησιακό μέρος των ECM/ECCM, εστιάζοντας στο μικροκυματικό τμήμα του Η/Μ φάσματος και περιοριζόμενοι, στο κομμάτι των ECM, στα ενεργά αντίμετρα (jamming). Συνεπώς, παρόλο που η ορολογία ECM/ECCM καλύπτει ένα ευρύ πεδίο, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά με βάση το παραπάνω σκεπτικό.

Θα ξεκινήσουμε με μια παρουσίαση των βασικών αρχών και τεχνικών ECM και ECCM, σε μια προσπάθεια, μεταξύ άλλων, να διαλύσουμε και τη σχετική “μυθοπλασία” που περιβάλλει τα εν λόγω συστήματα και αποστολές. Σκόπιμα δεν θα επεκταθούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες αλλά θα εστιάσουμε στον τρόπο χρήσης και στα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε τεχνικής.

Στη συνέχεια του άρθρου θα επικεντρωθούμε στους παράγοντες που θα καθορίσουν την έκβαση μιας ενδεχόμενης αναμέτρησης σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους, τις συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες του επιχειρησιακού περιβάλλοντος του Αιγαίου.

Κλείνοντας, θα αναφερθούμε στις δρομολογημένες εξελίξεις από τις δύο χώρες και πως αυτές θα επηρεάσουν τον χώρο μεσοπρόθεσμα.

1. Επιχειρησιακοί Τρόποι Χρήσης ECM

α. Self Protection Jamming (SPJ). Αποτελεί τον πιο συχνό τρόπο χρήσης. Το σύστημα ECM είναι εγκατεστημένο ή τοποθετημένο στην προς προστασία πλατφόρμα (αεροσκάφος, πλοίο, επίγεια εγκατάσταση) και έχει ως αποστολή την αυτοπροστασία της. Παράδειγμα τέτοιας χρήσης είναι η ενεργοποίηση του παρεμβολέα του συστήματος αυτοπροστασίας ενός αεροσκάφους (π.χ. ASPIS) προκειμένου να διακοπεί η ιχνηλάτιση / εγκλωβισμός του από ένα εχθρικό ραντάρ.

β. Stand-Off Jamming (SOJ). Στην περίπτωση αυτή το σύστημα ECM είναι εγκατεστημένο ή προσαρμοσμένο σε πλατφόρμα (συνήθως αεροσκάφος) η οποία βρίσκεται μακριά από την περιοχή ενδιαφέροντος και παρεμβάλλει τα ραντάρ-στόχους από απόσταση. Για παράδειγμα, ένα αεροσκάφος τύπου EA-18G Growler, πετώντας εκτός ακτίνας δράσης της εχθρικής αντιαεροπορικής άμυνας, παρεμβάλλει ηλεκτρονικά τα επίγεια ραντάρ επιτήρησης και αεράμυνας, επιτρέποντας τη διείσδυση ενός πακέτου αεροσκαφών κρούσης.

γ.  Stand-In Jamming (SIJ). Στην περίπτωση αυτή το σύστημα ECM είναι εγκατεστημένο σε μη επανδρωμένο εναέριο όχημα (UAV), το οποίο πετάει κοντά στο ραντάρ-στόχο καλύπτοντας φίλιες δυνάμεις που βρίσκονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις.

δ. Escort Jamming (EJ). Όπως και στο SOJ, το σύστημα ECM είναι εγκατεστημένο ή προσαρμοσμένο σε πλατφόρμα η οποία όμως στη περίπτωση αυτή συνοδεύει τις υπό προστασία δυνάμεις, πετώντας (εφόσον είναι αεροσκάφος) συνήθως ψηλότερα και πίσω από αυτές.

Στην περίπτωση αυτή το σύστημα ECM είναι εγκατεστημένο ή προσαρμοσμένο σε πλατφόρμα (συνήθως αεροσκάφος) η οποία βρίσκεται μακριά από την περιοχή ενδιαφέροντος και παρεμβάλλει τα ραντάρ-στόχους από απόσταση
Δημιουργία διαδρόμου σε δίκτυο επίγειας αεράμυνας μέσω παρεμβολών θορύβου εξ αποστάσεως (SOJ).

Είναι σκόπιμο να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι ενώ ο παραπάνω διαχωρισμός θεωρητικά αφορά τρόπους χρήσης και όχι εξοπλισμό, πρακτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός παρεμβολέα, με κυριότερο την ισχύ, όσο και το είδος της πλατφόρμας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το είδος της χρήσης. Για παράδειγμα, ενώ ένα επίγειο σύστημα ECM όπως το Koral της Aselsan έχει την απαιτούμενη ισχύ για χρήση SOJ, η περιορισμένη γραμμή θέας λόγω της επίγειας τοποθέτησής του, περιορίζει τις δυνατότητες χρήσης του (στο σύστημα Koral και στους ενδεχόμενους τρόπους χρήσης του θα αναφερθούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια σε επόμενη ενότητα).

Επίσης, η ισχύς των παρεμβολέων που περιλαμβάνονται σε συστήματα αυτοπροστασίας αεροσκαφών όπως το ASPIS και το AN/ALQ-178 σπανίως επαρκούν για ανάληψη αποστολών SOJ και συνηθέστερα περιορίζονται σε χρήση SPJ. Γενικά, οι αποστολές SOJ συνήθως απαιτούν παραπάνω από έναν παρεμβολέα επαρκούς ισχύος, προκειμένου να μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά όλα τα ραντάρ που εκπέμπουν στην περιοχή ενδιαφέροντος.

Η εκτέλεση αποστολών SOJ παρέχει αρκετά πλεονεκτήματα στον επιτιθέμενο, με σημαντικότερα τα ακόλουθα:

  • Το προφίλ και το ύψος πτήσης του αεροσκάφους που εκτελεί το SOJ μπορεί να επιλεγεί με κριτήριο τη μέγιστη αποτελεσματικότητα της αποστολής παρεμβολής και όχι την απαίτηση να ακολουθηθεί το προφίλ πτήσης και η πορεία των αεροσκαφών που εκτελούν τη διείσδυση.
  • Ο αμυνόμενος αναλύοντας το σήμα της παρεμβολής μπορεί να λάβει στοιχεία για τη θέση του αεροσκάφους SOJ (πληροφορία όμως χαμηλής επιχειρησιακής προτεραιότητα αφού συνήθως αυτό βρίσκεται έξω από την εμβέλεια της τοπικής αεράμυνας) αλλά δεν μπορεί να εξάγει στοιχεία για τη θέση και τη διεύθυνση του πακέτου αεροσκαφών κρούσης.

2. Jamming-To-Signal (J/S) και Burn-through range

Για να είναι αποτελεσματική μια προσπάθεια παρεμβολής, ο λόγος Jamming-To-Signal (J/S), μετρήσιμος στην έξοδο του δέκτη του ραντάρ, θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος τουλάχιστον της μονάδας. Ο λόγος αυξάνεται αναλογικά με την ισχύ του παρεμβολέα, την απολαβή της κεραίας του και με το τετράγωνο της απόστασης ραντάρ – παρεμβολέα (περίπτωση SPJ). Αντίστοιχα, μειώνεται αναλογικά με την ισχύ του ραντάρ, την απολαβή της κεραίας του καθώς και με το RCS του στόχου. Το τετράγωνο στην απόσταση, εκφράζει την ανάγκη του σήματος του ραντάρ να κάνει τη διαδρομή ραντάρ – στόχος – ραντάρ, την ίδια στιγμή που το σήμα παρεμβολής χρειάζεται να διανύσει το μισό της παραπάνω διαδρομής (στόχος / παρεμβολέας – ραντάρ).

Κατά συνέπεια, είναι δυνατό ένας παρεμβολέας να πετύχει λόγο J/S ικανό για πετυχημένη παρεμβολή σε κάποια απόσταση. Όσο όμως προσεγγίζει στο συνήθως μεγαλύτερης ισχύος ραντάρ, η παρεμβολή θα γίνεται ολοένα και περισσότερο αναποτελεσματική. Η απόσταση που το ραντάρ θα αρχίσει πλέον να “βλέπει” τον στόχο παρά την παρουσία του σήματος παρεμβολής, καλείται burn-through range.

Γίνεται αντιληπτό επίσης ότι η προστασία ενός στόχου χαμηλού RCS (π.χ. F-35) μέσω ηλεκτρονικής παρεμβολής, είναι ευκολότερη από ότι ενός στόχου με μεγαλύτερο RCS (π.χ. F-16), μια παράμετρος που πολλές φορές μας διαφεύγει στην ανάλυση του κινδύνου που αντιπροσωπεύει η προμήθεια του F-35 από την ΤΗΚ.

Θα πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι σε αντίθεση με τη κοινή πεποίθηση, ο απαιτούμενος λόγος J/S που καθιστά μια παρεμβολή αποτελεσματική δεν είναι σταθερός. Εξαρτάται τόσο από τον τύπο του ραντάρ όσο και από την εφαρμοζόμενη τεχνική ECM. Για παράδειγμα, η παρεμβολή με τεχνική εξαπάτησης τύπου cross-polarisation ενός μονοπαλμικού ραντάρ απαιτεί J/S μεταξύ 25 με 30 dB. Η επίδοση εμβέλειας λοιπόν ενός συστήματος ECM που κάποιες φορές ανακοινώνουν οι κατασκευάστριες εταιρείες είναι άνευ πρακτικής αξίας αν δεν συνοδεύεται από στοιχεία για την τεχνική ECM, το ραντάρ στόχο, τη διαμόρφωση λειτουργίας του, τις δυνατότητες ECCM και επίσης το RCS του υπό προστασία αεροσκάφους.

3. Τεχνικές ECM Θορύβου (Noise jamming)

Οι τεχνικές ECM διαχωρίζονται γενικά σε παρεμβολές θορύβου (noise jamming) και εξαπάτησης (deception jamming).

Η παρεμβολή θορύβου είναι πρακτικά μια προσπάθεια “αύξησης” του θερμικού θορύβου (thermal noise) που υπάρχει σε κάθε δέκτη ραντάρ. Αν αυτή γίνει σε τέτοιο βαθμό που να καλύπτει τις επιστροφές σήματος από ανακλάσεις σε στόχους, ουσιαστικά καθιστά αδύνατη την εξαγωγή των στοιχείων θέσης αυτών. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των παρεμβολών θορύβου είναι επιγραμματικά οι ακόλουθες:

  • H ισχύς του σήματος παρεμβολής και πιο συγκεκριμένα ο λόγος jamming-to-signal (J/S) ο οποίος και θα πρέπει να είναι τουλάχιστον μεγαλύτερος της μονάδας.
  • Η πυκνότητα ισχύος (power density). Όταν το παρεμβαλλόμενο εύρος ζώνης είναι μεγάλο, η ισχύς της παρεμβολής διαμοιράζεται σε αυτό και η πυκνότητα ισχύος μειώνεται. Αντίστοιχα μειώνεται και η αποτελεσματικότητα της παρεμβολής.
  • Η ποιότητα του σήματος παρεμβολής (quality of noise jamming). Το σήμα της εκπεμπόμενης παρεμβολής θορύβου θα πρέπει να προσομοιάζει τον θερμικό θόρυβο που παράγεται από τον δέκτη του ραντάρ στόχου προκειμένου να μην μπορεί να γίνει διαχωρισμός του από τον χειριστή ή αυτοματοποιημένα.
  • Η πόλωση του σήματος παρεμβολής (polarization of noise jamming). Για την μέγιστη αποτελεσματικότητα, η πόλωση του σήματος της εκπεμπόμενης παρεμβολής θορύβου θα πρέπει να συμπίπτει με την πόλωση της κεραίας του ραντάρ στόχου.

Οι πιο συνηθισμένες τεχνικές παρεμβολής θορύβου είναι οι ακόλουθες:

  • Barrage noise: Ο παρεμβολέας εκπέμπει θόρυβο συγχρόνως σε ένα ευρύ φάσμα συχνοτήτων.
  • Spot noise: Ο παρεμβολέας εκπέμπει θόρυβο σε μια συχνότητα ή σε μια πολύ στενή περιοχή συχνοτήτων.
  • Swept-spot noise: Πρόκειται για παρεμβολή spot noise με τη διαφορά ότι η συχνότητα εκπομπής της παρεμβολής δεν μένει σταθερή ως προς τον χρόνο. Μετακινείται συνεχώς, με ρυθμιζόμενη ταχύτητα σάρωσης, σε ένα δεδομένο εύρος συχνοτήτων.
  • Cover pulse noise: Μια παραλλαγή του swept-spot noise όπου το σύστημα ECM, αφού υπολογίσει τη συχνότητα επανάληψης παλμών (Pulse Repetition Frequency – PRF) του ραντάρ στόχου, προβλέπει πότε θα υπάρξει εκπομπή του επόμενου παλμού και παρεμβάλει τότε.
  • Modulated noise: Ο παρεμβολέας εκπέμπει θόρυβο που έχει διαμορφωθεί κατά πλάτος ή συχνότητα.

Η τεχνική barrage noise έχει το πλεονέκτημα ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε επακριβώς τη συχνότητα λειτουργίας του ραντάρ στόχου. Επίσης παρέχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης παρεμβολής όσων ραντάρ λειτουργούν μέσα στο εύρος ζώνης εκπομπής του barrage. Ο διαμοιρασμός όμως της ισχύος σε ένα ευρύ φάσμα μειώνει δραστικά την πυκνότητα ισχύος και συνεπώς την αποτελεσματικότητα της παρεμβολής. Εφόσον γνωρίζουμε το εύρος συχνοτήτων λειτουργίας του ραντάρ στόχου, μπορούμε να περιορίσουμε το barrage noise σε αυτή τη περιοχή. Η τεχνική παρεμβολής σε αυτή τη περίπτωση καλείται base noise.

Στην τεχνική του spot noise η πυκνότητα ισχύος είναι η υψηλότερη δυνατή αφού γίνεται παρεμβολή σε μία μόνο συχνότητα (πρακτικά σε ένα πολύ στενό πεδίο). Η τεχνική όμως, πέραν του ότι απαιτεί τη γνώση επακριβώς της συχνότητας λειτουργίας του ραντάρ, μπορεί να παρεμβάλει ένα μόνο στόχο. Επιπλέον αναποτελεσματική ενάντια σε ραντάρ που μεταβάλλουν τη συχνότητα λειτουργίας τους (frequency agile). Τα σύγχρονα συστήματα ECM έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις αλλαγές της συχνότητας λειτουργίας του ραντάρ στόχου και να μεταβάλλουν αντίστοιχα τη συχνότητα εκπομπής του spot jamming. Στη περίπτωση αυτή, η ταχύτητα και η τυχαιότητα αλλαγής της συχνότητας από το ραντάρ κρίνει την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.

Όταν απαιτείται να καλύψουμε ένα μεγάλο εύρος ζώνης με τη μέγιστη δυνατή πυκνότητα ισχύος, χρησιμοποιείται η μέθοδος swept-spot noise. Με τη μέθοδο αυτή μπορούμε να παρεμβάλουμε πολλούς στόχους ταυτόχρονα με υψηλή ισχύ, δημιουργώντας πλήθος ψευδοστόχων και κορεσμό. Το μειονέκτημα της μεθόδου είναι ότι η  παρεμβολή δεν είναι συνεχόμενη. Ένα σύγχρονο ραντάρ μπορεί να εκμεταλλευτεί τα κενά διαστήματα για να εξάγει στοιχεία στόχων ακυρώνοντας την προσπάθεια παρεμβολής, εκτός αν η ισχύς της παρεμβολής είναι αρκετή ώστε να δημιουργήσει φαινόμενο ringing στον δέκτη του ραντάρ (μια αποτελεσματική συσκευή ECCM σε αυτή τη περίπτωση είναι ένας δέκτης Dicke-fix). Σε κάθε περίπτωση, αν είναι εφικτή η χρήση δύο παρεμβολέων ταυτόχρονα σε λειτουργία swept-spot noise jamming στην ίδια περιοχή εκπομπής, η συγκεκριμένη τεχνική είναι ιδιαίτερα αποδοτική.

H τεχνική του cover pulse noise απαιτεί συγχρονισμό με την PRF του ραντάρ στόχου (σταθερή ή μεταβαλλόμενη). Συνήθως προηγείται της εφαρμογής παρεμβολών εξαπάτησης τύπου range gate pull-off (RGPO) και velocity gate pull-off (VGPO) τις οποίους και θα εξετάσουμε στην επόμενη ενότητα. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδος και επιτρέπει την ταυτόχρονη παρεμβολή περισσότερων του ενός ραντάρ.

Η μέθοδος modulated noise χρησιμοποιείται πρωτίστως εναντίον ραντάρ σε λειτουργία track-while-scan (TWS).

4. Τεχνικές ECM Εξαπάτησης (Deception jamming)

 Οι τεχνικές παρεμβολής εξαπάτησης (deception jamming) επιδιώκουν τη δημιουργία ψευδοστόχων και την παραπλάνηση το ραντάρ σχετικά με την πραγματική θέση στο χώρο και τη ταχύτητα ενός στόχου. Τεχνικές παρεμβολής εξαπάτησης εφαρμόζουν συχνά τα συστήματα αυτοπροστασίας (SPJ).

Για να είναι επιτυχής μια παρεμβολή εξαπάτησης, θα πρέπει να το σήμα της παρεμβολής να έχει τα χαρακτηριστικά (συχνότητα, PRF,…) του σήματος του ραντάρ στόχου. Για το λόγο αυτό, η επιτυχία των παρεμβολών εξαπάτησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από:

  • την αποτελεσματικότητα της ηλεκτρονικής παρακολούθησης και καταγραφής των ραντάρ του αντιπάλου (Electronic Intelligence – ELINT),
  • τον σωστό προγραμματισμό του παρεμβολέα
  • την ευαισθησία και ακρίβεια του RWR του συστήματος ECM
  • τη χρήση ψηφιακής μνήμης DRFM (Digital Radio Frequency Memory) μεγάλης ταχύτητας για την αποθήκευση των παραμέτρων του σήματος του ραντάρ. H χρήση DRFM εξασφαλίζει άμεση και υψηλής πιστότητας εκπομπή παρεμβολής.

Μερικές από τις κυριότερες, δημοσίως γνωστές, τεχνικές παρεμβολής εξαπάτησης είναι οι ακόλουθες:

  • Multiple false-target generation: Αποσκοπεί στη δημιουργία αριθμού ψευδοστόχων.
  • Velocity gate pull-off (VGPO): Η εξαπάτηση του ραντάρ επιτυγχάνεται με την “ολίσθηση” του επιστρεφόμενου σήματος ως προς τη συχνότητα. Συνήθως απαιτείται J/S > 3 dB ενώ η μετατόπιση του σήματος θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε ρεαλιστικά στοιχεία ταχύτητας και επιτάχυνσης προκειμένου τα ECCM του ραντάρ να μην την απορρίψουν.
  • Range gate pull-off (RGPO): Η εξαπάτηση του ραντάρ επιτυγχάνεται με την “ολίσθηση” του επιστρεφόμενου σήματος ως προς τον χρόνο. Όταν η “ολίσθηση” έχει θετική χρονική καθυστέρηση τότε η τεχνική καλείται Range Gate Pull Out και η απόσταση του στόχου μεγαλώνει. Όταν έχουμε αρνητική χρονική καθυστέρηση η τεχνική καλείται Range Gate Pull In και η απόσταση μικραίνει. Για την εξουδετέρωση της παρεμβολής, το ραντάρ μπορεί να μεταβάλει τη συχνότητα επανάληψης παλμών PRF.
  • Dual mode: Αποτελεί συνδυασμό της τεχνικής gated noise jamming και RGPO.
  • Inverse gain: Εκπομπή διαμορφωμένου κατά πλάτος σήματος παρεμβολής αντίστροφης φάσης.
  • Cross-polarisation: Η τεχνική αφορά παρεμβολή μονοπαλμικών ραντάρ και υλοποιείται με επανεκπομπή του σήματος, εγκάρσια πολωμένο προς το αρχικό. Η τεχνική απαιτεί J/S > 25 dB και έχει ως αποτέλεσμα να αναγκάσει τη κεραία του ραντάρ ιχνηλάτισης να στραφεί μακριά από τον στόχο. Συχνά εφαρμόζεται σε συνδυασμό με RGPO / VGPO οπότε και απαιτείται σήμα παρεμβολής αρκετά μικρότερης ισχύος (J/S > 3 dB). Η αλλαγή της πόλωσης της κεραίας του ραντάρ πρακτικά ακυρώνει την παρεμβολή.
  • Adaptive crosss-polarisation: Ιδιαίτερα εξελιγμένη και αποτελεσματική τακτική παρεμβολής που υλοποιήθηκε πρώτη φορά στο σύστημα αυτοπροστασίας IEWS των F-16C/D Block 60. Eκτιμάται ότι χρησιμοποιείται και από το AN/ALQ-211(V)4 των τουρκικών F-16C/D Block 50+ Adv. Το σήμα του ραντάρ χωρίζεται σε οριζόντια και κάθετα συστατικά και εκπέμπεται το μεν κάθετο συστατικό με μετατόπιση φάσης 180 μοιρών μέσω της οριζόντιας τροφοδοσίας της κεραίας μετάδοσης, το δε οριζόντιο χωρίς μετατόπιση φάσης μέσω της κάθετης τροφοδοσίας.
  • Cross-eye: Η τεχνική αφορά παρεμβολή μονοπαλμικών ραντάρ και απαιτεί την ύπαρξη δύο κεραιών με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φυσικό διαχωρισμό. Το σήμα του ραντάρ λαμβάνεται από τη μια κεραία (συνήθως εγκατεστημένη στο ένα φτερό), ενισχύεται και επανεκπέμπεται από την άλλη κεραία (στο άλλο φτερό του αεροσκάφους). Παράλληλα, το σήμα που λαμβάνεται από την 2η κεραία, αντιστρέφεται, ενισχύεται και επανεκπέμπεται από την 1η κεραία.
  • Illuminated chaff: Γνωστή και ως JAFF (jammer + chaff) ή CHILL (chaff-illuminated), η συγκεκριμένη τεχνική περιλαμβάνει την εκπομπή σήματος (noise ή deceptive) σε σύννεφο αεροφύλλων για τη δημιουργία πολλαπλών ψευδοστόχων.
  • Terrain bounce: Χρησιμοποιείται εναντίον ραντάρ σε λειτουργία look-down, από αεροσκάφη που πετούν χαμηλά. Πραγματοποιείται εκπομπή του σήματος παρεμβολής προς το έδαφος το οποίο και ανακλάται. Το ανακλώμενο σήμα λαμβάνεται από το ραντάρ δημιουργώντας ψευδοστόχο.
H τεχνική παρεμβολής εξαπάτησης Cross-eye αφορά παρεμβολή μονοπαλμικών ραντάρ και απαιτεί την ύπαρξη δύο κεραιών με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φυσικό διαχωρισμό.
H τεχνική παρεμβολής εξαπάτησης Cross-eye αφορά παρεμβολή μονοπαλμικών ραντάρ και απαιτεί την ύπαρξη δύο κεραιών με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο φυσικό διαχωρισμό.

5. Τεχνικές ECCM

Απέναντι στις τεχνικές ECM που αναλύσαμε στις προηγούμενες ενότητες, έχουν αναπτυχθεί περισσότερες από 150 διαφορετικές τεχνικές προστασίας, με τις περισσότερες από αυτές να είναι τρόποι βελτίωσης της απόδοσης του ραντάρ που παράλληλα λειτουργούν και ως αντι-αντίμετρα (ECCM). Θα παρουσιάσουμε κάποιες από αυτές, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα ένα ραντάρ σύγχρονης τεχνολογίας, το RAT-31SL της Selex, σε υπηρεσία σήμερα στις Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Το RAT-31SL είναι ένα 3D S-band ραντάρ μακράς ακτίνας, εφοδιασμένο με κεραία διάταξης φάσης (phased array). Έχει τρεις ξεχωριστές δέσμες, 5 κανάλια και peak power 150kW. Το RAT-31SL θεωρείται ιδιαίτερα ανθεκτικό σε παρεμβολές χάρις μεταξύ άλλων στα ακόλουθα στοιχεία και τεχνικές που ενσωματώνει:

  • Wide band frequency agility: Κάθε δέσμη μπορεί να λειτουργεί σε 84 διαφορετικές συχνότητες.
  • Random frequency agility: Η διαδοχή της συχνότητας λειτουργίας μπορεί να γίνει με ψευδοτυχαίο τρόπο, δυσκολεύοντας την πρόβλεψη από το σύστημα παρεμβολής.
  • Automatic frequency selector (AFS): Η επιλογή της συχνότητας λειτουργίας γίνεται αυτοματοποιημένα, με κριτήριο ποιές συχνότητες δέχονται επίθεση παρεμβολής οι οποίες και αποφεύγονται.
  • Coded waveform: Η κωδικοποίηση της κυματομορφής καθιστά δύσκολη την ανάλυση της από συσκευές ESM / RWR καθώς και την πιστή αναπαραγωγή της από τον παρεμβολέα.
  • Ultra low sidelobes: Σε πολλές τεχνικές ECM η παρεμβολή γίνεται μέσω των πλευρικών λοβών και συνεπώς είναι ιδιαίτερα σημαντική η προσπάθεια εξάλειψής τους. Στο RAT-31SL, ο πρώτος πλευρικός λοβός είναι περισσότερο από -50dB κάτω από τον κύριο λοβό.
  • Side Lobe Blanking (SLB): Η μονάδα SLB, χρησιμοποιώντας μια επιπρόσθετη κεραία, ακυρώνει ένα σήμα το οποίο προέρχεται από έναν πλευρικό λοβό και είναι ισχυρότερο από το σήμα του κύριου λοβού. Λειτουργεί σε συνεργασία με το jamming strobe.
  • Jamming strobe: Επιτρέπει την εύρεση της διεύθυνσης της παρεμβολής καθώς και εκτίμηση της έντασης αυτής.
  • Double frequency conversion: Παρέχει τη δυνατότητα διάκρισης ενός σήματος παρεμβολής μέσω του συγκερασμού του εισερχόμενου σήματος ραντάρ με ένα τοπικά παραγόμενο σήμα (beat signal).
  • PRF stagger: Μεταβολή της PRF με ψευδοτυχαίο τρόπο η οποία μεταξύ άλλων ακυρώνει τη προσπάθεια δημιουργίας ψευδοστόχων σε απόσταση μικρότερη αυτής του παρεμβολέα.

Επιπλέον, το RAT-31SL χρησιμοποιεί:

  • στενές δέσμες πολύ μικρού εύρους (narrow pencil beams) που επιτρέπουν την αποκάλυψη πολύ μικρών στόχων σε περιβάλλον παρεμβολών,
  • συσχέτιση κατά αζιμούθιο (azimuth correlation),
  • χαμηλή ισχύ κορυφής (low peak power – στοιχείο σημαντικό εναντίον πυραύλων αντι-ραντάρ)
  • υψηλό δυναμικό εύρος (high dynamic range – μεταξύ άλλων επιτρέπει την ακύρωση ισχυρών σημάτων παρεμβολής).

6. Κρίσιμοι Παράγοντες

Στην παρούσα ενότητα, θα αναλύσουμε τους παράγοντες που θα καθορίσουν την έκβαση της αναμέτρησης ECM / ECCM, σε ενδεχόμενη σύγκρουση Ελλάδας – Τουρκίας. Οι παράγοντες αυτοί επιγραμματικά είναι οι ακόλουθοι:

  • Τα συστήματα ECM σε υπηρεσία
  • Το δίκτυο ραντάρ και οι ικανότητες ECCM
  • Η γνώση του αντιπάλου
  • Η δυνατότητα εκτέλεσης δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων
  • Η εκπαίδευση
  • Οι τακτικές χρήσης ECM / ECCM

α.  Συστήματα ECM σε υπηρεσία

Έπειτα και από την ολοκλήρωση του προγράμματος CCIP, τα αεροσκάφη τύπου F-16 της THK είναι εξοπλισμένα με τρεις διαφορετικούς τύπους συστημάτων αυτοπροστασίας.

  • Τα F-16C/D Block 30 είναι εφοδιασμένα με το σύστημα αυτοπροστασίας ALQ-178(V)3 Rapport III. Το υποσύστημα παρεμβολών αποτελείται από δύο συστήματα διπλής ζώνης συχνοτήτων και παρέχει κάλυψη στην περιοχή I/J (8-20GHz). Ο παρεμβολέας του AN/ALQ-178(V)3 Rapport III χρησιμοποιεί μονάδες μνήμης ανακύκλωσης συχνότητας για την αποθήκευση και επανάληψη των λαμβανομένων σημάτων ραντάρ.
  • Τα F-16C Block 40/50 (CCIP) και F-16D Block 40 (CCIP) είναι εφοδιασμένα με το σύστημα αυτοπροστασίας AN/ALQ-178(V)5+. Το σύστημα αποτελεί την τελευταία έκδοση της οικογένειας συστημάτων αυτοπροστασίας AN/ALQ-178, χρησιμοποιώντας ψηφιακή μνήμη DRFM (Digital Radio Frequency Memory) στον παρεμβολέα του. Είναι άγνωστο αν τελικά ενεργοποιήθηκε το option για ενσωμάτωση και παρεμβολέα χαμηλών συχνοτήτων.
  • Τα 30 F-16C/D Block 50+ Adv είναι εφοδιασμένα με το σύστημα αυτοπροστασίας AN/ALQ-211(V)4 ή AIDEWS (Advanced Integrated Defensive Electronic Warfare System), με ενσωματωμένο παρεμβολέα χαμηλών συχνοτήτων, πιθανότατα στη περιοχή 0,5-6,5 GHz. Σχεδιασμένο εξ’ αρχής με γνώμονα τη μέγιστη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών όπως οι μονάδες DRFM και τη χρήση εξελιγμένων τεχνικών όπως η adaptive cross polarization, οι δυνατότητες του συστήματος θεωρούνται κορυφαίες για την κατηγορία του.
  • Η ΤΗΚ έχει παραγγείλει, με εκτιμώμενη παράδοση μέσα στο 2017, 19 ατρακτίδια ALQ-211(V)9 τα οποία ουσιαστικά είναι η εξωτερικά μεταφερόμενη έκδοση του συστήματος AIDEWS. Συνήθως, καθώς στα ατρακτίδια ο διαθέσιμος χώρος είναι μεγαλύτερος, η ισχύς τους είναι επίσης αυξημένη. Είναι άγνωστο αν αυτό ισχύει και για το ALQ-211(V)9 σε σχέση με το AIDEWS. Σε κάθε περίπτωση, τα ατρακτίδια εκτιμάται πως θα χρησιμοποιηθούν για τα F-16D Block 50 (CCIP) που δεν φέρουν το εσωτερικά τοποθετημένο σύστημα AN/ALQ-178(V)5+.
  • Για την αυτοπροστασία των F-4E 2020, η ΤΗΚ έχει προμηθευτεί άγνωστο αριθμό ατρακτιδίων ELTA EL/L-8222. Η ΤΗΚ επιβεβαιωμένα διέθετε ατρακτίδια παρεμβολών AN/ALQ-119, πέντε εκ των οποίων έχουν εκσυγχρονιστεί με ισραηλινή βοήθεια και πιθανότατα παραμένουν σε υπηρεσία. Κατά άλλες πηγές, αντικαταστάθηκαν πλήρως από τα ΕL/L-8222.  Αντιθέτως δεν έχουν επιβεβαιωθεί πληροφορίες που ήθελαν την Τουρκική Αεροπορία χρήστη και των ατρακτιδίων AN/ALQ-131.
  • Τους τελευταίους μήνες έχει ενταχθεί σε υπηρεσία με τις Tουρκικές ΕΔ το επίγειο σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου Koral, κατασκευής Aselsan, το οποίο και παρουσιάσθηκε πρόσφατα από την e-Amyna.

Το TDK χρησιμοποιεί δύο ειδών παρεμβολείς:

  • Οι φρεγάτες τύπου Yavuz (Meko 200ΤΝ Track I) έχουν εγκατεστημένο το σύστημα SLQ-503 RAMSES (Reprogrammable Advanced Multi-mode Shipborne ECM System) με δυνατότητα παρεμβολής στις ζώνες I/J. Αν και έχει ανακοινωθεί η πρόθεση αντικατάστασής του ένα τοπικά ανεπτυγμένο σύστημα, είναι άγνωστο σε τι φάση βρίσκεται η διαδικασία.
  • Οι φρεγάτες τύπου Barbaros (MEKO 200 Track IIA/B), έχουν εγκατεστημένο το σύστημα ECM τύπου Scorpion της Thales, με αρχική δυνατότητα παρεμβολής στις ζώνες I/J. Το σύστημα έχει δυνατότητα παρεμβολής συγχρόνως δύο στόχων, χρησιμοποιεί ψηφιακή μνήμη DRFM και έχει ισχύ (ERP) 100 kW.

Παρά τις σποραδικές αναφορές για το αντίθετο, καμία από τις φρεγάτες κλάσης Gabya (Oliver Hazard Perry) του Τουρκικού Ναυτικού, όταν παραδόθηκαν από το USN, δεν είχε τοποθετημένους τους ενεργούς παρεμβολείς Sidekick του συστήματος SLQ-32(V)5.

Τον Σεπτέμβριο του 2005, η Aselsan υπέγραψε σύμβαση για την ανάπτυξη και προμήθεια μεταξύ άλλων 143 RFJ (jammers) προς τοποθέτηση στα ελικόπτερα των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, στα πλαίσια του προγράμματος HEHSIS (Helikopter Elektronik Harp Kendini Koruma Sistemi). Η συγκεκριμένη πτυχή της προμήθειας αντικατοπτρίζει την ανησυχία του Τουρκικού Στρατού για τα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας μικρού βεληνεκούς του Ελληνικού Στρατού. Το πρόγραμμα φαίνεται να αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα, με την πιο πρόσφατη επίσημη ενημέρωση (2015) να αναφέρει ότι βρίσκεται πλέον στο στάδιο ολοκλήρωσης του πρωτοτύπου. Σύμφωνα με πληροφορίες ο παρεμβολέας RFJ θα περιλαμβάνει ψηφιακή μνήμη DRFM και κεραία τύπου AESA. Εφόσον επαληθευθούν οι πληροφορίες, θα είναι το πρώτο σύστημα αυτοπροστασίας ελικοπτέρων παγκοσμίως με κεραία AESA, δείγμα της προόδου που έχει πραγματοποιήσει η Aselsan στον τομέα των συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου.

Αεροσκάφος F-4/2020 με ισραηλινής προέλευσης ατρακτίδιο αυτοπροστασίας EL/L-82ΧΧ.
Αεροσκάφος F-4Ε/2020 της ΤΗΚ με ισραηλινής προέλευσης ατρακτίδιο αυτοπροστασίας EL/L-8222 στην άσκηση Anatolian Eagle 2013-2.

Όσων αφορά τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, έχουν σε υπηρεσία τους ακόλουθους παρεμβολείς ραντάρ:

  • Τον AN/ALQ-187 (DRFM), εγκατεστημένο στα αεροσκάφη F-16 ως μέρος του ολοκληρωμένου συστήματος ASPIS-II
  • Τον AN/ALQ-136(V)1/5 εγκατεστημένο στα ελικόπτερα AH-64DHA Apache
  • Τον παρεμβολέα I-DIAS στα F-4E Phantom II AUP
  • Τους παρεμβολείς των συστημάτων ICMS Mk1 και Mk3 στα αεροσκάφη Mirage 2000 και Mirage 2000-5 αντίστοιχα
  • Το σύστημα SLQ-503 I/J-band RAMSES στις μη εκσυγχρονισμένες φρεγάτες τύπου S
  • Το σύστημα ARGO APECS-II στις φρεγάτες τύπου ΜΕΚΟ-200ΗΝ

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου επιχειρούν σύγχρονα συστήματα ECM υψηλών δυνατοτήτων, με κάποια από αυτά (π.χ. AIDEWS, ICMS Mk3) να θεωρούνται κορυφαία της κατηγορίας. Ακολούθως θα παραθέσουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα:

i. Παρατηρούμε ότι όλοι οι παρεμβολείς των συστημάτων αυτοπροστασίας των μαχητικών της ΤΗΚ καλύπτουν κατ’ ελάχιστο τις ζώνες I/J (8-20 GHz). Σε αυτές τις συχνότητες λειτουργούν οι περισσότερες από τις πιο άμεσες απειλές, δηλαδή:

  • τα ραντάρ των μαχητικών αεροσκαφών της ΠΑ (F-16, Mirage 2000, F-4),
  • τα βλήματα αέρος-αέρος AMRAAM και MICA EΜ
  • τα βλήματα επιφανείας-αέρος ESSM
  • τα συνήθη συστήματα καθοδήγησης των βλημάτων επιφανείας αέρος RIM-7
  • τα συστήματα καθοδήγησης των βλημάτων εδάφους-αέρος VT-1 του Crotale NG/GR, MIM-23 του Ι-HAWK, RIM-7 του ΒΕΛΟΣ, 48N6 του S-300PMU1 και 9M33M3 του OSA-AKM.

Απόπειρα ηλεκτρονικής παρεμβολής του συστήματος αεράμυνας Patriot PAC-3 και του TOR-M1 προϋποθέτει την ύπαρξη παρεμβολέα χαμηλότερων συχνοτήτων. Τέτοιο παρεμβολέα επιβεβαιωμένα διαθέτουν μόνο το σύστημα αυτοπροστασίας AN/ALQ-211(V)4 και τα ατρακτίδια ΑΝ/ALQ-211(V)9.

Σε κάθε περίπτωση η παραπάνω υστέρηση αφορά περισσότερο το SHORADS TOR-M1 παρά το σύστημα Patriot PAC-3. Eίναι αμφίβολο αν ένας παρεμβολέας της κατηγορίας SPJ έχει πρακτικά τις δυνατότητες να παρεμβάλει αποτελεσματικά το AN/MPQ-65. Tο ίδιο ισχύει και για τα ραντάρ έρευνας περιοχής (επίγεια και επιφανείας) υψηλής ισχύος που λειτουργούν σε χαμηλές συχνότητες (L-band και S-band) καθώς και για το ραντάρ PS-890 Erieye (S-band).

Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι παρεμβολείς χαμηλών συχνοτήτων δεν είναι χρήσιμοι. Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε τη περίπτωση που ένα τουρκικό F-16 εξοπλισμένο με το σύστημα αυτοπροστασίας AN/ALQ-211(V)4 εντοπίζεται από το SHORADS Crotale NG/GR. Το AN/ALQ-211(V)4 μπορεί να ξεκινήσει τη προσπάθεια παρεμβολής από το ραντάρ έρευνας TRS 2630 E-band περιορίζοντας (εμβέλεια), δυσκολεύοντας (πολλαπλοί ψευδοστόχοι) ή απλά καθυστερώντας τη δυνατότητα του ραντάρ να μεταβιβάσει σωστά στοιχεία στόχου στο ραντάρ εγκλωβισμού στόχων. Αντίθετα, ένα F-16 εξοπλισμένο με το ALQ-178(V)3 Rapport III δεν θα μπορεί να ξεκινήσει τη προσπάθεια παρεμβολής παρά μόνο αφότου ενεργοποιηθεί το J-band ραντάρ εγκλωβισμού. Για μια εμπλοκή μικρής εμβέλειας όπου ο χρόνος έκθεσης του μαχητικού είναι μικρός, το παραπάνω μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ επιβίωσης και κατάρριψης.

ii. Η ΤΗΚ έχει δυνατότητες επαναπρογραμματισμού των συστημάτων ALQ-178(V)3, ALQ-178(V)5+ και AN/ALQ-211(V)4 γεγονός που της δίνει αυτονομία σε περίπτωση εμφάνισης νέων απειλών. Αντίστοιχες δυνατότητες έχει και η ΠΑ στα ECM συστήματα που χρησιμοποιεί. Η δυνατότητα επαναπρογραμματισμού ενός συστήματος ECM είναι εξαιρετικά σημαντική παράμετρος. Ο πρώτος λόγος είναι η ανάγκη κάλυψης ενός νέου τύπου ραντάρ που δεν υπήρχε στο οπλοστάσιο του αντιπάλου όταν έγινε η προμήθεια του ECM. Ο δεύτερος είναι ότι πολλά στοιχεία των ραντάρ στόχων είναι άγνωστα σε περίοδο ειρήνης. Κατά τη διάρκεια μιας σύρραξης, ο αντίπαλος αναγκάζεται να λειτουργήσει τα ραντάρ που διαθέτει σε όλο το φάσμα των δυνατοτήτων τους. Οι νέες αυτές πληροφορίες είναι σημαντικό να ενσωματωθούν στο σύστημα ECM και να προγραμματιστεί ανάλογα. Το επιθυμητό είναι ο επαναπρογραμματισμός να μπορεί να υλοποιηθεί σε επίπεδο μονάδας και σε σύντομο χρόνο καθώς οι πληροφορίες μπορούν να γίνουν διαθέσιμες ακόμα και λίγη ώρα πριν από μια αποστολή.

iii.  Οι παρεμβολείς των συστημάτων αυτοπροστασίας (ASPIS II, ICMS) των αεροσκαφών της ΠΑ (F-16, Mirage 2000) καλύπτουν το σύνολο των άμεσων απειλών, δηλαδή:

  • τα ραντάρ των μαχητικών αεροσκαφών της ΤΗΚ (F-16, F-4),
  • τα βλήματα αέρος-αέρος AMRAAM
  • τα βλήματα επιφανείας αέρος ESSM
  • τα συνήθη συστήματα καθοδήγησης των βλημάτων επιφανείας αέρος RIM-7, τα ραντάρ DN181 Blindfire του Rapier B1X, τα ραντάρ του Super Fledermaus και το σύστημα καθοδήγησης των βλημάτων εδάφους-αέρος MIM-23 του Ι-HAWK.

iv. Η κυριότερη απειλή που θα έχουν να αντιμετωπίσουν τα συστήματα αυτοπροστασίας των μαχητικών της ΤΗΚ και της ΠΑ στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου, θα είναι τα βλήματα ενεργού καθοδήγησης AMRAAM και MICA EM. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συχνότητα λειτουργίας των ερευνητών και των δύο βλημάτων καλύπτεται από όλους τους παρεμβολείς της ΤΗΚ και της ΠΑ. Η ορθή τακτική βολής (από άποψη ΗΠ) θα είναι ο ενεργός ερευνητής του βλήματος να ενεργοποιηθεί όσο το δυνατόν αργότερα, εντός του burn-through range.

Συνήθως, η προσπάθεια παρεμβολής θα ξεκινήσει προς το ραντάρ του εχθρικού αεροσκάφους φορέα του βλήματος. Ο στόχος θα είναι να περιορισθεί η εμβέλεια και να δυσκολευτεί, καθυστερήσει ή παραπλανηθεί η διαδικασία ιχνηλάτισης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη ή με λανθασμένα στοιχεία εκτέλεση βολής και συνεπώς σε άσκοπη ανάλωση του βλήματος ή σε ανατροπή του αρχικού τακτικού πλεονεκτήματος (που υπήρχε π.χ. λόγω διαφοράς ύψους πτήσης / ταχύτητας).

Σε περιβάλλον έντονων ηλεκτρονικών αντιμέτρων, το βλήμα AMRAAM διαθέτει δυνατότητα HOJ (home-on-jam). Στη διαμόρφωση αυτή ο αισθητήρας του βλήματος κατευθύνεται προς τη πηγή της παρεμβολής. Καθώς όμως σε αυτή τη περίπτωση το βλήμα δεν έχει πληροφορία για την απόσταση του στόχου, ο υπολογιστής του δεν μπορεί να υπολογίσει τη βέλτιστη πορεία αναχαίτισης. Το αποτέλεσμα είναι η πιθανότητα πλήγματος (Pk – Probability of kill) να είναι μειωμένη.

v. Από ότι είναι γνωστό, η K-band δεν καλύπτεται από κανέναν από τους παρεμβολείς των συστημάτων αυτοπροστασίας της ΤΗΚ. Το ΠΝ χρησιμοποιεί εκτεταμένα το ραντάρ STIR στις φρεγάτες τύπου S, τις φρεγάτες τύπου ΜΕΚΟ-200ΗΝ και τις ΤΠΚ Super Vita. Το συγκεκριμένο ραντάρ κάνει χρήση δύο ζωνών συχνοτήτων, της I (8-10 GHz) και της K (20-40 GHz). Την Κ-band χρησιμοποιεί και το ραντάρ ιχνηλάτησης LIROD Mk2 των εκσυγχρονισμένων ΤΠΚ τύπου La Combattante III και των Κ/Φ τύπου Osprey Hsy-56A.

vi. Οι παρεμβολείς που χρησιμοποιεί το ΠΝ καλύπτουν πλήρως τη συχνότητα λειτουργίας των βλημάτων RGM-84 Harpoon, ΜΜ-38 Exocet και των ραντάρ επιφανείας των εναέριων μέσων του TDK. Αντίστοιχα, οι παρεμβολείς που χρησιμοποιεί το TDK καλύπτουν τις συχνότητες που λειτουργούν τα ραντάρ των βλημάτων εναντίον στόχων επιφανείας του ΠΝ (MM-38, MM-40, RGM-84) και της ΠΑ (ΑΜ-39).

Μια τυπική διαδικασία αντιμετώπισης ενός βλήματος επιφανείας περιλαμβάνει παρεμβολή για τη διακοπή του εγκλωβισμού και άφεση αερόφυλλων (chaff). Μετά τη διακοπή του εγκλωβισμού ο ερευνητής του βλήματος εκτελεί νέα έρευνα αλλά η διάκριση του πραγματικού στόχου είναι πλέον δύσκολη λόγω της παρουσίας πολλαπλών ψευδοστόχων (αερόφυλλα).

Εφόσον το βλήμα καταφέρει και εισέλθει στη ζώνη των συστημάτων CIWS (Phalanx, Sea Zenith) και εξακολουθεί και κινείται προς το στόχο, η προσπάθεια παρεμβολής συνήθως διακόπτεται. Για να είναι επιτυχής η βολή ενός CIWS θα πρέπει αυτό να μπορεί να υπολογίσει σωστά την πορεία του βλήματος. Λόγω της παρεμβολής το βλήμα μπορεί να οδηγηθεί σε απότομες αλλαγές πορείας που θα δυσκολέψουν τη βολή του CIWS.

Τόσο το σύστημα Scorpion όσο ειδικότερα το σύστημα ARGO ΙΙ θεωρούνται συστήματα ECM υψηλής αποτελεσματικότητας. Όμως, η αυξημένη ισχύς των συστημάτων ECM των μονάδων επιφανείας δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε παρερμηνείες σχετικά με τις δυνατότητες που αυτά έχουν. Ένα πολεμικό πλοίο μεγέθους φρεγάτας παρουσιάζει RCS της τάξης των 50.000 τ.μ. (broadside) και όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο λόγος J/S είναι αντιστρόφως ανάλογος της διατομής του στόχου.

vii. Το επίγειο σύστημα ECM Koral ET της THK είναι το μοναδικό Stand-Off Jamming (SOJ) σύστημα στο οπλοστάσιο των δύο χωρών. Από τις μέχρι στιγμής πληροφορίες και εκτιμήσεις και την ανάλυση των δημοσιευμένων φωτογραφιών του συστήματος, προκύπτουν τα ακόλουθα (με επιφύλαξη) στοιχεία:

  • Το σύστημα έχει δυνατότητα παρεμβολών θορύβου και εξαπάτησης σε ένα ευρύ φάσμα συχνοτήτων που καλύπτει τις ζώνες Ε ώς J δηλαδή από 2 έως 20 GHz.
  • Διαθέτει δύο παρεμβολείς υψηλής ισχύος, έναν για τις ζώνες Ε – Η (2 έως 8 GHz) και έναν για τις ζώνες Ι/J (8 – 20 GHz). Κάθε παρεμβολέας συνδέεται σε ανεξάρτητη κεραία το οποίο επιτρέπει την ταυτόχρονη παρεμβολή δύο στόχων (Ε-Η band και I/J band). Σύμφωνα με πληροφορίες, η ταυτόχρονη λειτουργία αρχικά δημιούργησε κάποια προβλήματα τα οποία οδήγησαν στον επανασχεδιασμό του κεραιοσυστήματος.
  • Το Koral ΕΤ χρησιμοποιεί ψηφιακή μνήμη (DRFM).

Οφείλουμε στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι η αποστολή τέτοιου είδους συστημάτων (επίγεια) σπανίως είναι η παρεμβολή και καταστολή συστημάτων αεράμυνας μεγάλης εμβέλειας (π.χ. Patriot, S-300) ή ραντάρ έρευνας περιοχής. Παρά την μεγάλη ισχύ των επίγειων συστημάτων, ο περιορισμός του ορίζοντα αποτελεί στις περισσότερες περιπτώσεις ανυπέρβλητο εμπόδιο.

Η εκτίμηση λοιπόν είναι πως το Koral θα χρησιμοποιηθεί κυρίως για τις ακόλουθες αποστολές:

  • τοποθετημένο κοντά σε ένα αεροδρόμιο ή σε ένα χώρο συγκέντρωσης π.χ. ελικοπτέρων, να αποτρέψει τη παρακολούθηση της δραστηριότητας της αεροπορικής βάσης. Επίσης να καλύψει για κάποιο αρχικό χρονικό διάστημα ενέργειες όπως μαζικές απογειώσεις αεροσκαφών / ελικοπτέρων.
  • τοποθετημένο σε στρατηγικά σημεία, να παρεμβάλει το ραντάρ του AN/AAQ-13 navigation pod του LANTIRN των ελληνικών αεροσκαφών κρούσης.
  • τοποθετημένο στα παράλια, να παρεμβάλει τα ραντάρ έρευνας επιφανείας των πλοίων του ΠΝ και των επάκτιων συστοιχιών, τα ραντάρ επιτήρησης τύπου BOR-A ή τα συστήματα SHORADS που είναι εγκατεστημένα στο κοντινό ελληνικό νησί.
  • τοποθετημένο στα παράλια ή στο πεδίο του Έβρου, να παρεμβάλει τα ελληνικά ραντάρ αντιπυροβολικού.

β.      Δίκτυο ραντάρ

Τα σημαντικότερα ραντάρ των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων σε υπηρεσία είναι τα ακόλουθα:

  • HR-3000, AN/TPS-64, RAT-31SL, TRS-22XX επίγεια ραντάρ 3D S-band και RAT-31DL, AN/FPS-117 επίγεια ραντάρ 3D L-band.
  • HIRAP (L-band) του αντιαεροπορικού συστήματος μεγάλου βεληνεκούς MIM-14B Nike Hercules, KALKAN 3D X-band κατασκευής Aselsan, AN/MPQ-64 3D X-band Sentinel και AN/MPQ-61 J-band ως μέρος του αντιαεροπορικού συστήματος μέσου βεληνεκούς MIM-23 HAWK XXI, Dagger J-band 3D και DN181 Blindfire F-band ως μέρος του αντιαεροπορικού συστήματος μικρού βεληνεκούς Rapier B1X, Super Fledermaus σύστημα ελέγχου βολής (E/F-band ραντάρ έρευνας, J-band ραντάρ ιχνηλάτισης).
  • Multi-Role Electronically Scanned Array (MESA) L-band τοποθετημένο στο E-7T AEW&C.
  • AN/APG-68(V)2 στα F-16C/D Block 30, AN/APG-68(V)9 στα F-16C/D Block 40/50 (CCIP) και F-16C/D Block 50+ Adv, EL/M-2032 στα F-4E 2020.
  • SMART-S Mk2 3D S-band, MW-08 3D C-band, AWS-6 C-band, AN/SPS-49(V) 2D L-band, STING Mk2 (Ι-band και Κ-band), WM25/STIR (cluster 2 και 3) I-band, στα πολεμικά πλοία του TDK.

Αντίστοιχα, τα σημαντικότερα ραντάρ των Ελληνικών ΕΔ σε υπηρεσία, είναι τα ακόλουθα:

  • AN/TPS-70, HR-3000, AR-327 Commander SL επίγεια ραντάρ 3D S-band, S-743D, RAT-31DL επίγεια ραντάρ 3D L-band και MPDR-90E, AN/TPS-43E επίγεια ραντάρ 2D S-band.
  • AN/APG-68(V)3 στα F-16C/D Block 30, AN/APG-68(V)7 στα F-16C/D Block 50, AN/APG-68(V)9 στα F-16C/D Block 52+ / Block 52+ Adv, RDM-3 και RDY-2 στα Mirage 2000 και Mirage 2000-5 αντίστοιχα και AN/APG-65GY στα F-4E Phantom II AUP.
  • AN/MPQ-65 του αντιαεροπορικού συστήματος Patriot PAC-3, 64Ν6Ε Big Bird, 30N6E και 76N6E του συστήματος S-300PMU1, AN/MPQ-50, AN/MPQ-61 και AN/MPQ-62 του συστήματος Ι-HAWK PIP Phase III, Super Giraffe και Skyguard ως μέρος του συστήματος ΒΕΛΟΣ, TRS 2630 στα Crotale NG/GR, τα ραντάρ έρευνας Ρ-19, Kasta 2E1 και Land Roll στα OSA-AKM και το σύστημα ραντάρ Scrum Half στα TOR-M1.
  • PS-890 (S-band) τοποθετημένο στο EMB-145H AEW&C.
  • DA08, LW08, MW08, WM25, STIR, Variant 2D, LIROD, Triton, Pollux στα πολεμικά πλοία του ΠΝ.
στη 2η Μοίρα Σταθμού Έγκαιρης Προειδοποίησης (ΜΣΕΠ) στη Μαρώνεια Ροδόπης Πηγή: http://www.xronos.gr/detail.php?ID=85681
Θόλος ραντάρ στη 2η Μοίρα Σταθμού Έγκαιρης Προειδοποίησης (ΜΣΕΠ) στη Μαρώνεια Ροδόπης.

Tα περισσότερα από τα ραντάρ που χρησιμοποιούν οι ένοπλες δυνάμεις και των δύο χωρών είναι σύγχρονα, με εξελιγμένες δυνατότητες ECCM. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να κάνουμε στα ραντάρ των ΑΣΕΠΕ EMB-145H και Ε-7Τ. Και τα δύο χρησιμοποιούν κεραία τύπου AESA (Active Electronically Scanned Array). Η συγκεκριμένη τεχνολογία παρουσιάζει μεγάλη ανθεκτικότητα σε αντίμετρα κυρίως λόγω των εξαιρετικά χαμηλών πλευρικών λοβών, της στενής δέσμης, του απρόβλεπτου scan pattern και της ευκολίας αλλαγής συχνότητας. Οι διαφορές επιδόσεων των δύο συστημάτων είναι υπαρκτές και σημαντικές ως προς την εμβέλεια και τον αριθμό διαχείρισης ιχνών αλλά στο επίπεδο των ECCM τα δύο συστήματα είναι παραπλήσια.

Είναι σκόπιμο επίσης να σημειώσουμε ότι ο τρόπος καθοδήγησης TVM (Track-via-missile) που χρησιμοποιούν και τα δύο συστήματα αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς (Patriot PAC-3 και S-300PMU1) της ΠΑ, έχει μεγάλη αντοχή σε παρεμβολές.

Τέλος, είναι ενδιαφέρον το ότι η Τουρκία χρησιμοποιεί αρκετά μεταφερόμενα ραντάρ όπως το TRS-22XX (μπορεί να μετακινηθεί σε νέα θέση εντός μισής ώρας), το AN/MPQ-64 και το KALKAN.

γ.  Γνώση Αντιπάλου

Είναι προφανής η σημασία που έχει στον ηλεκτρονικό πόλεμο η γνώση των τεχνικών χαρακτηριστικών, της θέσης και του τρόπου χρήσης των ραντάρ του αντιπάλου. Οι παραπάνω πληροφορίες προκύπτουν μέσα από δράσεις κατασκοπείας (που δεν αφορούν το παρόν άρθρο), από αποστολές ELINT (Electronic Intelligence) και μέσα από τη χρήση κοινών συστημάτων.

Η ηλεκτρονική χαρτογράφηση του δικτύου ραντάρ και της αεράμυνας μιας χώρας δεν είναι μια εύκολη αποστολή και απαιτεί μεθοδικότητα, σύγχρονο εξοπλισμό ESM και πολύχρονη προσπάθεια. Οι αποστολές ELINT εκτελούνται κατά την ειρηνική περίοδο, εμπλουτίζοντας και ενημερώνοντας συνεχώς τις σχετικές ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες. Εντατικοποιούνται στη διάρκεια των στρατιωτικών ασκήσεων του αντιπάλου, όταν αυτός διενεργεί την επιχειρησιακή αξιολόγηση νέων οπλικών συστημάτων / αναβαθμίσεων, κατά τους περιοδικούς ελέγχους καλής λειτουργίας των ραντάρ του και προφανώς πριν από τη σύρραξη.

Σε περίοδο ειρήνης, η προστασία απέναντι στις αποστολές ELINT περιλαμβάνει κυρίως τη λειτουργία του ραντάρ με τυπικές και σταθερές παραμέτρους (π.χ. συχνότητα, PRF) και την αποφυγή χρήσης του σε πλήρη ισχύ. Είναι αυτονόητο ότι άσκοπες και ανούσιες ενεργοποιήσεις αεράμυνας και ειδικότερα εγκλωβισμοί εχθρικών αεροσκαφών θα πρέπει να αποφεύγονται.

Για αποστολές ELINT η ΤΗΚ χρησιμοποιεί ειδικά τροποποιημένα αεροσκάφη CN-235M-100 με εξοπλισμό της Aseslan. Στη συλλογή στοιχείων συμβάλουν τα CN-235D/K εξοπλισμένα με το ESM DR3000 της Thales, τα Ε-7Τ με το ESM EL/L-8384 της ΙΑΙ και τα υπό παραλαβή  Koral ED. Τέλος, τα πλοία του TDK με τα συστήματα ESM που φέρουν είναι ικανά να αναλάβουν αποστολές ELINT.

Για αποστολές ELINT η ΠΑ χρησιμοποιεί κυρίως το ατρακτίδιο συλλογής και καταγραφής ηλεκτρονικών εκπομπών ASTAC (Analyseur de Signaux Tactiques)  της Thales και το εξελιγμένο ESM του EMB-145H AEW&C. Συλλογή στοιχείων πραγματοποιούν και τα πολεμικά πλοία του ΠΝ με τα συστήματα ESM DR3000, CS-3701 και Argo AR 700.

Σχετικά με τα κοινά συστήματα, τα κυριότερα παραδείγματα είναι το AN/APG-68(V)9 που πλέον αποτελεί το πολυπληθέστερο ραντάρ της THK και το MW-08 που αποτελεί το 3D ραντάρ έρευνας των πιο σύγχρονων μονάδων του ΠΝ (MEKO 200HN και Super Vita). Επίσης, το βλήμα αέρος-αέρος  ΑΙΜ-120 AMRAAM αποτελεί το κύριο όπλο αέρος-αέρος τόσο της ΤΗΚ όσο και της ΠΑ.

δ.  Δυνατότητα εκτέλεσης δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων

Το Αιγαίο αποτελεί ένα κλειστό επιχειρησιακό περιβάλλον με πληθώρα αισθητήρων και στόχων. Η δυνατότητα ψηφιακής διασύνδεσης, ανταλλαγής δεδομένων και σύνθεσης μιας ενοποιημένης εικόνας της τακτικής κατάστασης, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα των ηλεκτρονικών αντιμέτρων. Συγκεκριμένα, ο μεγάλος αριθμός αισθητήρων (επίγεια ραντάρ περιοχής, ραντάρ αεράμυνας, ΑΣΕΠΕ, ραντάρ επιφανείας, ραντάρ αεροσκαφών), συνεπάγεται ότι κάθε στόχος το πιθανότερο είναι πως θα παρακολουθείται συγχρόνως από πολλαπλά ραντάρ. Καθώς κάθε ένα από αυτά θα λειτουργεί σε διαφορετική συχνότητα και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, η ταυτόχρονη παρεμβολή τους θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις πρακτικά αδύνατη.

Για παράδειγμα, ένας ελεγκτής αεράμυνας διαπιστώνει προσπάθεια παρεμβολής η οποία του εισάγει απροσδιοριστία ως προς την απόσταση ενός μακρινού ίχνους. Το ίχνος έχει εντοπιστεί και από το ραντάρ ενός πολεμικού πλοίου που μεταδίδει τα δεδομένα στόχου στο επίγειο ραντάρ ακυρώνοντας πρακτικά την προσπάθεια παρεμβολής (σημ.: προφανώς υπάρχει πάντα η δυνατότητα παρεμβολής της μετάδοσης δεδομένων).

Παρόμοια, το RWR του συστήματος αυτοπροστασίας ενός μαχητικού λαμβάνει εκπομπές από δύο ραντάρ εχθρικών αεροσκαφών, ένα σε εκτιμώμενη απόσταση 20 nm και ένα σε 30 nm. Το σύστημα αυτοπροστασίας ιεραρχεί το ραντάρ του αεροσκάφους στα 20 nm ως απειλή προτεραιότητας και ξεκινά την προσπάθεια παρεμβολής του αγνοώντας πως τα δύο εχθρικά αεροσκάφη είναι σε ζεύξη δεδομένων Link 16. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της παρεμβολής, το εχθρικό αεροσκάφος στα 20 nm μπορεί να εκτελέσει βολή AMRAAM με δεδομένα στόχου που θα λάβει μέσω Link 16 από το αεροσκάφος στα 30 nm.

Η Τουρκία έχει διασυνδέσει το δίκτυο των ραντάρ περιοχής, ΑΣΕΠΕ και αεράμυνας μέσω εφαρμογών / συστημάτων που έχουν αναπτυχθεί από τις εταιρείες Aselsan (Skywatcher και Herikks) και AYESAS (TMRC – Turkish Mobile Radar Complex). Επίσης, βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση σχετικών προγραμμάτων διασύνδεσης μεγάλου μέρους των ενόπλων δυνάμεων της (με Link 16, Link 22, VMF, JRE). Στο πιο σημαντικό από αυτά και το οποίο ολοκληρώθηκε τo 2012, η THK εξόπλισε όλα τα αναβαθμισμένα αεροσκάφη F-16 με τερματικά Link 16. Ως αποτέλεσμα, διαθέτει σήμερα ένα στόλο 206 αεροσκαφών με πλήρης δυνατότητες διασύνδεσης μεταξύ τους, με τα ΑΣΕΠΕ Ε-7Τ και με το δίκτυο των επίγειων ραντάρ περιοχής.

Αντίστοιχα, η Ελλάδα έχει σε επιχειρησιακή χρήση το σύστημα ULS (Universal Link System Translator) που διασυνδέει τα ραντάρ του ΣΑΕ με πλατφόρμες που διαθέτουν Link-1, Link-11, Link-16 και IJMS. Τα F-16C/D Block 52+ Adv της ΠΑ έχουν δυνατότητα ζεύξης Link 16. Ανταλλαγή δεδομένων μπορεί να γίνει και μεταξύ των αεροσκαφών Mirage 2000-5.

ε.  Επίπεδο εκπαίδευσης

Η εκπαίδευση είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας στον ηλεκτρονικό πόλεμο και αφορά όλους τους εμπλεκόμενους.  Τους χειριστές των συστημάτων ραντάρ, τους χειριστές των συστημάτων ECM και ESM καθώς και τους αξιωματικούς που θα σχεδιάσουν το EW κομμάτι μιας αποστολής.

Για παράδειγμα, η εμπειρία και η σωστή εκπαίδευση θα επιτρέψει σε έναν χειριστή ραντάρ να εκτιμήσει σωστά την τακτική κατάσταση και να εφαρμόσει τεχνικές ελέγχου εκπομπών (EMCON). Να εκμεταλλευτεί την απεικόνιση raw video, να αντιληφθεί την παρουσία ECM και να αδιαφορήσει ενδεχομένως για προσπάθειες παρεμβολής που δεν επηρεάζουν άμεσα την αποστολή του ραντάρ που χειρίζεται. Να ενεργοποιήσει κάθε φορά τη σωστή τακτική ECCM ανάλογα με την “επίθεση” που δέχεται και να την εφαρμόσει μόνο για τον χρόνο που διαρκεί η προσπάθεια παρέμβολης αποφεύγοντας να μειώσει ηθελημένα την απόδοση του ραντάρ ή να αποκαλύψει άσκοπα τις δυνατότητες ECCM που αυτό διαθέτει.

Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πραγματοποιούν κάθε χρόνο τη διακλαδική άσκηση ηλεκτρονικού πολέμου “Δούρειος Ίππος”. Η άσκηση διεξάγεται στη Δυτική Πελοπόννησο και το Ιόνιο, μακριά δηλαδή από “αδιάκριτα” συστήματα ELINT και περιλαμβάνει αξιολόγηση συστημάτων και τακτικών και διεξαγωγή περίπλοκων διακλαδικών επιχειρήσεων ηλεκτρονικού πολέμου.

Οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις πραγματοποιούν αντίστοιχες ασκήσεις έχοντας όμως στη διάθεσή τους το Πεδίο Εκπαίδευσης και Δοκιμών Ηλεκτρονικού Πολέμου (EHTES) στο Ικόνιο. Παρόλο που ο εφοδιασμός του εκπαιδευτικού κέντρου με συστήματα αεράμυνας τύπου S-300 και TOR δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, η παρεχόμενη εκπαίδευση είναι υψηλού επιπέδου.

στ. Οι τακτικές χρήσης ECM / ECCM

Είναι αυτονόητο πως το δόγμα ηλεκτρονικού πολέμου και ο τρόπος που αυτό θα υλοποιηθεί από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, θα έχει βαρύνουσα σημασία στην αποτελεσματικότητα της χρήσης ECM/ECCM. Προφανώς δεν γνωρίζουμε τις τακτικές που θα εφαρμόσουν οι δύο χώρες σε καιρό πολέμου. Με βάση όμως την επιθετική προοπτική των Τουρκικών και την αμυντική των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και λαμβάνοντας υπόψη τον εξοπλισμό που διαθέτουν, μπορούμε να κάνουμε τις ακόλουθες εκτιμήσεις.

Πριν την έναρξη της σύρραξης, το πιθανότερο είναι η ΤΗΚ να πραγματοποιήσει συνδυασμένες παρεμβολές θορύβου και πολλαπλών ψευδοστόχων, κλιμακούμενης έντασης, προς τα ραντάρ περιοχής και ΑΣΕΠΕ της ΠΑ. Με τον υπάρχον εξοπλισμό της ΤΗΚ το όποιο αποτέλεσμα των παρεμβολών θα είναι περιορισμένο. Επιχειρησιακά όμως θα καλύψει τον διττό στόχο της τουρκικής πλευράς. Συγκεκριμένα, ο ένας στόχος θα είναι η προσπάθεια συγκάλυψης μετακινήσεων και συγκεντρώσεων εναέριων μέσων εντός της τουρκικής επικράτειας. Ο δεύτερος στόχος θα είναι ο εξαναγκασμός της ΠΑ στην ενεργοποίηση τεχνικών ECCM και η συλλογή των σχετικών στοιχείων από τις μονάδες ELINT της ΤΗΚ. Οι χειριστές των ραντάρ της ΠΑ θα βρεθούν στο δίλημμα είτε να χάσουν την εικόνα της τακτικής κατάστασης εντός της τουρκικής επικράτειας λόγω των παρεμβολών και να διακινδυνέψουν να μην εντοπίσουν έγκαιρα την έναρξη μιας επιθετικής ενέργειας, είτε να αρχίσουν να αποκαλύπτουν τις δυνατότητες ECCM των συστημάτων τους.

Οι δύο χώρες δεν διαθέτουν ακόμα τον εξοπλισμό εκείνο που θα τους επιτρέψει να υλοποιήσουν ολοκληρωτικές ηλεκτρονικές επιθέσεις εναντίον των ραντάρ υψηλής ισχύος του αντιπάλου. Επομένως, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης τα συστήματα ECM των αεροσκαφών θα χρησιμοποιηθούν για αυτοπροστασία πρωτίστως από τα ραντάρ των εχθρικών μαχητικών, από βλήματα αέρος-αέρος ενεργού καθοδήγησης και επιφανείας-αέρος καθώς και για προστασία από αντιαεροπορικά συστήματα μικρού βεληνεκούς. Τα ραντάρ περιοχής και η αεράμυνα μέσης / μεγάλης εμβέλειας θα αντιμετωπισθούν μάλλον με επιθέσεις καταστροφής τους (hard kill) παρά με επιχειρήσεις καταστολής της λειτουργίας τους (soft kill).

Η συνεχής χρήση των παρεμβολέων από τα μαχητικά της THK και της ΠΑ, σε περιοχές και χρόνο που δεν αντιμετωπίζουν άμεση απειλή, δεν πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή. Κάθε παρεμβολή πριν εκτελεστεί θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το κέρδος που επιτυγχάνει αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις. Για παράδειγμα, το κέρδος μπορεί να είναι η αδυναμία του ραντάρ που παρεμβάλλεται να εξάγει στοιχεία απόστασης στόχου. Οι πιθανές επιπτώσεις μπορεί να είναι ο εντοπισμός του αεροσκάφους από συστήματα ESM με βάση την εκπομπή της παρεμβολής, η αναγνώρισή και η ταυτοποίηση του ως εχθρικού καθώς και η εθελούσια εκδήλωση και εξακρίβωση των προθέσεών του. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητή και η μεγάλη επιχειρησιακή αξία των εξειδικευμένων αεροσκαφών SOJ. Με τους ικανής ισχύος παρεμβολείς τους, τα αεροσκάφη SOJ μπορούν να καλύψουν τη διείσδυση π.χ. ενός πακέτου COMAO από τα ραντάρ έρευνας περιοχής, χωρίς η παρεμβολή να αποκαλύπτει οποιοδήποτε στοιχείο για τη θέση, τη κατεύθυνση ή τη σύνθεση του υπό προστασία πακέτου.

Πριν το 2020 αναμένεται η παράδοση των πρώτων δύο αεροσκαφών του προγράμματος αερομεταφερόμενων συστημάτων παρεμβολής εξ αποστάσεως (SOJ) της ΤΗΚ και η ολοκλήρωση της ανάπτυξης του εγχώριου παρεμβολέα μεγάλης εμβέλειας από την Aselsan.
Πριν το 2020 αναμένεται η παράδοση των πρώτων δύο αεροσκαφών του προγράμματος αερομεταφερόμενων συστημάτων παρεμβολής εξ αποστάσεως (SOJ) της ΤΗΚ και η ολοκλήρωση της ανάπτυξης του εγχώριου παρεμβολέα μεγάλης εμβέλειας από την Aselsan.

7. Δρομολογημένες εξελίξεις

Τα επόμενα χρόνια έχουν ανακοινωθεί / δρομολογηθεί οι ακόλουθες εξελίξεις που θα επηρεάσουν, έμμεσα ή άμεσα, το πεδίο αντιπαράθεσης ECM / ECCM στο επιχειρησιακό περιβάλλον του Αιγαίου.

i. H ΤΗΚ κήρυξε πρόσφατα επιχειρησιακά τα αεροσκάφη Ε-7Τ. Υπολογίζεται πως θα χρειαστούν τουλάχιστον άλλα τρία χρόνια μέχρι τα E-7T να αφομοιωθούν πλήρως στο δόγμα επιχειρήσεων των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.

ii. Στα μέσα του 2017, η ΤΗΚ θα παραλάβει 19 ατρακτίδια τύπου ALQ-211(V)9 από την εταιρεία HARRIS.

iii.  Στην επόμενη διετία αναμένεται η ολοκλήρωση των παραδόσεων και της επιχειρησιακής ένταξης των επίγειων συστημάτων ESM/ECM Koral ED/ET.

iv. Αναμένεται στα επόμενα χρόνια η ολοκλήρωση της ανάπτυξης και η έναρξη παραδόσεων του συστήματος αυτοπροστασίας ελικοπτέρων HEWS της Aselsan.

v. Το 2018 θα ξεκινήσει η παράδοση των αεροσκαφών F-35 Lightning II στην ΤΗΚ.

vi. Πριν το 2020 αναμένεται η παράδοση των πρώτων δύο αεροσκαφών του προγράμματος αερομεταφερόμενων συστημάτων παρεμβολής εξ αποστάσεως (SOJ) της ΤΗΚ και η ολοκλήρωση της ανάπτυξης του εγχώριου παρεμβολέα μεγάλης εμβέλειας από την Aselsan. Η συνδυασμένη χρήση τους με τα LO (low observable) μαχητικά τύπου F-35, θα μειώσει δραματικά τις δυνατότητες αποκάλυψης των τελευταίων από τα μέσα της ΠΑ. Παράλληλα, το χαμηλό ίχνος του F-35 θα επιτρέψει στα SOJ αεροσκάφη να παραμείνουν έξω από την εμβέλεια της κύριας απειλής τους που θα είναι τα βλήματα MIM-104B SOJC (Stand-Off Jammer Counter) του συστήματος Patriot της ΠΑ.

vii.  Προμήθεια αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς από την Τουρκία.

viii.  Εκσυγχρονισμός των αεροσκαφών F-16 της ΠΑ με ενδεχόμενη χρήση ραντάρ τύπου AESA.

ix. Έναρξη παραδόσεων των εκσυγχρονισμένων P-3B με ενσωμάτωση του εξελιγμένου ESM/ELINT ELL-8385 της IAI.

Πέραν των παραπάνω, υπάρχουν κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας δεκάδες ακόμα προγράμματα σε εξέλιξη που αφορούν το ευρύτερο πεδίο των ECM/ECCM. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, την επόμενη δεκαετία (2016-2026) η Τουρκία αναμένεται να διαθέσει 1,5 δις USD για εξοπλισμό EA (Electronic Attack) και 900 εκατ. USD για εξοπλισμό ES (Electronic Support). Ακόμα και με τη διευκρίνιση ότι η παραπάνω εκτίμηση περιλαμβάνει και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου επικοινωνιών καθώς και υποπρογράμματα που υλοποιούνται στα πλαίσια προμήθειας ολοκληρωμένων συστημάτων (π.χ. συμπεριλαμβάνεται το κόστος για την προμήθεια του ΑΝ/ASQ-239 των F-35), το νούμερο είναι εντυπωσιακό.

8. Επίλογος

Μέχρι και σήμερα, στο πεδίο των ECM/ECCM υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Με δεδομένο το διαφορετικό επιχειρησιακό δόγμα των δύο χωρών, οι όποιες διαφορές δεν παράγουν ουσιαστικό αποτέλεσμα αλλά απλά ενισχύουν τον αμυντικό προσανατολισμό της Ελλάδας και τον επιθετικό προσανατολισμό της Τουρκίας αντίστοιχα.

Σύντομα όμως, η τεράστια προσπάθεια της Τουρκίας που ουσιαστικά ξεκίνησε το 1989 με την απόφαση συμπαραγωγής των ΑΝ/ALQ-178(V)3 αντί της απλής προμήθειας και συνεχίζεται με σταθερότητα τα τελευταία 25 χρόνια, θα αρχίσει να αποφέρει καρπούς και να διαμορφώνει μια κατάσταση εξαιρετικά δυσμενή για τη χώρα μας. Ο συνδυασμός της προμήθειας των F-35 Lightning II και της δυνατότητας SOJ που θα διαθέτει η ΤΗΚ σε λίγα χρόνια, απλώς δεν θα μπορεί να αντιμετωπιστεί από την ΠΑ.

Ο ηλεκτρονικός πόλεμος είναι τομέας που η εγχώρια δυνατότητα ανάπτυξης και παραγωγής αποφέρει μεγάλη τελική προστιθέμενη επιχειρησιακή αξία, ενδεχομένως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Την ίδια στιγμή όμως το πεδίο του ηλεκτρονικού πολέμου δεν είναι χώρος δράσης για εταιρείες τύπου “γκαράζ” των τριών ατόμων ούτε για το εργαστήριο ενός πολυτεχνείου. Απαιτεί ουσιαστικές επενδύσεις και υποδομές στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία παράλληλα με μακρόπνοο σχεδιασμό προμηθειών, ανοχή σε αποτυχίες, μεθοδικότητα, επιμονή και υπομονή. Τα στοιχεία αυτά έλειψαν σωρευτικά από όλες τις λιγοστές προσπάθειες που πήγαν να ξεκινήσουν στη χώρα μας στο συγκεκριμένο τομέα τα τελευταία 25 χρόνια.

Δυστυχώς, ο ηλεκτρονικός πόλεμος αποτελεί μία από αυτές τις περιπτώσεις όπου ακόμα και αν η υπερβολικά προβαλλόμενη υπεροχή της ποιότητας εκπαίδευσης και των ικανοτήτων του προσωπικού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων δεν αποτελεί παρά μια κλασσική περίπτωση άγνοιας και υποτίμησης του αντιπάλου, δεν μπορεί να αναμένεται πως θα καταφέρει να ανατρέψει την υπεροχή εξοπλισμού της ΤΗΚ.

Βιβλιογραφία

  • Electronic Warfare and Radar Systems Engineering Handbook, Naval Air Warfare Centre Weapons Division, 2013
  • Introduction to Modern EW Systems, Andrea De Matino, Artec House, 2012
  • Introduction to Electronic Defence Systems, Filipo Neri, Artech House, 2006
  • Electronic Warfare Fundamentals, Det 8, ACC TRSS, November 2000
  • USAF Air Warfare Center, Radar, ECM and ECCM Fundamentals, January 1992.
  • Active Radar Electronic Countermeasures, Chrzanowshi, E. J., Artec House, Inc., Norwood, MA, 1990.