Η ελληνοτουρκική κρίση που ξεκίνησε στις 21 Ιουλίου είχε προαναγγελθεί από τις 30 Μαΐου, οπότε δημοσιεύθηκαν στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα αιτήματα της τουρκικής πετρελαϊκής εταιρίας TPAO προς την Γενική Διεύθυνση Μεταλλευτικών και Πετρελαϊκών Έργων (MAPEG) του τουρκικού υπουργείου Ενέργειας για έρευνες υδρογονανθράκων σε επτά σημεία, που βρίσκονται πάνω σε ένα νοητό τόξο από νοτιοανατολικά της Κρήτης ως τα ανατολικά της Ρόδου. Ήταν από τότε προφανές ότι τα αιτήματα της ΤΡΑΟ εντάσσονταν σε μια κεντρική στρατηγική, καθώς στις 2 Ιουνίου ο πρέσβης Τ. Ερτσιγιές, επικεφαλής της Διεύθυνσης Διμερών Πολιτικών Σχέσεων και Υποθέσεων Ναυτιλίας, Αεροπλοΐας και Συνόρων του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, δημοσίευσε τους σχετικούς χάρτες στο Twitter, ενώ ακολούθησαν σχετικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν και του υπουργού Ενέργειας, Φ. Ντονμέζ, ο οποίος προσδιόρισε και τον χρονικό ορίζοντα για την πραγματοποίηση ερευνών σε 3-4 μήνες.
Βάσει των ανωτέρω εξελίξεων, και άλλων ενδείξεων, η ελληνική κυβέρνηση προετοιμάστηκε για κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων από το Σεπτέμβριο, με σειρά διπλωματικών κινήσεων αλλά και μέτρων ενίσχυσης του αμυντικού μηχανισμού της χώρας. Ωστόσο η Τουρκία επέσπευσε τις κινήσεις της, με την έκδοση αναγγελίας NAVTEX για έρευνες του πλοίου Oruc Reis από 21 Ιουλίου ως 2 Αυγούστου στο νοτιοανατολικό όριο της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας που δικαιούται η Ελλάδα κατά το διεθνές δίκαιο.
Η έκδοση της NAVTEX την ίδια ημέρα με την αναγγελθείσα έναρξη ερευνών (ενώ συνήθως η αναγγελία προηγείται κατά μερικές ημέρες) και η ταυτόχρονη έξοδος σημαντικού αριθμού τουρκικών πολεμικών πλοίων από το ναύσταθμο του Aksaz είναι ενδείξεις ότι η τουρκική ηγεσία επιδίωξε να αιφνιδιάσει την ελληνική πλευρά. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτός ο τουρκικός σχεδιασμός, αξίζει να σημειωθεί ότι το πρωί της 21ης Ιουλίου ο Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Κ. Φλώρος βρισκόταν σε επίσκεψη στην Κύπρο, ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα Μ. Διάμεσης βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης επέστρεφε από τις Βρυξέλλες μετά την τετραήμερη διαπραγμάτευση της Συνόδου Κορυφής που είχε ξεκινήσει στις 17 Ιουλίου. Υπενθυμίζεται ότι και η απόπειρα «υβριδικής εισβολής» μεταναστών στον Έβρο είχε ξεκινήσει στις 28 Φεβρουαρίου εν όψει τριημέρου Κ. Δευτέρας.
Η τουρκική απόπειρα αιφνιδιασμού απέτυχε, καθώς η ταχεία κινητοποίηση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων απέτρεψε τη δημιουργία τουρκικού τακτικού πλεονεκτήματος. Ωστόσο, η τουρκική κινητοποίηση συνεχιζόταν, με την έξοδο ναυτικών μονάδων τόσο από τη Φώκαια όσο και από τα Δαρδανέλια. Αντίστοιχα, η κινητοποίηση του ελληνικού Στόλου ήταν τεράστια, καθώς χάρη στην αυταπάρνηση του προσωπικού τέθηκαν σε λειτουργία ακόμη και μέσα που τυπικώς βρίσκονταν σε ακινησία.
Αξίζει να σημειωθεί, γιατί έχει σημασία στην ερμηνεία της έκβασης της κρίσης (βλ. παρακάτω), ότι η ελληνική κινητοποίηση δεν περιορίστηκε στο Αιγαίο, ούτε μόνο σε ναυτικές δυνάμεις. Η κινητοποίηση του ελληνικού στρατιωτικού μηχανισμού περιέλαβε και τις μονάδες της Β. Ελλάδας καθώς και επιλεκτικά προπαρασκευαστικά μέτρα επιστράτευσης στην υπόλοιπη χώρα. Υψηλή ήταν και η ετοιμότητα της Πολεμικής Αεροπορίας, με τις προβλεπόμενες για την περίπτωση φορτώσεις όπλων και ετοιμότητες. Εξαιρετικό επίτευγμα είναι το γεγονός ότι διατηρήθηκε ο έλεγχος της ροής πληροφοριών με τα κατάλληλα τεχνικά μέτρα, με την ωριμότητα των στελεχών στο θέμα της χρήσης της κινητής τηλεφωνίας, αλλά και με σχετικές συστάσεις προς δημοσιογράφους. Έτσι δεν παρατηρήθηκαν κωμικοτραγικά φαινόμενα «ζωντανής μετάδοσης» της ελληνικής στρατιωτικής κινητοποίησης όπως το 1996. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία απέφυγαν τους υψηλούς τόνους, γνωρίζοντας ότι η απέναντι πλευρά θα «έπαιρνε το μήνυμα» μαθαίνοντας την έκταση και το είδος της ελληνικής κινητοποίησης από δικές της πηγές.
Μετά την κρίσιμη νύχτα της 21ης προς 22 Ιουλίου, όπου η ένταση ιδίως στην περιοχή των Δωδεκανήσων ήταν μεγάλη και υπήρξαν «οριακές» στιγμές, η κατάσταση εκτονώθηκε σχετικά. Σύμφωνα με (άγνωστης αξιοπιστίας) πληροφορίες γερμανικών ΜΜΕ, στην εκτόνωση συνέβαλε παρέμβαση της καγκελαρίου Α. Μέρκελ προς τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν. Από το πρωί της 22ης Ιουλίου η κατάσταση θύμιζε παρτίδα σκάκι όπου έχουν παιχτεί οι πρώτες κινήσεις του «ανοίγματος», και η κάθε πλευρά αναμετρά την άλλη προσπαθώντας να διαβλέψει τις επόμενες κινήσεις. Στις 22 Ιουλίου το ΓΕΕΘΑ διέψευσε εμμέσως φήμες περί απόσυρσης των τουρκικών πλοίων, δηλώνοντας ότι η κατάσταση παρέμενε αμετάβλητη. Στις 23 Ιουλίου συνεδρίασε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο της Τουρκίας, και το ανακοινωθέν της συνεδρίασης, υποβαθμίζοντας το ζήτημα των ερευνών με ήπιες αναφορές μετά από άλλα (π.χ. Λιβύη), έδειξε ότι η τουρκική ηγεσία δεν επιθυμούσε να εκτεθεί «σηκώνοντας» το θέμα.
Ανάλογη ένδειξη ήταν και οι αναφορές τουρκικών πηγών ότι η ελληνική αντίδραση ήταν «υπερβολική». Ωστόσο από ελληνικής πλευράς η ετοιμότητα παρέμενε αμετάβλητη, καθώς υπήρχε η εκτίμηση ότι στις 24 Ιουλίου ενδεχομένως ο Ρ.Τ. Ερντογάν θα συνδύαζε την πρώτη προσευχή στην Αγία Σοφία με την πανηγυρική αναγγελία του απόπλου του Oruc Reis, που ως τότε παρέμενε αγκυροβολημένο στην Αττάλεια.
Τελικώς η 24η Ιουλίου πέρασε χωρίς να αποπλεύσει το Oruc Reis, και από χθες 25 Ιουλίου παρατηρείται αποκλιμάκωση στην περιοχή, καθώς σταδιακά καταγράφονται επιστροφές τουρκικών πλοίων στις βάσεις τους. Η ίδια εικόνα αποκλιμάκωσης προκύπτει, συγκεκαλυμμένα, από τις χθεσινές δηλώσεις του Ρ.Τ. Ερντογάν «Αν λάβετε το τίμημα που έχουμε πληρώσει, ορίστε, βγείτε στο πεδίο. Αν δεν έχετε τέτοιο σκοπό, τότε το συντομότερο αρχίστε τις διαπραγματεύσεις». Ο ελιγμός αυτός, δηλαδή η μετάπτωση από την πανηγυρική εξαγγελία τουρκικών ερευνών στην αποχή από έρευνες «εφ’ όσον δεν προβεί και η Ελλάδα σε έρευνες», μαζί με πρόσκληση προς την Ελλάδα για διαπραγματεύσεις, θυμίζει τη δήλωση του τότε Τούρκου πρωθυπουργού Τ. Οζάλ, με την οποία επιβεβαιώθηκε η μη έξοδος του «Σισμίκ» και έληξε η ελληνοτουρκική κρίση του 1987.
Οι εξελίξεις αυτές δικαιολογούν συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς και την πρόσκαιρη χαλάρωση της ελληνικής κινητοποίησης. Ωστόσο η τουρκική NAVTEX περί διεξαγωγής ερευνών ως τις 2 Αυγούστου παραμένει σε ισχύ, ενώ δεν πρέπει να λησμονείται η εκκρεμότητα των αιτημάτων ερευνών της ΤΡΑΟ. Η περίοδος των αδειών του Αυγούστου φαίνεται πρόσφορη για τη γνωστή πλέον τουρκική τάση να επιδιώκεται ο αιφνιδιασμός της Ελλάδας, και δεν πρέπει να αποκλείεται νέα έκδοση NAVTEX. Άλλωστε το επίδικο ζήτημα, δηλαδή η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην Αν. Μεσόγειο, παραμένει ανοιχτό. Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι ο χρόνος δουλεύει εις βάρος του, καθώς η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας επιδεινώνεται, ενώ πλησιάζει η λήξη της θητείας του Ντ. Τραμπ, η ειδική σχέση του οποίου με τον Ρ. Τ. Ερντογάν είναι πλέον γνωστή. Αντιθέτως ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Ελλάδας, ιδίως για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο, αλλά και για να ολοκληρωθούν κάποιες κρίσιμες εξοπλιστικές κινήσεις (προμήθεια τορπιλών υποβρυχίων, FOS Mirage 2000). Επομένως, η κρίση που ζήσαμε μάλλον δεν θα είναι η τελευταία. Αντιθέτως, το προσωπικό των ΕΔ θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή, γιατί μάλλον προβλέπεται αγώνας αντοχής…
Ωστόσο, από την ελληνοτουρκική κρίση αυτής της εβδομάδας μπορούν να βγουν κάποια πρώτα θετικά συμπεράσματα. Η Ελλάδα κατήγαγε μιαν αρχική νίκη, καθώς απέτρεψε, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, τις εξαγγελθείσες τουρκικές έρευνες. Οι κρίσιμοι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή τη νίκη ήταν: (α) η πειστική διακήρυξη προς όλες τις πλευρές ότι η Ελλάδα διατηρεί τη «στρατιωτική επιλογή», (β) η παράλληλη τήρηση χαμηλών ρητορικών τόνων σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, και (γ) η επίτευξη της σαφούς συμπαράταξης του «διεθνούς παράγοντα» με την Ελλάδα. Αναλυτικά:
(α) Το κρισιμότερο στοιχείο της αποτροπής, και αυτό στο οποίο έπασχε παγίως η ελληνική πλευρά μετά το 1996, είναι η πειστικότητα της απειλής για προσφυγή στα όπλα. Αυτή τη φορά, φαίνεται ότι το μήνυμα ήταν πειστικό. Κατά την εκτίμησή μας, κρίσιμο ρόλο έπαιξε η διακήρυξη του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κ. Φλώρου στις 19 Ιουνίου, ότι «δεν υπάρχουν σημειακές κρίσεις». Η διακήρυξη αυτή, αναμφίβολα στοχευμένη και σε συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία, έκλεισε το «παράθυρο» που είχαν ανοίξει παλιότερες ατυχείς δηλώσεις από ελληνικής πλευράς περί «σημειακών κρίσεων» και κατέστησε σαφές ότι η Τουρκία δεν πρέπει να ελπίζει ότι θα διατηρήσει τυχόν αρχικά «τοπικά κέρδη» στο Καστελλόριζο ή σε άλλα σημεία του Αιγαίου όπου η γεωγραφία την ευνοεί: εάν κινηθεί έστω και τοπικά, θα «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου» συνολικά.
Η διακήρυξη αυτή υποστηρίχθηκε με πειστικό τρόπο από την έκταση της κινητοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδίως στη Β. Ελλάδα. Επισημαίνεται ότι η τουρκική στρατιωτική ηγεσία δεν πρέπει να αισθάνεται άνετα, καθώς για να καλύψει τα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης έχει αποσύρει τεθωρακισμένες δυνάμεις από τον Έβρο, που το καλοκαίρι είναι πιο βατός… Πρόσθετη πειστικότητα στην ελληνική αποτροπή έδωσε η ταχύτητα και η επιτυχία της ελληνικής κινητοποίησης: παρά τα χρόνια προβλήματα, το προσωπικό ανταποκρίθηκε άριστα και όλα βρέθηκαν στις θέσεις που έπρεπε.
(β) Κρίσιμη ήταν, παράλληλα με τη στρατιωτική κινητοποίηση, η τήρηση χαμηλών τόνων σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας. Δηλώθηκε επανειλημμένα η ετοιμότητα της ελληνικής πλευράς να «κάνει ό,τι χρειαστεί» για την προστασία των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, χωρίς όμως ρητορικές κορώνες που θα ανέβαζαν την ένταση χωρίς λόγο. Η εικόνα που δόθηκε είχε στοιχεία της γνωστής ρήσης του Theodore Roosevelt, “speak softly and carry a big stick”: η ελληνική στρατιωτική κινητοποίηση έδωσε το μήνυμα από μόνη της, όπως δίνει το μήνυμα το «μεγάλο ραβδί», έστω κι αν ο κάτοχός του μιλάει ήπια. Στην «ήπια ομιλία» μπορούμε να εντάξουμε και τις επαφές που έγιναν στο Βερολίνο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας σε επίπεδο διπλωματικών συμβούλων των πρωθυπουργών, λίγες εβδομάδες πριν την κρίση. Η δαιμονοποίηση τέτοιων επαφών είναι λάθος: όπως έδειξε η κρίση δε συνεπάγονται οπωσδήποτε παραχωρήσεις, αλλά μάλλον αποτελούν ένδειξη ήρεμης αυτοπεποίθησης. Επιπλέον, η τήρηση χαμηλών τόνων από την πολιτική ηγεσία είχε ως στόχο την αποτροπή πρόσθετου πλήγματος στον τουρισμό των Δωδεκανήσων, σε μια ούτως ή άλλως δύσκολη χρονιά.
(γ) Επίσης πολύ σημαντική ήταν η συμπαράταξη του «διεθνούς παράγοντα» με την Ελλάδα: Πέραν των σχετικών δηλώσεων του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών (με ένα «φάλτσο» περί “disputed waters”) και του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, δεν ήταν τυχαία η ανακοίνωση στις 24 Ιουλίου της έλευσης του αεροπλανοφόρου “Eisenhower” (CVN-69) νοτίως της Κρήτης για διεξαγωγή ασκήσεων με την ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Επιπλέον ενδιαφέρον είχε η έλευση του αμερικανικού μεταγωγικού “ARC Endurance” στην Αλεξανδρούπολη, όχι για τη βυζαντινή σημαία που (τελικώς δεν) έφερε στον ιστό, αλλά για το υλικό που μετέφερε και σχετίζεται με ανάπτυξη αμερικανικής δύναμης ελικοπτέρων στην περιοχή. Παράλληλα, ηχηρή ήταν η παρέμβαση του Γάλλου προέδρου Μακρόν, με δηλώσεις ενώπιον του Κύπριου Προέδρου Ν. Αναστασιάδη και διαδικτυακή ανάρτηση στα ελληνικά, διαψεύδοντας όσους (αφελείς ή πληρωμένους) έγραφαν ότι η συνολική στρατηγική μιας μεγάλης δύναμης όπως η Γαλλία επηρεάστηκε από τη «διάσταση» για το συμβόλαιο των φρεγατών FDI. Επίσης, η παρέμβαση Μέρκελ προς τον Ερντογάν (ανεξαρτήτως αν είχε τη σημασία που της απέδωσαν τα γερμανικά ΜΜΕ) είχε την αξία της δεδομένου ότι η Γερμανία ασκεί την προεδρία της ΕΕ κατά το τρέχον εξάμηνο. Τέλος, δεν πέρασαν απαρατήρητες οι επαφές του Κ. Μητσοτάκη με το Ρώσο πρόεδρο Πούτιν και τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι κατά το κρίσιμο διάστημα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, βοηθούσης της προκλητικής προς τη Δύση πολιτικής του Ρ.Τ. Ερντογάν, απολαμβάνει της συμπάθειας της διεθνούς κοινής γνώμης. Ο ρόλος της Ελλάδας ως προπυργίου της Δύσης απέναντι στον επιθετικό ισλαμισμό του Ερντογάν είχε εμπεδωθεί στη διεθνή κοινή γνώμη και ιδίως στην Ευρώπη κατά την «υβριδική εισβολή» του Μαρτίου, όταν έγινε σαφές ότι ο Ερντογάν εργαλειοποιεί μετανάστες προωθώντας τους προς την Ευρώπη, με βραχυπρόθεσμο στόχο τον εκβιασμό των πολιτικών της ηγεσιών και μακροπρόθεσμο στόχο την αλλοίωση της πληθυσμιακής της σύνθεσης. Την Παρασκευή 24 Ιουλίου η πρόκληση του Ερντογάν προς τη Δύση και το χριστιανισμό κορυφώθηκε συμβολικά με την πρώτη μουσουλμανική προσευχή στην Αγ. Σοφία μετά από 86 χρόνια, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις διεθνώς. Όπως σωστά παρατηρεί ο Α. Συρίγος, η Τουρκία βιώνει μέσω του ισλαμισμού το όνειρο αναβίωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και η Ελλάδα οφείλει να αφυπνίσει την υπόλοιπη Ευρώπη για αυτό που μεγαλώνει δίπλα της. Φαίνεται ότι αυτή η αφύπνιση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ήδη συμβαίνει, και η Ελλάδα πρέπει να την ενισχύσει.
Συμπερασματικά, αυτή την εβδομάδα η Ελλάδα κέρδισε μια πρώτη νίκη αποτρέποντας τις εξαγγελθείσες τουρκικές έρευνες, χάρη στην πειστική στρατιωτική κινητοποίηση, την παράλληλη τήρηση χαμηλών τόνων και την επίτευξη της συμπαράταξης του «διεθνούς παράγοντα». Είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν θα ήθελε πολύ μια «νίκη» επί της Ελλάδας, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι από την κρίση έλαβε τα κατάλληλα μηνύματα. Το κατά πόσον τα μηνύματα αυτά θα τον αποτρέψουν σε βάθος χρόνου, παραμένει άδηλο δεδομένων των διακηρυγμένων στόχων και του χαρακτήρα του. Αλλά για εμάς τους Έλληνες, η εικόνα που παρουσίασε η Ελλάδα «στις επάλξεις» αυτή την εβδομάδα, δικαιολογεί υπερηφάνεια και αισιοδοξία για το μέλλον.