Στην παρούσα ανάρτηση θα ασχοληθούμε με δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα πρόσφατων τεχνολογικών εξελίξεων οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύσεις σε κρίσιμα επιχειρησιακά ζητήματα που ανακύπτουν ή που αναμένεται να ανακύψουν, για την Πολεμική Αεροπορία. Ο λόγος για συγκεκριμένες επιχειρησιακές δυνατότητες οι οποίες θα πρέπει να διατηρηθούν, εάν όχι να ενισχυθούν, υπό το πρίσμα της επερχόμενης αναβάθμισης της απειλής που συνιστά η επικείμενη ένταξη σε τουρκική υπηρεσία μαχητικών με χαρακτηριστικά VLO (F-35A Lighting-II) αλλά και η ανάπτυξη νέων επίγειων συστημάτων αεράμυνας (ραντάρ και πυραυλικά συστήματα) και ηλεκτρονικού πολέμου.
Αναβάθμιση ΑΣΕΠΕ
Όσον αφορά την αντιμετώπιση των F-35A, το τελευταίο διάστημα το ενδιαφέρον σε σχέση με τα της Πολεμικής Αεροπορίας περιστρέφεται -δικαίως- γύρω απ’ ότι έχει να κάνει με τον εκσυγχρονισμό/αναβάθμιση του στόλου των μαχητικών της· των F-16C/D, κυρίως, και των Mirage 2000EGM/BGM δευτερευόντως, μετά των παρελκομένων τους. Πέραν όμως της πρόκλησης υλοποίησης υπό τις παρούσες συνθήκες τέτοιων προγραμμάτων στα μέσα που αποτελούν τον κορμό της μαχητικής ισχύος της Π.Α., ο Κλάδος έχει να αντιμετωπίσει και ζητήματα που έχουν να κάνουν με άλλα κρίσιμα επιχειρησιακά του μέσα. Εδώ θα αναφερθούμε στα ΑΣΕΠΕ EMB-145H Erieye για τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν θα πρέπει να θεωρείται πολύ μακριά το χρονικό σημείο όπου κανονικά θα έπρεπε να προγραμματίζεται η εφαρμογή ενός προγράμματος ΕΜΖ. Η συγκυρία φαντάζει ιδανική ώστε, στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος, τα πολύτιμα αυτά μέσα να αποκτήσουν πρόσθετες δυνατότητες που θα τους επιτρέψουν να αντιμετωπίσουν υπό καλύτερες προϋποθέσεις την προαναφερθείσα απειλή.
Μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, η Saab παρουσίασε το νέο ραντάρ Erieye-ER (ER: Extended Range/Εκτεταμένης Εμβέλειας) με αερόψυκτη κεραία τύπου AESA τεχνολογίας Νιτριδίου του Γαλλίου (Gallium Nitride: GaN), που λειτουργεί στην S-band και βασίζεται στο επίγειο ραντάρ Giraffe 4A. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή η νέα έκδοση του ραντάρ παρέχει περισσότερη ισχύ χωρίς κίνδυνο υπερθέρμανσης, καθώς και βελτιωμένα χαρακτηριστικά ECCM. Μπορεί να εντοπίσει στόχους μειωμένου ίχνους, όπως αεροσκάφη VLO και μικρά ΜΕΑ, εναντίον των οποίων προσφέρει 70% αυξημένη εμβέλεια ή την ίδια εμβέλεια με το υπάρχον μοντέλο αλλά εναντίον ενός στόχου με το ένα δέκατο του ίχνους, σύμφωνα με τον κατασκευαστή. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι στις ικανότητες αυτές δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση κατά την ανάπτυξη του νέου ραντάρ. Υπό αυτά τα δεδομένα το νέο Erieye-ER θα προσέφερε προφανή επιχειρησιακά οφέλη στην Π.Α. σε περίπτωση που υιοθετούνταν σε ένα δυνητικό πρόγραμμα ΕΜΖ των ελληνικών ΑΣΕΠΕ.
Επειδή όμως, παρά τα όσα λέγονται και γράφονται κατά καιρούς, τα πραγματικά δεδομένα της απειλής που αντιπροσωπεύουν τα αεροσκάφη VLO όπως το F-35A είναι άγνωστα, τα μέτρα αντιμετώπισής τους δεν μπορούν να περιοριστούν στην παραπάνω λύση. Απαιτούν πολύπλευρη προσέγγιση και συνδυασμό επιχειρησιακών μέσων και δυνατοτήτων. Σε αντίθεση με τα αεροσκάφη stealth πρώτης γενιάς, όπως το διαφορετικού προφίλ επιχειρήσεων F-117A Nighthawk, στο F-35A θα λειτουργούν διάφορες πηγές εκπομπής στο ηλεκτρομαγνητικό (ραντάρ, συστήματα ζεύξης δεδομένων κλπ.) και στο υπέρυθρο φάσμα (κινητήρας με μετάκαυση). Συνεπώς, αν ο εντοπισμός του από αισθητήρες ραντάρ -ακόμη και των δυνατοτήτων που υπόσχεται το νέο Erieye-ER- είναι όντως προβληματικός, το F-35A θα μπορεί να επισημανθεί τουλάχιστον από συστήματα ESM και ΕΟ μέσα. Υπό αυτά τα δεδομένα, παραμένοντας πάντοτε στο θέμα των ελληνικών ΑΣΕΠΕ, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ΕΜΖ τους θα ήταν αναγκαία η αναβάθμιση του συστήματος ESM, αλλά και η εγκατάσταση συγκροτήματος αισθητήρων EO/IR που θα δρουν συνδυαστικά και συμπληρωματικά με το ραντάρ. Ειδικά ως προς του αισθητήρες EO/IR άξια προσοχής είναι η επιλογή της Αεροπορίας του Μεξικού να εφοδιάσει εξαρχής τo δικό της EΜΒ-145SA Erieye με τέτοια συστήματα -σε μορφή πυργίσκου κάτω από την άτρακτο-, ακριβώς για να μπορούν να εντοπίσουν και να ταυτοποιήσουν από ικανή απόσταση στόχους χαμηλού ίχνους (στη δική της περίπτωση μικρά αργοκίνητα και πολύ χαμηλά ιπτάμενα αεροσκάφη γενικής αεροπορίας που χρησιμοποιούν οι λαθρέμποροι), όποτε το ραντάρ Erieye αδυνατεί. Κατ’ αναλογία, στη περίπτωση των ελληνικών ΑΣΕΠΕ, ο συνδυασμός προηγμένων συστημάτων EO/IR και ESM και ενός νέου ραντάρ με βελτιωμένες ικανότητες εντοπισμού στόχων χαμηλού RCS, φαίνεται ως ιδανική λύση σε μια πρώτη προσπάθεια αντιμετώπισης της απειλής που ακούει στο όνομα F-35A, πάντοτε από κοινού με μια σειρά άλλων επιλογών (π.χ. ραντάρ AESA και ΕΟ αισθητήρες στα μαχητικά αεροσκάφη, κατάλληλα επίγεια έγκαιρης προειδοποίησης και Α/Α άμυνας κλπ.).
Διατήρηση ικανοτήτων ELINT
Στο πλαίσιο μιας πρόσφατης ανάρτησής μας σχετικά με ένα δυνητικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των μαχητικών Mirage 2000EGM/BGM της Π.Α., είχαμε αναφέρει ότι η κατασκευάστρια εταιρεία θα σταματήσει να υποστηρίζει το ατρακτίδιο ELINT τύπου ASTAC, εντός του 2018. Μάλιστα, αυτός είναι και ο λόγος που κρίθηκε ασύμφορη η πιστοποίησή του στα ελληνικά Mirage 2000 ώστε να αποσυρθούν τα εναπομείναντα RF-4E, τα οποία φέρονται πως έχουν λάβει σιωπηρά μια παράταση ζωής έως το 2018-2020. Αν και υπήρξαν ορισμένοι που αμφέβαλαν για την ακρίβεια της αναφοράς μας εκείνης, λίγο αργότερα ήρθε μια άλλη είδηση που την επιβεβαιώνει εμμέσως.
Ο λόγος για την απόφαση απόσυρση των δύο αεροσκαφών C-160G (Gabriel) της Γαλλικής Αεροπορίας, την περίοδο 2018-2019 (ήδη ως προσωρινοί αντικαταστάτες του έχουν παραγγελθεί δύο αεροσκάφη King Air με εξοπλισμό ISR). Η απόσυρση της μοναδικής εξειδικευμένης πλατφόρμας SIGINT της Γαλλικής Αεροπορίας δεν μπορεί παρά να σχετίζεται άμεσα (και) με την παύση υποστήριξης του κύριου απαρτίου του εξοπλισμού αποστολής της, που δεν είναι άλλο από το ατρακτίδιο ASTAC. Υπενθυμίζεται πως η Γαλλική Αεροπορία χρησιμοποιεί (;) το εν λόγω ατρακτίδιο σε δύο εκδόσεις. Η πρώτη είναι πανομοιότυπη με αυτήν της Π.Α., για μεταφορά από τακτικά μαχητικά και χωρίς ικανότητα real-time αποστολής δεδομένων. Μετά την απόσυρση των Mirage F1CR, τη μεταφορά των ατρακτιδίων αυτών επρόκειτο να αναλάβουν τα Mirage 2000D. Ωστόσο δεν έχει επιβεβαιωθεί πλήρως εάν ο σχεδιασμός αυτός υλοποιήθηκε ή εάν τα ατρακτίδια τελικά αποσύρθηκαν μαζί με τους αρχικούς φορείς τους (κατά τα φαινόμενα το ατρακτίδιο δεν θα πιστοποιηθεί στα Rafale). Η άλλη έκδοση είναι αυτή που μεταφέρεται από τα C-160G. Το καθένα από τα αεροσκάφη αυτά φέρει δύο ASTAC στα ακροπτερύγια του, με τα δεδομένα που συλλέγονται από αυτά να αναλύονται και να επεξεργάζονται σε πραγματικό χρόνο σε ειδικές κονσόλες στο εσωτερικό της καμπίνας. Προφανώς και αυτά θα αποσυρθούν μαζί με τα C-160G το 2018-2019, οπότε και θα έχει διακοπεί η υποστήριξή τους, όπως προαναφέραμε.
Υπό αυτά τα δεδομένα, με το πέρας της τρέχουσας δεκαετίας η Π.Α. αναμένεται να απωλέσει τις κρίσιμες επιχειρησιακές δυνατότητες που της παρέχει σήμερα το πλέον ευέλικτο και ικανό αερομεταφερόμενο σύστημα ELINT που έχει στη διάθεσή της. Την ίδια περίοδο όμως, οι σχετικές ανάγκες θα είναι αυξημένες λόγω της ολοένα αυξανόμενης απειλής που προβλέπεται να αντιπροσωπεύει η εχθρική επίγεια αεράμυνα (και όχι μόνο). Ο υφιστάμενος σχεδιασμός προβλέπει την αντικατάσταση του συνδυασμού RF-4E/ASTAC, από κατάλληλα εξοπλισμένα ΜΕΑ. Και σε αυτή τη περίπτωση οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις προσφέρουν προσιτές οικονομικά λύσεις τεχνολογίας αιχμής, που δεν ξεφεύγουν από το πλαίσιο του σχεδιασμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νέο ατρακτίδιο ELINT τύπου ARDS (Advanced Radar Detection System) της Raytheon Deutschland, η ανάπτυξη του οποίο βρίσκεται στο τελικό στάδιο. Πρόκειται για ένα σύστημα ειδικά σχεδιασμένο για μεταφορά από ΜΕΑ κατηγορίας MALE. Εντός του 2017 προβλέπεται να έχουν ολοκληρωθεί οι δοκιμές του με φορείς ΜΕΑ τύπου MQ-1B Predator και MQ-9A Reaper, ώστε από το 2018 να είναι διαθέσιμο στους υποψήφιους αγοραστές του. Το σύστημα προσφέρει δυνατότητες παθητικής εύρεσης κατεύθυνσης, καταγραφής και χαρτογράφησης εκπομπών ραδιοκυμάτων από επίγεια και θαλάσσια συστήματα ραντάρ, σε ένα ευρύτατο φάσμα συχνοτήτων. Παράγοντάς το δε στη θυγατρική του στην Ευρώπη, ο κατασκευαστής ξεπερνά τυχόν περιορισμούς στις εξαγωγές που θα μπορούσαν να επιβάλουν οι Αρχές των ΗΠΑ.
Ήδη από το θνησιγενές ΕΜΠΑΕ 2006-2011 η υλοποίηση δύο ξεχωριστών προγραμμάτων προμήθειας ΜΕΑ με δυνατότητες ELINT και ECM αντίστοιχα, με προϋπολογισμό 300 εκατ. ευρώ έκαστο. Με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα η μόνη πραγματικά προσιτή λύση είναι η συγχώνευση των δύο προγραμμάτων και η εκ των έσω ανάπτυξη μιας ελαφρώς μεγαλύτερης έκδοσης του ΜΕΑ «Πήγασος-2», με ισχυρότερο κινητήρα και αυξημένη μεταφορική ικανότητα. Με εναλασσόμενο φορτίο αποστολής, ένα τέτοιο ΜΕΑ θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικό φορέα, μεταξύ άλλων και για ένα ατρακτίδιο όπως το προαναφερθέν ARDS για αποστολές ELINT, ώστε να καλυφθεί το κενό που αναπόφευκτα θα αφήσει σε μερικά χρόνια ο πολύτιμος συνδυασμός RF-4E/ASTAC.